Γιώργης Παττακός

Μια μικρή είδηση που δεν περνά ούτε στα ψιλά των εφημερίδων και των καναλιών, μου έδωσε το κίνητρο γι’ αυτή την υπενθύμιση. Ο Γιώργης Παττακός από τον ορεινό Πατσό Αμαρίου που συμμετείχε στη μυθιστορηματική απαγωγή (26 Απριλίου του 1944) του στρατηγού Κράιπε, που συντάραξε όλη την οικούμενη τότε, αποχαιρέτησε τον κόσμο τούτο πριν μερικές μέρες, «φεύγοντας γι’ άλλες πολιτείες»… λίγο πριν την 74η επέτειο της μάχης!

Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν εκεί που πηγαίνει γίνονται απαγωγές στρατηγών, για να συμμετέχει κι αυτός ξανά. Ξέρω όμως και αισθάνομαι, πως επειδή δεν ήταν ούτε πολιτικός ούτε κλέφτης, όπως πολλοί άλλοι σήμερα, για να ασχολούνται κάθε μέρα όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μαζί του, τουλάχιστον του πρέπει μια μικρή αναφορά, σαν ελάχιστος φόρος τιμής, για ότι έκανε τότε για την πατρίδα, για την Κρήτη.

Ο Patrick Lee Fermor, ο Άγγλος ταγματάρχης του Βρετανικού στρατού που οργάνωσε την επιχείρηση, είχε πει ότι η απαγωγή του στρατηγού Κράιπε ήταν μια ιστορία που τη γέννησε και τη μεγάλωσε όλη η Κρήτη! είναι μια ιστορία που έφτιαξε τους απλούς λαϊκούς ανθρώπους της Κρήτης ήρωες! Ο Γιώργης Παττακός ήταν ένας απ’ αυτούς! Από την ιστοσελίδα ειδήσεων Made in Creta αντιγράφω το παρακάτω κείμενο που τον αφορά. Αξίζει να διαβαστεί.

Πρώτα «αποχαιρέτησε», στις αρχές Δεκεμβρίου του 2013, ο Γιώργης Κουμεντάκης, ο γνωστός καπετάν Μπόρης και μόλις την περασμένη βδομάδα ο συγχωριανός και φίλος του, καθημερινώς στην παρέα του στο καφενείο της Μαρίας Κουμεντάκη στον ορεινό Πατσό Αμαρίου Γιώργης Παττακός. Ήταν ο άνθρωπος που μετακίνησε με «το μουλάρι του Πολιού Κουρκουλού» τον Γερμανό στρατηγό μετά την απαγωγή του, από το μετόχι των Χαροκόπων στις «Πλάτες» με κατεύθυνση τις νότιες παραλίες του Ροδάκινου, ως το χωριό Φωτεινού.

Ο Γιώργος Παττακός, ο Παττακογιώργης όπως τον φώναζαν οι συγχωριανοί του, έκλεισε τον κύκλο της ζωής του σε ηλικία 93 χρονών και κηδεύτηκε στη γενέτειρα γη. Το 2000 καταθέτοντας τη μαρτυρία του για τη συμβολή του στη φυγάδευση του Κράιπε μετά την απαγωγή του, είχε πει ανάμεσα στα πολλά: «…Εφάγαμε και το βράδυ κάνομενε κι ένα-ν-άλλο μπαντιρντί: επήγαμε με το-γ-ξάδερφό μου το δάσκαλο το Χαροκόπο στου Πολιού του Κουρκουλού και του ‘παμε: «Πολιό, ένας Εγγλέζος αξιωματικός αρρώστησενε και κιντυνεύει. Θα μας-ε-δώσεις το μουλάρι να τον-ε-πάμε να τον-ε-διώξομενε με υποβρύχιο στη Μέση Ανατολή, γιατί ‘ναι αξιωματικός ανώτερος, ο οποίος είναι τση Κατασκοπείας, και χρειάζεται στο-ν-αγώνα οπωσδήποτε! Θα μας-ε-δώσεις το μουλάρι να τον-ε-πάμε!».

