• (…σε φάρσες ξαπολούσε και σ’ αστεία τα τεντωμένα του μυαλού του τόξα… Γ. Καλομενόπουλος)
|
17/10/2015 της Εύας Λαδιά
Από τους μεγάλους καλλιτέχνες του Ρεθύμνου, που δικαίωσαν την παράδοση της πόλης στις Τέχνες και τα Γράμματα ήταν και ο ζωγράφος -αγιογράφος Γιώργης Γαληνός. Είχε όμως ανυπόταχτη ψυχή. Μισούσε την τυραννία και το πλήρωσε ακριβά. Αλλά δεν τον εμπόδισαν οι ταλαιπωρίες να διατηρήσει αυτό τον αγέρωχο χαρακτήρα που ενίσχυε το μεγαλείο της προσωπικότητάς του.
Ο Γιώργης Καλομενόπουλος τραγούδησε το Ρέθυμνο με τον αθάνατο στίχο του και ο Γιώργης Γαληνός του χάρισε χρώμα με τον χρωστήρα του.
Είναι αμέτρητα τα έργα που μας άφησε σε τοίχους και ταβάνια, όσα βέβαια έχει σεβαστεί ο χρόνος και η ευαισθησία των ανθρώπων. Δεν μπορείς να μην τα ξεχωρίσεις. Έχουν εκείνα τα απαλά χρώματα που έκαναν ξεχωριστά και τα έργα του Παρθένη. Με τα έργα αυτά, κυρίως τις τοιχογραφίες, ο Γαληνός μεγαλουργούσε στα αρχοντικά που τον εμπιστεύονταν. Αμέτρητες οι αναφορές που εντόπισα για τον καλλιτέχνη. Κι όλες με τις πιο έγκριτες υπογραφές.
Για τον σπουδαίο αυτό ζωγράφο- αγιογράφο, αναφέρει ο Κωστής Ηλ. Παπαδάκης στο βιβλίο «Ρέθυμνο 1900-1950».
«Μόνιμα συγκινούσε τα παιδικά μας ματάκια και η φωτεινή απεικόνιση του αγγέλου, του ζωγράφου Γεωργίου Γαληνού, στο βόρειο κλίτος της Αγίας Βαρβάρας.
Έργα του Γαληνού σώζονται σήμερα ελάχιστα κατεστραμμένα τα περισσότερα από την πολυκαιρία και την αδιαφορία των συμπολιτών του. Κυριότερα από τα σωζόμενα πρέπει να είναι οι τοιχογραφίες που έφτιαξε μετά το έτος 1897, που ήρθε στο Ρέθυμνο και άρχισε να ζωγραφίζει τοίχους και εικόνες στο σπίτι του Αλή Βαφή, στα Σωμαράδικα, σε ένα άλλο σπίτι στον Άγνωστο Στρατιώτη, στη βορεινή γωνία, απέναντι ακριβώς από το μνημείο, αλλά και η απεικόνιση της Αγιά Σοφιάς στο σπίτι της Μαρίας Δρανδάκη -Κουτσουράκη στη Μεγάλη Πόρτα».
Το αφιέρωμα Γιάννη Σπανδάγου
Μεγάλος θαυμαστής του Γαληνού ο αξέχαστος Γιάννης Σπανδάγος, έκανε κάτι αξιομνημόνευτο. Συγκέντρωσε υλικό και το έφερε μια μέρα για να δημοσιευθεί. Μια εργασία που άφησε εποχή και για μήνες μετά την αναζητούσε ο κόσμος αλλά είχε πια εξαντληθεί.
Είχε χαρεί αφάνταστα ο Γιάννης για την επιτυχία αυτή. «Δεν ξέρεις μου έλεγε πόσο σημαντικός καλλιτέχνης ήταν ο Γαληνός. Και τώρα κανένας δεν τον θυμάται… Τουλάχιστον μέσα από το έντυπο αναστήσαμε τη μνήμη του. Κάτι είναι κι αυτό…»
Το θαυμάσιο κείμενο είχε διανθιστεί και με αντιπροσωπευτικά έργα του ζωγράφου -αγιογράφου που δεν ήξερες ποιο από όλα να ξεχωρίσεις.
