ΑΝΤΙ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ
ΓΙΩΡΓΗ ΚΑΛΟΜΕΝΟΠΟΥΛΟΥ
Δημοσιεύομεν σήμερο ποίημα του αξέχαστου ποιητή του Ρεθέμνου ΓΙΩΡΓΗ ΚΑΛΟΜΕΝΟΠΟΥΛΟΥ, αφιερωμένο στο Ρεθεμνιώτη τροβαδούρο της Κρητικής Μουσικής ΓΙΑΝΝΗ ΜΠΕΡΝΙΔΑΚΗ (ΜΠΑΞΕ), που στις γραμμές του εκφράζεται η νοσταλγία και η ευχαρίστησι που θα ένοιωθε, όταν ερχόμενος στο αγαπημένο του Ρέθεμνο, τον αξίωνε ο Θεός να ξανδή στα χέρια του Γιάννη το λαγούτο και ν΄ ακούση το τραγούδι του, που τώρα πια έσβυσε για πάντα.
Τον άξιο γλεντιστή, τραγουδιστή και λαγουτιέρη του
παλιού καιρού, που τα παράτησε για να γίνη…
φαρμακέμπορας.
Γιάννη. Τα «ξύλα» τα ΄κρυψες και γίνηκες σπετσέρης
και τους γλεντζέδες τους παλιούς κάνεις πως δεν τους ξέρεις.
Γιάννη. Σκίσε τις συνταγές και κάψε το κινίνο
και πιάσε στα χρυσόχερα λαγούτο – μαντολίνο.
Μ΄ αυτά τον πιο καλό γιατρό εσύ τον παραβγαίνεις,
γιατί ανθρώπινες πληγές μ΄ αυτά τα δυό τις γιαίνεις.
Καράβι στον ωκεανό που ΄ χασε το τιμόνι
μοιάζει το Ρεθεμνάκι μας ως σώπασε τ΄ αηδόνι.
Θεέ μου, και κάμε αληθινό το πεθυμιό μου τούτο,
όταν θα ΄ ρθώ, στα χέρια σου να δω πάλι λαγούτο.
Αξίωσέ μου το φτωχό, Χριστέ μου, πριν πεθάνω
να δω τ΄ ασημοδάχτυλα εις το λαγούτο επάνω.
Να μου χαϊδέψουν την ψυχή τα μαγικά σου τέλια
και πως ακούω να θαρρώ τα Δώδεκα Ευαγγέλια.
Κι αν τύχη κι έρθω άρρωστος, μη μου συστήσης χάπι,
μα πιάσε το λαγούτο σου και μίλα μου γι΄ αγάπη.
Κι άρχισε το τραγούδι σου δίχως να το σωπαίνης,
να καταλάβω, όπως παλιά, νεκρό πως μ΄ ανασταίνεις.
Να τρέξη το ροδόσταμο απ΄ των χειλιών τη βρύση
και κοντυλιάς γλυκό κρασί να πιω να με μεθύση.
Τότες θα δης από ψηλά δυο αστέρια να κυλήσουν,
δυο πεθαμένων οι ψυχές, να σε γλυκοφιλήσουν.
Ψυχές δυο φίλων πού ΄φυγαν σ΄ αγύριστο ταξίδι,
η μια θα ΄ναι του Ροδινού κι η άλλη τ΄ Αριστείδη.
Κι εγώ βουβός στο πλάι σου θα σε ακούω μόνο
και θα τον πνίγω στο λαιμό κάποιο παλιό μου πόνο.
Θ΄ ακούω, δε θα τραγουδώ καθόλου, ο κακομοίρης,
να μη θυμώση η συντροφιά, να μη μανίση ο Ψύρης.
Να μη βετζώση ο Σινατσής κι ο Δήμος να μουτρώση
Και την… πετσέτα ο Μιχελής στο στόμα να μου χώση.
Κι αν μού ΄ρθουν πικρά δάκρυα, θα τα γυρίσω πίσω,
γιατί με κέφι τα παλιά θέλω να ξαναζήσω.
Να ξεχειλίση ακράτητη, ως τότες, η χαρά μου…
μα σαν τελειώσετε εσείς, ας έρθη κι η σειρά μου.
Μια μαντινάδα μοναχή, Γιάννη, να πω μαζί σου
και να θαρρώ πως τα κλειδιά κρατώ του Παραδείσου.
Να είντα θα πω: «Ανάθεμα απού μπορεί κι αφήση
Τούτο τον ψεύτικο ντουνιά να μην τονε γλεντήση».