Γράφει η ΣΤΕΛΛΑ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥΔΑΚΗ- ΔΕΡΕΔΑΚΗ
Το Ρεθυμνιώτικο κοινό είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει σε τρεις παραστάσεις το θεατρικό έργο του Γιώργη Καλογεράκη «Τέσσερις Μάρτυρες», που παρουσιάστηκε στην υπόγεια αίθουσα του Ιερού Ναού των Τεσσάρων Μαρτύρων της πόλης μας, από τη θεατρική ομάδα της Μητροπόλεως « Η Σύναξη των Νέων». Ήταν το καλλιτεχνικό γεγονός που συμπλήρωσε τις εορταστικές εκδηλώσεις της Εθνικής μας Επετείου, αφού και οι Τέσσερις Μάρτυρες συμμετείχαν στη μεγάλη Επανάσταση του 1821, κατά τη διάρκεια της οποίας βρήκαν μαρτυρικό θάνατο για την Πίστη και την Πατρίδα.
Ήταν μια αξιόλογη παράσταση, όπως ήταν άλλωστε και οι προηγούμενες, τις οποίες μας προσέφερε τα τελευταία χρόνια ο Γιώργης Καλογεράκης, με τα έργα του Χριστός Πάσχων, 2003, Ερωτόκριτος, 2005 και Αϊ Γιώργης,2007. Αυτή τη φορά το θέμα του ήταν βασισμένο στην τοπική παράδοση για τη ζωή και το μαρτύριο των Αγίων Τεσσάρων Νεομαρτύρων, που κατάγονταν από τις Μέλαμπες του Αγίου Βασιλείου
και μαρτύρησαν στην πόλη του Ρεθύμνου, στις 28 Οκτωβρίου 1824, στο σημείο που βρίσκεται σήμερα ο περικαλλής ναός τους. Το θέμα αγγίζει συναισθηματικά κι εμένα, όπως άλλωστε και το συγγραφέα, σύμφωνα με δική του ομολογία, αλλά και όλους τους θρησκευόμενους Περβολιανούς, αφού στον περίβολο της εκκλησίας του Αϊ-Γιώργη μας, μεταφέρθηκαν και θάφτηκαν τα σεπτά σκηνώματα των Τεσσάρων Αγίων, μετά το φρικτό μαρτυρικό τους θάνατο.
Το έργο χαρακτηρίζεται «θρησκευτικό δράμα». Ανήκει στο θεατρικό είδος, που προέρχεται από τα «Μυστήρια», που γνώρισαν μεγάλη άνθιση στη μεσαιωνική Ευρώπη και είχαν υπόθεση παρμένη από την Παλαιά ή την Καινή Διαθήκη ή αναφερόταν σε βίους Αγίων. Γράφονταν κυρίως από κληρικούς και αποτελούσαν επέκταση και σχηματική θεατροποίηση της θείας λειτουργίας μέσα στο ναό. Με τον καιρό δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στη θεατρική μορφή και η παράσταση μεταφέρθηκε στον αυλόγυρο της εκκλησίας ή σε άλλους, εκτός εκκλησίας χώρους, και το καθαρά «λειτουργικό δράμα» εξελίχθηκε πλέον σε «θρησκευτικό δράμα». Το είδος ήταν γνωστό και στο Βυζάντιο (Ο Χριστός πάσχων, Οι επτά παίδες εν καμίνω). Στα μεταβυζαντινά χρόνια το είδος εξαφανίσθηκε, λόγω των αντίξοων πολιτικών συνθηκών, και μόνο στην Κρήτη, μέσα στο πλαίσιο της γενικότερης πνευματικής άνθισης, εμφανίζεται ένα και μοναδικό έργο, Η θυσία του Αβραάμ, (γύρω στα 1630;). Και αυτό, όμως, είναι απόρροια της δυτικής επίδρασης κατά την ενετική κυριαρχία.
Ο Γιώργης Καλογεράκης, βαθιά επηρεασμένος από τα έργα της Κρητικής Αναγέννησης και κυρίως τον «Ερωτόκριτο» του Βιτσέντσου Κορνάρου, με τον οποίο είχε ασχοληθεί και παλαιότερα, έδωσε και στο έργο του αυτό ποιητική μορφή και το απέδωσε στο γλωσσικό ιδίωμα της ανατολικής Κρήτης. Έχω μάλιστα την αίσθηση ότι, σε σύγκριση με τα προηγούμενα, η γλώσσα στο τελευταίο του έργο είναι περισσότερο δουλεμένη και το λεξιλόγιο πλουσιότερο.