Από την εργασία αυτή του αξέχαστου Γιάννη σκιαγραφούμε σήμερα το πορτραίτο του Γαληνού. Γιατί μας ξένισε μια πρόσφατη διαπίστωση της πλήρους άγνοιας που έχουν οι νεότεροι για τον άνθρωπο αυτό που τίμησε με τους αγώνες και κυρίως με το χρωστήρα του τον τόπο του.
Βέβαια θα μπορούσε να υπάρχει κάτι, κάπου στην πόλη, που να αναδεικνύει αυτή τη σημαντική μορφή. Αλλά πολλά γυρεύουμε γι’ αυτό ας πάμε παρακάτω:
Από την Πηγή
Ο Γιώργης Γαληνός γεννήθηκε στο χωριό Πηγή το 1860. Τα περισσότερα στοιχεία που γνωρίζουμε γι’ αυτόν προέρχονται από ένα αφήγημα του Γιάννη Δαλέντζα στα «Χρονικά του Ρεθέμνου, 1958».
Αυτός ο μεγάλος καλλιτέχνης που χορταριάζει ξεχασμένος ο τάφος του στο Ατσιπόπουλο, είχε ασχοληθεί με σημαντικούς ανθρώπους του τόπου. Από τις σημειώσεις αυτές δεν χάθηκαν εντελώς στη λησμονιά τόσες και τόσες αξιομνημόνευτες μορφές. Αυτές οι μονογραφίες ήταν πραγματικά λογοτεχνικά αριστουργήματα. Και ήταν σαν να έβλεπες μπροστά σου τους πρωταγωνιστές, έτσι όπως τους περιέγραφε η απαράμιλλη πένα του.
Έγραψε για τον Γιώργη Γαληνό:
«Ο δάσκαλός του ήταν φλογερός πατριώτης και δυνατός άνθρωπος. Αψηφούσε την Τουρκιά και τη δουλόφρονη Σχολική Επιτροπή… Με τέτοιο δάσκαλο μάθανε καλά τα γράμματα του πατριωτισμού και της αντίστασης… Μια μέρα γιόρταζε ο Σουλτάνος και καλέσανε τα σκολιαρούδια να πάνε στο κονάκι του Πασά να πούνε το πολυχρόνιο. Ο Γιωργάκης πρωτοστάτησε και κατάφερε τα παιδιά να μην πάνε στον εξευτελισμό εκείνο. Έγινε μεγάλο σούσουρο και ντόρος… Οι Δημογέροντες μουτήδες, ξεσήκωσαν την πρόθυμη σχολική επιτροπή εναντίον του πρωτοστάτη μαθητή… Είκοσι ραβδισμούς του δώσανε, με τα χέρια του δούλου των επιστάτη, και τον περάσανε και στη φάλαγγα -το μαρτύριο το μεγάλο… Το ίδιο βράδυ παραφύλαξε ο Γιωργάκης τον επιστάτη και του ‘σπασε το κεφάλι με μια σβουριχτή πετριά. Δεν μπόρεσε να ξαναπάει στο σκολειό. Το ‘σκασε και χώθηκε στο σπίτι του δασκάλου του. Από εκεί τον μπαρκάρανε σ’ ένα υδραίικο καΐκι, που βρισκόταν στο λιμάνι, και βρέθηκε ολομόναχος 12 χρονών παιδί στην Αθήνα… Με φροντίδα του καπετάνιου βρήκε δουλειά στο υφαντουργείο του Ρετσίνα, στον Πειραιά. Έβγαζε έτσι ένα ξεροκόμματο. Κάθε Κυριακή κατέβαινε στο Νέο Φάληρο. Εκεί στ’ ακροθαλάσσι αγνάντευε το Ρέθεμνος κι ο νους του γύριζε στο χωριό του, ο καημός του μεγάλωνε!
Μέσα του έκαιγε η φλόγα του καλλιτεχνικού ένστιχτου. Με μολύβια στην αρχή και μπογιάδες ύστερα, άρχισε να ζωγραφίζει θαλασσινά τοπία. Λιμανάκια, καΐκια, γλάρους, ψαράδες. Κυρίαρχο τοπίο στα σχεδιάσματά του ήτανε το λιμανάκι του Ρεθέμνου.
