ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΕΝΤΖΑΣ

ΜΗΝΥΜΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟ ΕΦΕΡΕ ΣΤΟΝ ΑΔΗ

Ο πεζογράφος της Κρήτης που έφυγε

 

ΓΡΑΦΕΙ  Ο ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΜΑΛΑΚΗΣ

 

«Θέ μου / κι ίντα ‘πογίνουνται

Του κόσμου οι γι’ αντρειωμένοι;

ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΑΚΗΣ

 

Ο Γιάννης Δαλέντζας, ο πεζογράφος της Κρήτης, έφυγε. Ο συγγραφέας που με την αστείρευτη, λυρική φλέβα του, τη γνήσια, από την κορυφή του Ψηλορείτη με τις «αστραπές του Μπράσκου» του, χουφτώνει τα άστρα  και με το προσωπικό, εκρηκτικό νευρώδες, ρωμαλέο ύφος του, κουβεντιάζει με τον Δία, πορεύτηκε την οδό των Μακάρων πρόωρα. Και ήταν κρίμα! Γιατί  πολλά ακόμη είχε να μας πη, να μασε τραγουδήσει! Αναντίλεκτα, όμως, τα άπειρα κατάσπαρτα σε εφημερίδες της Κρήτης λογοτεχνικά δημοσιεύματά του και το αξιόλογο από 4 τόμους λογοτεχνικό του έργο, σημάδεψαν τα  κρητικά γράμματα, δημιουργώντας μια  εύρωστη κρητική  αντιστασιακή λογοτεχνία.

 

 

***

 

Ο Δαλέντζας αγάπησε πολύ τον άνθρωπο και έγινε ευπαθής δέκτης  της ανθρώπινης δυστυχίας. Αλύγιστος, ασυμβίβαστος στο πιστεύω του, οιστρηλατείται από μένος αγωνιστικό για την εξανθρωπισμό της «χαμοζωής» των ταπεινών και βασανισμένων ανθρώπων. Και με το θερμοκαυτήρα του σαρκασμού του καυτηριάζει ανελέητα κοινωνικές υποκρισίες, καταστάσεις άδικες. Το χρέος του σαν πνευματικού ανθρώπου με αίσθημα ευθύνης στα μηνύματα των καιρών, το αισθάνεται να τον βαραίνει αβάσταχτα. Προβληματίζεται στα θέματα τα καυτά της ταραγμένης εποχής μας και αναμορφωτής ψυχών σφεντονίζει ηθικά μηνύματα με προεκτάσεις πανανθρώπινες.

 

***

 

Το έπος της μάχης και της αντίστασης της αδάμαστης κρητικής ψυχής που την κατακαίει το ασίγαστο πάθος για την ελευθερία στα  βιβλία του έχει δοθή με παλμική ζωντάνια και δραματική πυκνότητα. Γιατί η δύναμι της πέννας του κατορθώνει και μετουσιώνει τους κραδασμούς της ευαισθησίας του σε έντονη δραματική ουσία. Και το έχει ζήσει έπος αυτό που εθάμπωσε την οικουμένη, με προσωπική γενναιότητα έντονα και βασανιστικά  -έχασε το μάτι του σε  γερμανικό στρατόπεδο- ώστε η οδυνηρή αυτή εμπειρία του να του έχει γίνει  βίωμα.

Εξαίσιο ζεύμα ρεαλισμού και λυρισμού ο γραπτός λόγος του Δαλέντζα. Τα βιβλία του, μια παλλόμενη  Κρήτη! Ένα ηρωικό τραγούδι ριζίτικο της λεβεντιάς, της ανθρωπιάς και της πρεπειάς, που δεν παύει να εξυμνή το φυσικό  και το ψυχικό  κλίμα της, την  Ιστορία, τους αγώνες, τη θυμοσοφία, τα  ντέρτια της και τους καημούς της. Ανατόμος της ψυχής  της παρουσιάζει ανάγλυφα φωτισμένο από όλες τις οπτικές γωνίες του, με τον προβολέα του ταλέντου του το ψυχογραφικό πορτραίτο του «Κρητικού». Αυτού του θρέμματος μιας γης με πανάρχαιες φύτρες, που στις «μεγάλες ώρες της Ιστορίας» έχει πάντα τις ανατάσεις του και θέλει «τ’ αψήλου ν’ ανεβεί», έχοντας ένα κλαδί βασιλικό στ’ αυτί και το «πότε  θα φλεβαρίσει» στ’ αχείλι!

