ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΣΟΓΚΑΣ

  του Γιάννη Τσακπίνη
Σήμερα υπάρχουν ηλικιωμένοι από τα παλιά χρόνια αλλά μέχρι πότε θα υπάρχουν για να μας διηγούνται τις αναμνήσεις τους που «φάγανε τη γη με τα κουτάλια» όπως λέγανε προκειμένου να διατηρηθούν στη ζωή τους;
Την εμπειρία που είχανε αποκτήσει από όλα αυτά που περάσανε έχουν μείνει ως μια γραμμένη διαθήκη βαθιά μέσα στην ψυχή τους και τα εκφράζουν όταν χρειαστεί και εκεί που θα χρειαστεί. Η κάθε ανάμνησή τους αποτελεί και μια παροιμία η οποία σήμερα λέγεται όταν εμφανίζονται ευχάριστες ή δύσκολες καταστάσεις εις τον άνθρωπο, εις την οικογένειά του ή στο επάγγελμά του.
Μία από τις πολλές παροιμίες που προέρχεται από την παλιά εποχή και η οποία ελάχιστες φορές σήμερα λέγεται είναι: «Από έξω κούκλα και από μέσα πανούκλα».
Όπως και πολλές άλλες παροιμίες το ίδιο και αυτή ταξίδεψε μαζί με τους Μικρασιάτες που φθάσανε και κατοικήσανε στα χωριά της περιοχής του Βρύσινα όπως μας είχε διηγηθεί πριν αρκετά χρόνια που έχει φύγει από τη ζωή ο Γρηγόρης Τσόγκας από το χωριό Χρωμοναστήρι.
Ο Γρηγόρης που γεννήθηκε το 1906 και μεγάλωσε στις Ν. Φώκιες της Μ. Ασίας από μια πλούσια οικογένεια αλλά ο πόλεμος ανάγκασε την οικογένειά του να φθάσει και να κατοικήσει εις τον τόπο μας και να υποστεί για λίγα χρόνια μια δύσκολη δοκιμασία εις την διατροφή και στη διαβίωσή τους.
Όλη η οικογένεια μαζί στον αγώνα της ζωής στη γεωργία και στην κτηνοτροφία για να φθάσει πολύ γρήγορα το νοικοκυριό τους να ξεχωρίζει από όλα τα γύρω χωριά.
Μετά του δόθηκε η ευκαιρία να παντρευτεί με προξενιό την Αλκυόνη Καπετανάκη και να δημιουργήσει οικογένεια με πέντε παιδιά για να μεγαλώσουν με τις ίδιες αρχές που είχανε οι πρόγονοί τους.
Τα παιδιά τους με τις ίδιες αρχές στήσανε παρόμοια σπιτικά στο χωριό και στην πόλη που κοσμούν σήμερα την κοινωνία μας. Για να μεγαλώσουν όμως και για να τα αποκαταστήσουν όλα δώσανε σκληρό αγώνα και οι δυο στη γεωργία και στην κτηνοτροφία για να φθάσει η οικογένεια πολύ υψηλά στις οικονομικές της ανάγκες και υποχρεώσεις. Η περιοχή του Βρύσινα επί πολλά χρόνια φιλοξενούσε το πιο διαλεκτό κοπάδι του χωριού του και με την ευλογία του Αγίου Πνεύματος κάθε χρόνο ήτανε μεγαλύτερο και καλύτερο. Γνώριζε με κάθε λεπτομέρεια όλη την περιοχή και που θα πετύχει ακόμα και το κυνήγι για ένα επιπρόσθετο μεζέ για το σπίτι του και για τους φίλους του όπως: λαγούς, πέρδικες, ομανίτες, χοχλιούς και τα μανουσάκια για να μυρίζει το σπίτι του άρωμα του Βρύσινα αλλά διακρινότανε ακόμα και για την φιλοξενία του.