Κάποια μέρα -σαν καλή θεότης των παραμυθιών που σκύβει προστατευτικά πάνω στων λυπημένων παιδιών το κεφάλι και χαϊδεύει με φιλιά και καλοσύνη τα μαλλάκια τους- στάθηκε ένας ώριμος άντρας κοντά στο Γιωργάκη, καθώς μπογιάντιζε τις ζωγραφιές του. Ανακάθισε πλάι του και σιωπηλός τον κοίταζε και παρακολουθούσε τα σχέδιά του. Του αρέσανε. Τον ρώτησε από πού είναι και τι δουλειά κάνει. Σαν έμαθε τα καθέκαστα έδειξε μεγαλύτερο ενδιαφέρον κι έτσι βρέθηκε κάτω απ’ την προστατευτική σκιά του μεγάλου Έλληνα ζωγράφου Νικηφόρου Λύτρα.
Τον πήρε μαζί του και τον έβαλε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Τον έκαμε μαθητή του. Αυτό το ‘μαθε ένας Ρεθεμνιώτης έμπορας, και τον κάλεσε να ‘ρθει στο Ρέθεμνος. Αδίσταχτος πήρε το δρόμο του γυρισμού. Πολλά σπίτια του Ρεθέμνου στολιστήκανε με τις ωραίες συνθέσεις του.
Είχε φτιάξει ο Γαληνός ένα ωραίο ατελιέ και δίδασκε την καλή τέχνη στις κοπέλες. Ευγενικός, καλόκαρδος, καλαμπουρτζής και σπιρτάτος, ήταν περιζήτητος στις συντροφιές…».
Δεν έκανε κανονικές σπουδές
Για το αφήγημα αυτό ο Γιάννης Σπανδάγος επισημαίνει ότι, δημοσιεύθηκε το 1958, αλλά πρέπει να γράφτηκε είκοσι και πλέον χρόνια πριν, όταν ζούσε ο Γαληνός, ο οποίος του εξιστόρησε τη ζωή του. Και προσθέτει:
«Πού σταματά η αλήθεια και αρχίζει είτε το λάθος είτε η παραποίηση για λογοτεχνικούς λόγους κανείς δεν ξέρει. Πέρα από αυτά όμως δεν γνωρίζουμε τίποτε άλλο. Κανονικές σπουδές πάντως, στη Σχολή Καλών Τεχνών δεν είχε κάνει, γιατί δεν βρέθηκε το όνομά του στα μαθητολόγια που ερεύνησε ειδικά γι’ αυτό το λόγο η φίλη ιστορικός της τέχνης κα Ντενίζ Αλεβίζου. Θα πρέπει να ισχύει, ότι παρακολούθησε τα Κυριακάτικα τμήματα, όπως γράφει ο γιος του Νίκος. Δεν μας λέει όμως τίποτα για την ενασχόλησή του με τη ζωγραφική, από το 1877, που υποτίθεται ότι μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών μέχρι το 1895, δέκα οκτώ ολάκερα χρόνια, που επέστρεψε στο Ρέθυμνο. Πιθανολογώ ότι θα εργάστηκε, είτε μόνος του, είτε ως μέλος ενός εργαστηρίου, σε τοιχογραφίες, κατακτώντας τα μυστικά της δύσκολης αυτής τεχνικής. Έτσι, όταν ήλθε στο Ρέθυμνο, κατείχε την τεχνική και είχε έτοιμα τα χαρτόνια που χρησιμοποιούσε στα κοσμήματα. Θα είχε ακόμη συγκεντρώσει αρκετά σχέδια από πίνακες που τα έδειχνε στους πελάτες του για να διαλέξουν κάποιο, που το αντέγραφε ίδιο ή παραλλαγμένο».