Αδρός, χυμώδης, πρωτογενής στην ειλικρίνεια και την αυθορμησία ο λόγος του θεμελιώνει τα εξαίσια δημιουργήματά του, θα ‘λεγα αν μπορούσα, με «ριζιμιά χαράκια» λαξευμένα από τη δυνατή αρσενική πέννα του.

Ορμητικός και βίαιος, ο αξέχαστος λογοτέχνης, στα πιστεύω του και τα ιδανικά του, τα υπερασπίζεται με τη βιαιότητα των ανέμων της ιδιαίτερης πατρίδας του, παρασύροντας κάθε χθαμαλό, άδικο και ακάθαρτο.  Δεν χωράει  ο λόγος του σε  παραδοσιακές φόρμες  ούτε σε προκαθορισμένα καλούπια.  Τον παρασύρει ο αστείρευτος λεκτικός του πλούτος, η αείροη λεκτική του βέρβα, η γλωσσοπλαστική του ικανότητα.  Έτσι έχει δημιουργήσει το πρωτότυπο και θαυμαστό προσωπικό του ύφος.

Ίσως παρασύροντάς τον η παθολογική αγάπη του και  θαυμασμός του για τον τύπο τον ιδανικό του «πλήρους», του σωστού, του ντρέτου ανθρώπου, επάνω στο αγωνιστικό μένος του σε εποχές αμοραλισμού και ξεπεσμού να στάθηκε καμιά φορά υπερβολικός στην ακαμψία του. Ίσως στην Ιδεαλιστική του έξαρσι και στους ανθρωπιστικούς αναπαλμούς του, να πίκρανε άθελά του συνανθρώπους του. Αλλά ουδέποτε υπήρξε δόλος στην καρδιά του που δεν κουράστηκε ν’ αγαπάη τον άνθρωπο!   Στα βιβλία του θα χαρήτε  την άρτια ψυχολογική διαγραφή των ηρώων του, που συχνά υψώνονται σε σύμβολα και θα ακούσετε τους γρήγορους χτύπους της αγωνίας για την ανθρώπινη ζούγκλα,  μιας ευαίσθητης καρδιάς, σαν του μικρού τρομαγμένου πουλιού, που πάει να  σπάση, φυλακισμένου στην απαλάμη μας.

Κανείς κρίνοντας αντικειμενικά, δεν μπορεί να υποστηρίξη ότι δεν στάθηκε κατακόρυφος, στον άσπιλο βίο του, ασυμβίβαστος, γενναίος.  Ένας αντρειωμένος του πνεύματος!

«Ο Γιάννης Δαλέντζας ήταν ένας αντρειωμένος!». Έτσι τον χαρακτήρισε επιγραμματικά στον μεστό, συναρπαστικό, συμπυκνωμένο, αποχαιρετισμό του, ο φωτισμένος Λευίτης Παπα-Γιώργης Πειρουνάκης. Και το προσυπέγραψαν με τους εμπνευσμένους λόγους τους, οι εκπαιδευτικοί Γιάννης Χλαμπουτάκης και Μανώλης Τσουπάκης.

Αγαπημένος των Θεών είσουνα, Γιάννη μου μεγαλόκαρδε. Και σου δώρησαν την «ευθανασία». Ένα αόρατο χέρι την ώρα του ύπνου αιφνίδια σου γύρισε το διακόπτη της ζωής και δεν άφησε  περιθώρια στην αρρώστεια να σε τυραννήση.  Γιατί «εστέτ» και υπερήφανος εσύ, θα σου ήταν  αδύνατο να ανεχθής κατ’ άλλον τρόπο το «τέλος».