Τον χειμώνα τον αντιμετώπιζε με το ράσο και τα στιβάνια, είχε και την κατσούνα του για κάθε ανάγκη. Έμαθε από τον πατέρα του να προβλέπει τις καιρικές συνθήκες, ειδικά του χειμώνα και να διαβάζει την κουτάλα όταν έσφαζε το δικό του ζώο να μάθει το καλό ή κακό για την οικογένεια και τα ζώα του. Ακόμα και το βουργιάλι από τον αργαλειό της Αλκυόνας στην πλάτη του κοσμούσε την κορμοστασιά του. Δυνατός, γελαστός (πάντα σε όλα και δεν δεχότανε από κανέναν να τον προσβάλλει τον ίδιο και την οικογένειά του).
Άφησε όνομα Μικρασιάτη και Κρητικού στο χωριό και στη γύρω περιοχή. Όλες αυτές τις ρίζες και συνήθειες τις έχουν πάρει τα παιδιά του και συνέχιζε περισσότερο να μιλά την Μικρασιάτικη διάλεκτο.
Στη συνέχεια ο Γρηγόρης με τη γυναίκα του ζούσανε στο χωριό μέσα στα πλούσια αγαθά τους και καμαρώνανε συγχρόνως τα παιδιά και τα εγγόνια τους που φέρνανε ωφέλιμα παραδείγματα στην κοινωνία μας.
Αργότερα η ηλικία τον ανάγκασε να σταματήσει να εργάζεται στη γεωργία και την κτηνοτροφία και ως παρέα είχε τη σύντροφό του στο σπίτι και τους ηλικιωμένους στο καφενείο του χωριού. Έτρωγε το πρωί τον ξινόχοντρο ή τον τραχανά που έφτιαχνε η Αλκυόνη από το γάλα των προβάτων τους και μετά με την κατσούνα του έπαιρνε τον ανήφορο που τον οδηγούσε στον καφενέ του Κοτζάμπαση του Κωστή που ήτανε και ο γραμματέας του χωριού για να απολαύσει τον «γλυκό» καφέ μαζί με την παρέα του.
Μετά άρχιζε να μιλά για τις αναμνήσεις και για τις παροιμίες τους από τη Μ. Ασία. Κάθε μέρα έλεγε μια ή δυο και μετά έπαιρνε τον κατήφορο για το σπίτι να γευτεί το νόστιμο φαγητό που του έφτιαχνε η αρχόντισσά του. Το βράδυ αν δεν είχε επίσκεψη από τα παιδιά του ανέβαινε πάλι για λίγο στο καφενείο αλλά έπινε γκαζόζα ή τσικουδιά και γυρνούσε να κοιμηθεί στο γιατάκι του.
Όταν πήγαινε στο καφενείο το πρωί ή το βράδυ πάντα έλεγε στην παρέα του διάφορες ιστορίες – παροιμίες, ειδικά για τους τεμπέληδες – για τους μπεκρήδες – για τα καπνά που φυτεύανε – για τους περβολάρηδες – για τις συζεψές, για τα σημισακά και πολλά άλλα. Για τους τεμπέληδες έλεγε: Αν δεν βρέξεις κ… ψάρι δεν τρως και πέσε σύκο να σε φάω και πολλές άλλες ανάλογα τις περιπτώσεις όταν κάποιος δεν πήγαινε καλά στις υποχρεώσεις του. Αν κάποια μέρα δεν ήτανε παρόν τον αναζητούσανε. Όμως έλεγε και για την κατσούνα του: «όταν έχει ο βοσκός κατσούνα, ράσο τσιφτέ και σκύλο, το βουργιάλι να έχει φαγητό, ποτέ δεν κάνει πίσω». Επίσης της έλεγε που την κρατούσε με τα δυο του χέρια! «Κατσούνα μου εδά που γέρασα θα ζω με τη συντροφιά σου και να με προσέχεις όσο μπορείς σε όλη τη στρατιά μου».