»Μας έδωκενε το μουλάρι ο άθρωπος και το πήραμε και πήγαμε. Είχανε ξεχάσει κι ένα χάρτη σ’ ένα σπηλιάρι, κι επειδής έτρεχα μου λένε: «Τρέξε να πας στο σπηλιάρι να μας-ε-φέρεις το χάρτη». Έφερα και το χάρτη… Εκάτσαμε στη-μ-περιοχή Μαναρέ. Ο Κράιπε εφόριενε μια χλαίνη στρατιωτική, χωροφυλακίστικη, για να μη φαίνουνται τα παράσημα. Είδενε ο Πολιός ο Κουρκουλός το-ν-αγκυλωτό σταυρό. Λέει: «Ο Γερμανός είναι!!!».

Πρώτη στάση στις Καρίνες

»Είχενε ακουστεί, βέβαια, η απαγωγή. Και του λέει του Ευθύμη, του πρώτου του ανιψιού: «Δεν είναι Εγγλέζος. Άντε να φύγομενε και στο διάολο και το μουλάρι και τα πάντα! Κακομοίρη, είναι ο στρατηγός κι αν σας-ε-πιάσουνε ποθές, θα σας σε σταυρώσουνε. Άντε να φύγομενε, πες τωνε πως έφυγα κι άστους κι ό,τι θένε ας κάμουνε. Μη-μ-πας μόνο… Από ‘κεια έσερενα ‘γω το μουλάρι και πηγαίναμε δρόμο-δρόμο. Ο δάσκαλος πήγαινε αποκάτω με τσ’ οπλοφόρους κι απογύραμενε στσι Καρίνες, στο χωριό απόξω. Γιατί θέλανε να πάμε στου Σταυριανού του Τζουρμπάκη, να σμίξουνε μ’ ένα-ν-άλλο Εγγλέζο που ‘τανε ‘κει…».

»…Στου Φωτεινού εκάτσαμε ούλη μέρα. Οι Πέρηδες μεγάλη περιποίηση! Ήτανε και μια Δεληγιαννοπούλα απού ‘χενε πάρει ο Αντώνης ο Πέρος κι ήτονε απ’ τ’ Ασφ’εντου, του Μιχάλη του Δεληγιάννη ήτονε κόρη. Εσκίζουντονε αυτή. Να τηγανίζει πίτες, να ψήνει, να γυρίζει το οφτό κρέας. Ήτονε και μια κουκιδέ ‘κειδά σπουδαία! Τα κουκιά ήτονε χλωρά και κόβανε και ξεκαρπουλίζανε ορισμένοι. Πάει κι ο στρατηγός ο Γερμανός. Κόβει και κόβει και γεμίζει τη-ν-τσέπη-ν-του κι απής καθίζει σ’ ένα χαράκι και τα ξεκαρπούλιζενε… Εκειδά ήτονε κι ο αγροφύλακας του Φωτεινού. Του φωνάζω και του λέω: «Αγροφύλακα, έλα να σου πω». Λέει: «Ίντα θες;». Λέω: «Άκου να δεις α’ δεν τον-ε-καταγγείλεις θα σε αναφέρω στο-ν-αγρονόμο. Θα του πω πως έπιασες το-γ-Κράιπε κι έκλεβενε κουκιά και δεν τον-ε-κατάγγειλες! Άκουσες ίντα σου ‘πα;». Εσκάσανε οι άλλοι στα γέλια…

Ο στρατηγός γκρεμίστηκε

»Απής εμούντισενε, παίρνομε πάλι απάνω και πάνω-πάνω μας ετσούρισενε ο στρατηγός. Στου Φωτεινού αποπάνω. Εβγαίναμε, λοιπόν, στο βουνό, τα χαράκια ήτονε απότομα κι επικίντυνα. Λέω ‘γω του Λη Φέρμορ, του Μιχάλη, που τον-ε-φωνάζαμε ‘μεις: «Μιχάλη, πες του Κράιπε να κατεβεί να βγει αποπάνω στο σόπατο, που ήτανε πενήντα μέτρα. Να βγει κι απής βγούμε ‘κειδά θα καβαλικέψει. Γιατί από ‘παέ δε θα τον-ε-βγάλει το μουλάρι. Θα τσουρίσει να σκοτωθεί». Του το λέει, αλλά ο Γερμανός επ’ ουδενί τρόπο να κατεβεί…

»Σ’ ένα μέρος ήτονε ένα σκαλάκι και δεν εμπόριενε, όξω να πηδήξει το μουλάρι. Και με το να του κάμω ετσέ το χαλινάρι, επήδηξενε και ξακόμπιασενε η μπροστελίνα κι έπεσενε ο Κράιπε. Ήτονε-ν-ένα χαράκι από πίσω κι έσπασενε το-ν-αριστερό-ν-του ώμο. Και ξεφώλιασενε κι όντε το-ν-εσηκώσανε ήτονε ο ώμος στο πηγούνι-ν-του αποκάτω!