Το έργο αποτελείται από 824 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους, ομοιοκατάληκτους ανά ζεύγη και είναι διαρθρωμένο σε 14 εικόνες: Το παράπονο τση Κρήτης, Οι Κρυπτοχρισιανοί τω Μελάμπω, Του ξεσηκωμού ο καιρός, Ο Ιμπραήμ Πασάς του Μισιριού, Του χαρατσιού το πλέρωμα, Αποχαιρετούσι τσι Μέλαμπες, Ομολογία Πίστης ομπρός του πασά, Τση δοκιμασίας τα κριτήρια, Η αντάμωση τση φλακής, Μαντάτο θανάτου απ’ τον τελάλη, Ο δρόμος τω Μαρτύρω, Φωθιά απ΄τον ουρανό, Των Περβολιώ οι κάτοικοι και Στ’ Αï-Γιωργιού την εκκλησά. Μέσα απ΄αυτές τις εικόνες ο συγγραφέας- ποιητής παρουσιάζει τη ζωή και το μαρτύριο των Αγίων με έντονα συγκινησιακό τρόπο που καθήλωσε τους θεατές.
Η παράσταση, γενικά, ήταν αρκετά επιμελημένη, η διανομή των ρόλων επιτυχής, τα κοστούμια αντιπροσωπευτικά, τα σκηνικά απλά και απέριττα και η μουσική επιλεγμένη με προσοχή. Εντυπωσιακή υπήρξε η απόδοση των 20 ερασιτεχνών ηθοποιών, τόσο στις απαιτήσεις των ρόλων, όσο και στην άνεση της έκφρασης, σε ένα δύσκολο γλωσσικό ιδίωμα, το οποίο απέχει πολύ από την καθημερινή τους ομιλία. Αξίζουν θερμά συγχαρητήρια σε όλους όσοι συνετέλεσαν στο εντυπωσιακό πράγματι αποτέλεσμα.
Ο χώρος της παράστασης, παρά το γεγονός ότι αδίκησε το έργο λόγω της στενότητας, εν τούτοις με το θρησκευτικό του συμβολισμό υπέβαλε συναισθηματικά τους πολυπληθείς θεατές , οι οποίοι παρακολούθησαν την παράσταση μέχρι τέλους με θρησκευτική ευλάβεια.
Όπως συνέβη και με το θεατρικό «Αï-Γιώργης», έτσι και στους «Τέσσερις Μάρτυρες», ο Γιώργης Καλογεράκης συμπλήρωσε την παράσταση με ένα ομότιτλο καλαίσθητο βιβλίο, από τις Εκδόσεις Καλαïτζάκη, το οποίο ουσιαστικά είναι μια έρευνα σχετική με τη ζωή, τη δράση και το μαρτύριο των Τεσσάρων Μαρτύρων. Σ’ αυτό ο συγγραφέας παρουσιάζει το ιστορικό πλαίσιο του έργου, μας δίνει πολλές πληροφορίες σχετικές με τα βασανιστήρια στα οποία υπέβαλλαν οι Τούρκοι τους χριστιανούς, παραθέτει ανθολόγιο Νεομαρτύρων κατά μήνες και αναφέρει τις μακρόχρονες προσπάθειες της Μητροπόλεώς μας, μέχρι την επίσημη Ανακήρυξη των Τεσσάρων Μαρτύρων ως Αγίων της Εκκλησίας μας από το Πατριαρχείο, που επιτεύχθηκε μόλις το 1977, δηλαδή 153 χρόνια μετά το μαρτύριό τους. Τα επόμενα κεφάλαια αναφέρονται στην απήχηση που είχαν οι Τέσσερις Μάρτυρες στην Υμνολογία και Αγιογραφία, καθώς και στη λαϊκή μας παράδοση. Αναφέρεται, επίσης, και η «οδύσσεια» της ανέγερσης του Ιερού Ναού τους στη πόλη μας. Στη συνέχεια ο συγγραφέας παραθέτει το κείμενο του θεατρικού έργου, ερμηνευτικά σχόλια πάνω σ’ αυτό, διανομή των ρόλων, γλωσσάριο, και τελειώνει με την παράθεση εικόνων των Τεσσάρων Μαρτύρων και σχετικών φωτογραφιών. Το βιβλίο γενικά παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον καθώς προσφέρει στον αναγνώστη αρκετές πληροφορίες.
Ο Γιώργης Καλογεράκης απέδειξε για άλλη μια φορά το ταλέντο του, το ενδιαφέρον και την αγάπη του για τη λαïκή μας παράδοση, αλλά και το μεράκι, το πείσμα και την επιμονή του, για το τέλειο και το αληθινό.
Του εύχομαι από καρδιάς υγεία και «καλή έμπνευση» για το επόμενο βήμα του.
Περιβόλια, 25 Μαρτίου 2008