«Μια καρδιά αρυτίδωτη…»
Ο Κώστας Μαμαλάκης στη μνημειώδη σειρά προσωπικοτήτων του Ρεθύμνου, που δημοσίευσε με τον τίτλο «Σαν Επίλογος», το 1966, αναφέρει για τον Γιώργη Γαληνό:
«Κουρασμένο πρόσωπο, αυλακωμένο από τη βιοπάλη και τον χρόνο, αλλά καρδιά αρυτίδωτη, ψυχή νεανική γιομάτη αισιοδοξία και καλλιτεχνική ευαισθησία. Ένας μπαξές ήταν, ο Γιωργάκης, ο αγαπητερός, ο τίμιος και δημοφιλής, με την απέραντη αγαθότητα. Λίγο παχύς, με φαρδιά όπως πάντα τη φορεσιά του, δυσκίνητος -ευκίνητος όμως στο μυαλό- έσυρε τα βήματά του, σαν να μην είχε ξεσυνηθίσει τις αλυσίδες που του είχαν περάσει οι Τούρκοι όταν τον είχαν στο «χάψι».
Ο Α. Νενεδάκης στο βιβλίο του «Οι Βουκέφαλοι» παραφράζει το όνομά του σε Βαληνό και περιγράφει διάφορα φανταστικά κατορθώματά του. Για ένα από αυτά αφορμή ήταν η ταμπέλα «σκυτοραφείο». Αυτή ήταν σε ένα εργαστήριο στη γωνία Μπουνιαλή και Μελχισεδέκ που έφτιαχνε κετσέ, το ύφασμα δηλαδή που έμπαινε κάτω από τα σαμάρια που γίνεται από συμπιεσμένες τρίχες. Ο Νενεδάκης εμπνεύστηκε από αυτή την ταμπέλα ένα περιστατικό (Βουκέφαλοι σελ. 73) με τα χρωματιστά και δυο μουλάρια στην άκρη. «Πεταλουργός», έγραφε κι από κάτω το όνομα του Λάμπη…
…κάθισε μία βδομάδα, έφτιαξε τις ταμπέλες και τις έφερε στα Πεταλάδικα. Κανείς όμως δεν ήξερε ποια ήταν η δική του γιατί είχε γράψει κάτι παράξενα ελληνικά, αληθινά ελληνικά, όπως έλεγε,και κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει τι έλεγαν. «Σκυτεύς», έλεγε η μια, «Σκυτοτόμος», «Σκυτορράφος», «Σχοινιοσυνδέτης», «Σχοινιοπλόκος», «Σχοινιοστρόφος», «Σαγματοποιός»,…
…μετά λεφτά που πήρε αγόρασε ένα γάιδαρο κι ο Λάμπης του τον πετάλωσε στη στιγμή… Με το καλό, Γαληνέ, του φώναζαν σ’ όλο το δρόμο κι εκείνος έσερνε τον πεταλωμένο γάιδαρο… Μόνο που δεν τον χειροκροτούσαν γιατί τους γαϊδάρους δεν τους πεταλώνουν.
Ο γιος του Νίκος, που πριν γίνει δημοσιογράφος είχε σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών, γράφει στα Ρεθεμνιώτικα Νέα της 1 -10-1991:
«Τότε στη Σχολή Καλών Τεχνών υπήρχαν Κυριακάτικα τεχνικά τμήματα για τα παιδιά που εργάζονταν. Εκεί πήρε τα πρώτα του βήματα στη ζωγραφική τέχνη. Ο Νικηφόρος Λύτρας ήταν ο δάσκαλος του και γι’ αυτόν μας διηγιόταν. Ο πατέρας μου δηλαδή ήταν ζωγράφος έντεχνος, δεν ήταν αυτοδίδακτος όπως ο Θεόφιλος…
Σιγά σιγά έπεσε σε πενία. Εγώ έζησα και τον θυμάμαι στα χρόνια της μεγάλης του φτώχιας. Έφθασε στο σημείο να ζει με την ελεημοσύνη των φίλων του. Πέθανε 76 ετών, στις 28-6-1934, πάμφτωχος. Τον Παντοκράτορα στον τρούλο της εκκλησίας της Αγίας Βαρβάρας τον ‘έχει κάμει ο πατέρας μου. Ο Πρεβελάκης στο «Χρονικό μιας Πολιτείας» γράφει ότι το ζωγράφισε ο Δεσπότης, για να δώσει έμφαση, που δεν ήξερε να πιάνει ούτε το πινέλο».