Του Γρηγόρη η σκέψη ήτανε και ήθελε να γυρίσει στις Φώκαιες αλλά έλεγε ότι όλοι εδώ γίναμε μιγάδι, στα αλώνια, στα οζά, στα αμπέλια, στα σιμισακά αλλά και στην παντρειά μας οπότε όλα έχουν τελειώσει και σε αυτόν εδώ τον τόπο θα αφήσουμε τα κόκαλά μας.
Ο αρθογράφος που είναι σήμερα ηλικιωμένος ενώ τότε ήταν παιδί 12 ετών από τα Καπεδιανά του είχε πει η μάνα του: Γιαννιό, να πας στο Χρωμοναστήρι στου Κοτζάμπαση του Κωστή να σου βγάλει μια πιστοποίηση να πουλήσουμε ένα κριό και μια κατσίκα για να σας ψωνίσουμε παπούτσια και τετράδια για το σχολείο που θα ανοίξει τον άλλο μήνα. Πράγματι, έφθασε στο καφενείο και την έβγαλε.
Εκείνη την ώρα συνέπεσε να είναι εκεί ο Γρηγόρης με την παρέα του με πέντε ηλικιωμένους περίπου ο οποίος κέρασε τον Γιάννη ένα λουκούμι. Την ίδια ώρα έλεγε την παροιμία: Από έξω κούκλα και από μέσα πανούκλα. Ο Γιάννης την συγκράτησε στη μνήμη του και σήμερα μας την περιγράφει μαζί με τον βίο του Γρηγόρη Τσόγκα που ήτανε οι γονείς τους από το ίδιο χωριό της Μ. Ασίας. Και πρόσθεσε ο Γρηγόρης ότι στη γειτονιά τους (Ν. Φώκαιες) ήτανε μια γειτόνισσα που ντυνότανε με ωραία και ακριβά ρούχα, παπούτσια, σκουλαρίκια και έμοιαζε σαν κούκλα που σκορπούσε καλές εντυπώσεις σε όλους. Όμως εσωτερικά έβραζε η κακία, το μίσος, το κουτσομπολιό κ.λπ. προς όλους τους χωριανούς που την θεωρούσανε κληρονομική ασθένεια ριζωμένη μέσα στον οργανισμό της. Ήτανε όμοια με την πραγματική σοβαρή ασθένεια της πανούκλας που μεταδιδότανε και σε άλλους οργανισμούς η οποία ήτανε αθεράπευτη και που έφερε σύντομα το θάνατο για όσους είχανε προσβληθεί. Η γειτόνισσα όμως διατηρούσε τη ζωή της αλλά δεν την συμπαθούσανε και ούτε την είχανε κοινωνική εμπιστοσύνη με την άσχημη συμπεριφορά της στο χωριό.
Τα χρόνια περνούσανε το ένα μετά το άλλο και ο Γρηγόρης έφυγε από τη ζωή και μετά τον ακολούθησε η γυναίκα του Αλκυόνη για να κάνουν πάλι μαζί παρέα εις την παντοτινή τους κατοικία.
Και οι δυο φύγανε χαρούμενοι αφού είδανε τα παιδιά τους να έχουν πάρει το σωστό δρόμο στις οικογένειές τους στην πρόοδο, στα επαγγέλματά τους, στα ήθη και στα έθιμά τους. Όλα τα παραπάνω αποτελούν σήμερα παραδείγματα στους νέους μας και έχουν υποχρέωση να τα ακολουθήσουν για να κοσμούν την κοινωνία και τις οικογένειές τους. Γρηγόρη:
Ο Βρύσινας ακόμα σε αναζητά /που έφυγες μακριά του
ποτέ δεν είναι εύκολο / να γύριζες κοντά του,
τις ρίζες απού άφησες /στο όμορφο χωριό σου
καρπούς συνέχεια σκορπούν / εις τον περίγυρό σου!
 
* Ο Γιάννης Τσακπίνης, είναι απόστρατος αξιωματικός

Αφήστε μια απάντηση