 

***

 

Και ξυπνούν πικρές οι μνήμες: Όταν πριν ένα χρόνο  έδινες τον τελευταίο αποχαιριτισμό στην Εκκλησία, στον ακριβό μας φίλο, το φλογερό αγωνιστή κάθε υψηλού και ωραίου, το ψυχωμένο βλαστάρι του Ρεθέμνου, τον Φώτη μας τον Τσάκωνα, η βροντερή άτρομη στο πάθος της και  τους υπαινιγμούς της για την ασήκωτη σκλαβιά φωνή σου, έκαμε ν’ αντιβουίζη η εκκλησιά! Η μοίρα, όμως, με τραγική ειρωνεία περιγελούσε. Ενώ θαυμάζαμε το εύρος της φωνής σου και την αντοχή των πνευμόνων σου, είχε ήδη αρχίσει χωρίς να το υποψιάζεται κανείς, σε αυτούς η φοβερή διεργασία. Πάλευε ο ρωμαλέος ψυχισμός σου  πάντα  τις αντιξοότητες του βίου και την ευαισθησία και ευσυγκινησία σου. Και τα χτυπήματα της μοίρας. Τελευταία, όμως, ήρθανε απανωτά. Και το ύστερο απότομα και ανεπάντεχα. Και μου τόνιζες όπως το συνήθιζες συχνά στο ιδίωμα το αγαπημένο: «Για να δούμε, μπρέ, θα μπορέσω να τ’ αντέξω μαζωμένα ούλα τουτανά; Γιατί ούτε η λαϊκή μούσα τση Κρήτης δεν τ’ αντέχει μαζωμένα και διαμαρτύρεται θυμόσοφα:

«Καλώς να ορίσει η συμφορά μα νάρθει αμοναχή τση. – Μην έρθει με τη μάνα τση και με την αδερφή τση»!

 

***

 

Δεν σου ταιριάζουν, Γιάννη μου,  πένθιμα σημειώματα. Δεν θα μου συγχωρούσε, το διαισθάνομαι, η Κρητική λεβεδιά  σου, ο Ατσιπουλιανός ψυχισμός σου, ύφος λυπημένο,  σε τούτη τη γραφή μου. Και εκπληρώνω την επιθυμία σου από εδώ και κάτω, όσο μπορώ. Πνίγω με κόπο ένα λυγμό σε κάποια γωνιά της καρδιάς μου. Όπως πνίγουν τον πόνο τους με υπεράνθρωπες  προσπάθειες μπροστά σε  τρίτους, από άφθαστη λεπτότητα για να  μην τους θλίβουν, η άξια πολύτιμη αισθαντική σύντροφός σου και η αντάξια μοναχοθυγατέρα σου με την καλλιτεχνική ευαισθησία, την επιστημοσύνη και τη θεατρική  παιδεία· αποζητώντας πάντα με σπαραγμό τη ζεστή παρουσία σου!

 

***

 

Στης σκλαβιάς τις πρώτες μαύρες νύχτες, μια ομάδα ανθρώπων πνευματικών συνάχτηκαν σ’ ένα  σπίτι, άναυδοι ύστερα από απύθμενο θράσος των ελαχίστων να δέσουν χειροπόδαρα τους πολλούς, το σύνολο: το λαό  των Ελλήνων.

Και ατενίζοντες με δέος το επερχόμενο χάος, μοιρολογούσανε γύρω από το φέρετρό της την Ελλάδα.

Μαζί μ’ αυτούς και ο Γιάννης ο Δαλέντζας.

Μετά από καιρό μια άλλη μαύρη νύχτα λονδρέζικα ερτζιανά κύματα από το B.B.C. κρίνοντας μια εξαίρετη ποιητική συλλογή «Τα Επιτρεπόμενα» του Χρήστου Χατζηγιάννη, μας ιστορούσαν τα καθέκαστα:

«Ο Γερο-Αυγέρης, η Έλλη Αλεξίου, ο Παπα-Γιώργης, ο Γιάννης ο Δαλέντζας, η Κλεοπάτρα, ο Πρίφτης κι η Ειρήνη (…).

Και μας μορφίνιζαν με τον συγκλονιστικό στίχο του Κατσιγιάννη:

«Έντεκα  περασμένες η ώρα της νυχτός… – στη σάλα φιλόξενου αθηναϊκού σπιτιού – μια χούφτα φίλοι ποιητές απόψε ξαγρυπνούμε την Ελλάδα!».