«Ζωγράφιζε ως κι αγίους με ντουφέκια…»
Τον μεγάλο αυτό καλλιτέχνη δεν θα μπορούσε να αγνοήσει και ο βάρδος του Ρεθύμνου Γιώργης Καλομενόπουλος. Και μας τον περιγράφει ιδανικά μέσα από τον μοναδικό στίχο του:
Ο Γαληνός της τέχνης παλιά δόξα
εις την μικρή μας σκλάβα πολιτεία
σε φάρσες ξαπολούσε και σ’ αστεία
τα τεντωμένα του μυαλού του τόξα.
Το φόβο αψηφώντας του σουλτάνου
ζωγράφιζε ως κι αγίους με τουφέκια
κι αγγέλους ν’ αμολούν αστροπελέκια
μαζί κι αυτοί ενάντια του τυράννου.
Ξορίστηκε γλιτώνοντας το βόλι
μετά τη λευτεριά όμως πάλι νάτος
καλόκεφος, σεμνός, καλοσυνάτος.
Με την ψυχή αμπέλι και περβόλι
στολίδι του ακριβό την είχε κλείσει.
Την ανθρωπιά βαθιά μες στην καρδιά του
κι ως ήταν από τ’ άξια παιδιά του
το Ρέθεμνος τον είχε αγαπήσει.
Κι όπως το πνεύμα του έλαμπε κεφάτο
και σα δροσοπηγής φλέβα κυλούσε
μεσοτιμής τα «ψάρια» του πουλούσε
ο Γαληνός με κέφι ραφινάτο.
Όταν τα 1994 ο Γιάννης Σπανδάγος (μαρτυρία του ιδίου) δημοσίευσε ένα άρθρο για το Γαληνό στο περιοδικό «Διάσταση» του Τεχνικού Επιμελητηρίου, με πολλές φωτογραφίες έργων του ο γιος του καλλιτέχνη Νίκος του τηλεφώνησε και ο Γιάννης τον επισκέφθηκε στο σπίτι του στη Φιλοθέη. Του έδειξε ένα κομμάτι καμβά που διασώθηκε από την αυλαία του «Ιδαίον Αντρον». Παρίστανε τις επτά μούσες με τον Απόλλωνα, αν και το μέγεθος τους ήταν πολύ μικρό και δεν θα διακρίνονταν από απόσταση. Ίσως να ήταν προσχέδιο αυτού που έκανε στην αυλαία. Δυστυχώς εκείνη την ημέρα ο Νίκος δεν αισθανόταν καλά και δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι, γι’ αυτό απλώς κουβέντιασε με τον επισκέπτη του χωρίς να του προσφέρει καμία επιπλέον πληροφορία. Του έδειξε μόνο μια φωτογραφία του ζωγράφου στα τελευταία του, ντυμένου με κουρέλια, σαν επαίτης, τόση ήταν η ένδεια του και του τη χάρισε με την υπόσχεση ότι θα μαζέψει φωτογραφίες και άλλα στοιχεία που θα του χάριζε όταν θα ξανασυναντιόμασταν. Αυτή η συνάντηση δεν έγινε όμως ποτέ, γιατί μετά από λίγο καιρό πέθανε.
Έχουμε γράψει και στο παρελθόν ότι ο αξέχαστος Γιάννης Σπανδάγος είχε αναπτύξει πολλές και ωραίες πρωτοβουλίες όταν ζούσε Από τις σημαντικότερες όμως, κατά την ταπεινή μας γνώμη, ήταν η επιμέλεια εκείνου του ένθετου των «Ρ.Ν.» για τον Γαληνό.
Διαφορετικά πως θα ξέραμε ότι στον τόπο μας μεγαλούργησε ένας τόσο σπουδαίος καλλιτέχνης, ο ζωγράφος και αγιογράφος Γιώργης Γαληνός, που κανένας δεν θυμάται πια;