ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ
29 Νοεμβρίου 1959
Ένας Ιππότης του Ρεθύμνου πια δε ζει
θλιμμένα τραγουδήστε του κιθάρες
(πόσες φορές κι αυτός με σας μαζί
της νειότης δεν τραγούδησε λαχτάρες;)
Και Ρεθεμνιώτικα ψηλά καμπαναριά
το μήνυμα απλώστε απ’ άκρη σ’ άκρη
κι’ η βροντερή φωνή σας, η βαριά
ας γίνει γοερός θρήνος και δάκρυ.
Το ξέραμε καλά. Της Μοίρας γραφτό
που σου’ γραψε ότι λάτρεψες να χάσεις
μες στη ψυχή σου σίδερο καυτό
γιαυτό και δεν μπόρεσες να ξεχάσης.
Γελούσες αν κι ο πόνος σου ο φριχτός
φρούμαζε μέσα σου, σαν άγριο άτι,
γιατι ήθελες να μένη μυστικός
Ιππότη και σεμνέ μου αριστοκράτη!
Δεν το’λεγες μα η μαύρη απαντοχή
γραμμένη στων ματιών σου το βιβλίο
το φώναζε η άγια σου ψυχή
πως καρτερούσε το μοιραίο πλοίο.
Αχ δεν χτυπάει πια η πάναγνη η καρδιά που περιβόλι πάντα της ανθούσε
και καλωσύνης – μ’ άγια απλοχεριά-
ανθούς και μύρα τρίγυρασκορπουσε.
Μας έφυγες σεμνά με τρόπο τόσο αβρό
αν κι ‘ είχες τόσα ακόμη να ξοδέψεις
απ’ της ψυχής τον πλούσιο θησαυρό.
Αχ τι ήταν να βιαστής να ταξιδέψεις.
Βαλαντωμένος από θύμησες παλιές
στο μνήμα σου τα βήματά μου σέρνω
Ροδόφυλλα και κρίνους αγκαλιές
άμοιρε φίλε κι αδερφέ σου φέρνω.
Και μες στη νεκρική τη σιγαλιά
νοιώθοντας την ψυχή μου να ματώνει
τον πόνο μου φυτεύω, αμυγδαλιά
του τάφου σου το χώμα να ισκιώνει.
Ένας Ιππότης του Ρεθύμνου πια δεν ζει θλιμμένα τραγουδήστε του κιθάρες
(Πόσες φορές κι αυτός με σας μαζί
της νιότης δεν τραγούδησε λαχτάρες).
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΛΟΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1959