»Του βάνουνε το-ν-ώμο στη θέση-ν-του, το-ν-εδένουνε, το-ν-εκαταστένουνε κι απόης ξεκινούμενε και σάλευενε ένα χιλιόμετρο μετά. Αυτός ήθελενε, οπωσδήποτε, καθυστέρηση να κάνει. Επερίμενε, φαίνεται, ο παντέρμος πως ‘θελα μας-ε-κυκλώσουνε ποθές, να μην τον-ε-σκοτώσουνε μόνο να μας τον-ε-πάρουνε. Ο Κράιπε ήτονε ήρεμος σ’ ούλη τη διαδρομή. Μόνο όντε-ν-εψήνανε επαέ στο δικό μας μιτάτο στσι Πλάτες, που ήτονε ο μπάρμπας μου ο Ευθύμης ο Χαροκόπος, η Βηθλεέμ η γυναίκα-ν-του, η Λευτερία η ξαδέρφη μου και η Ζαχαρένια με τη-ν-Αμαλία, που ήτονε 15 χρονώ’ ετρέχανε «φέρε το ‘να, κάμε τ’ άλλο» ακάθουντονε σε μια-μ-πέτρα, κι είχενε τη χέρα-ν-του ακουμπισμένη στο μάγουλό-ν-του…

»Εγώ μπήκα στη σκέψη-ν-του και λέω πως θα σκέφτουντανε και θα ‘λεγενε: «Κοίτα και με τσ’ απειλές και με τσι σκοτωμούς, περιμένομενε να τρομοκρατήσομενε τσι Κρητικούς, να μη μας εκάνουνε πόλεμο. Κοίταξε τσι γυναίκες τωνε!». Αυτό βάνω στοίχημα πως εσκέφτουντονε, τη-ν-ώρα από ‘χενε στο μάγουλο τη χέρα-ν-του και τσι ξάνοιγενε… Εγώ, επειδής έσερνα το μουλάρι που καβαλίκευενε, ήμαστονε συνέχεια κοντά. Μπροστά ‘γω κι αυτός αποπίσω, πάνω στο μουλάρι. Δεν είπαμε κουβέντα αναμεταξύ μας. Πιστεύω πως εκάτεχενε λέξεις, αλλά έκανενε πως δεν εκάτεχενε…».

Απλές λαϊκές κουβέντες από έναν λαϊκό ήρωα που έζησε από πρώτο χέρι και ήταν μέρος της νεότερης ιστορίας μας, «φεύγοντας» σιωπηλά χωρίς τυμπανοκρουσίες. Μακάρι να διδασκόμαστε πάντα οι νεότερες γενιές από άτομα σαν κι αυτόν και όσα έκαναν σε δύσκολες στιγμές. Όσο κι αν έχουν αλλάξει τα πάντα, σε σχέση με τότε στον πόλεμο, πρέπει να θυμόμαστε. Κι αν δεν μπορούμε σήμερα να απαγάγουμε Γερμανό στρατηγό στον οικονομικό πόλεμο που έχει κηρυχτεί στην Ευρώπη, πρέπει οπωσδήποτε να βρούμε κάποιον άλλον τρόπο, για να μπορέσουμε να υπάρχουμε σαν λαός και σαν κράτος. Αν οι πατεράδες και οι παππούδες μας μπόρεσαν το ακατόρθωτο τότε, στη μάχη της Κρήτης, τότε μπορούμε κι εμείς σήμερα να βρούμε τρόπους και κυρίως με δουλειά και γνώση να ξεφύγουμε από την οικονομική μέγγενη, που όλο και σφίγγει περισσότερο τη χώρα μας, με απώτερο σκοπό ότι δεν κατάφερε πριν 74 χρόνια να το καταφέρει τώρα. Να την αφανίσει! Θα το επιτρέψουμε;

Βαγγέλης Παπαδάκις
καθηγητής Φυσικής Αγωγής

Αφήστε μια απάντηση