 

***

 

Εκείνες τις ατελείωτες τις νύχτες τις ασέληνες, η μόνη μας παρηγοριά που μας έδινε ανάκαρα, ήταν η φωνή της αιώνιας Κρήτης, που γινόταν στα σύρματα, τα τηλεφωνικά μας, φίλε παιδικέ αξέχαστε, μαντινάδα – κραυγή:

«Τούτα τ’ αναβολέματα έχουν τα χύματά τους – κι οι βρύσες οι παλαιινές δε χάνουν τα νερά τους».

 

***

 

Εύψυχος ο Δαλέντζας δεν σκιαζόταν εύκολα αντιδρούσε πάντα εύστοχα και παλληκαρίσια.

Τις νύχτες τις σκοτεινές τις χειμωνιάτικες τα λέγαμε απ’ το τηλέφωνο και για ν’ αλαφρώσουμε το πλάκωμα της ψυχής αντιδρούσαμε τις ώρες εκείνες τις άθυμες, με νάκλια που αφηγούμαστε και άκακα αλληλοπειράγματα.

Πριν από αρκετά χρόνια ο Δαλέντζας είχε δημοσιεύσει στον τύπο του Ρεθέμνου ένα πραγματικό  περιστατικό. Αναφερόταν σε μια τυχαία συνάντησί του στη «Μεγάλη Ρεθεμνιώτικη πόρτα», ένα πρωινό με φίλο του διαλεχτό δικηγόρο  των Χανίων.

Μόλις τον είδε ο δικηγόρος από μακρυά, σε ύφος απελπισμένο, υψώνοντας τα χέρια, του βροντοφωνάζει:

«Μπύρα στ’ Ασκύφου, Γιάννη!!».

Τι είχε συμβή; Ο δικηγόρος, λάτρης των πατροπαράδοτων, είχε πάει στ’ Ασκύφου. Και με κατάπληξι αντίκρυσε ένα θέαμα άνω ποταμών γι’ αυτόν και έφριξε: Μαύρα περιποιημένα –σιγγουρισμένα- γένεια πλατυκούταλων Σφακιανών είχαν γεμίσει σαπουνάδες από το αφρισμένο κολλάρο της μπύρας. Ήταν από το πρώτο βαρέλι μπύρας που είχε πάει στο χωριό. Αποτροπιασμό του έφερε το βέβηλο στα μάτια του θέαμα, αλλά και ανησυχίες για αθέμιτο ανταγωνισμό των κρητικών κρασιών.

Μόλις λοιπόν διάκρινε από αλάργο το Δαλέντζα, που ήξερε τους αγώνες του από τα άρθρα του ενάντια στους κινδύνους που εγκυμονούσε η πρόοδος και η τεχνοκρατία, που πήγαιναν να σαρώσουν κάθε γραφικό και ωραίο και να μολύνουν τα πάντα –πόσο δικαιώθηκαν κι οι δυο τους!- του πέταξε το S.O.S. του «Μπύρα στ’ Ασκύφου, Γιάννη μου!», με τέτοια απόγνωσι σα να είχαν πατήσει οι Τούρκοι τα Σφακιά!

Ο Δαλέντζας τα παραπάνω τα διηγήθηκε πριν λίγα χρόνια στον δημιουργό των περίφημων «δίφορων» Κωστή Φραγκούλη που έπιασε και τα έκαμε χρονογράφημα, αναφέροντας και την πηγή της πληροφορίας ονομαστικά σε ηρακλειώτικη εφημερίδα. Όλα αυτά μου τ’ αφηγήθηκε ο Δαλέντζας ένα από τα βράδυα που έλεγα.

Άφησα να περάση κανένας μήνας και αλλάζοντας την φωνή μου τον παίρνω ένα πρωινό στο τηλέφωνο:

– Ο κύριος Ιωάννης Δαλέντζας, παρακαλώ;

– Μάλιστα, ο ίδιος.

– Εδώ υπηρεσία δημοσίων σχέσεων (τάδε) ζυθοβιομηχανίας. Ακούστε κύριε ο εν Ηρακλείω πράκτωρ μας μας διεβίβασε απόκομμα δημοσιεύματος τοπικής εφημερίδας διά του οποίου  τεχνηέντως κατά τρόπον δήθεν ευτράπελον δυσφημείται και γίνεται απόπειρα μποϋκοταρίσματος του προϊόντος μας. Ως δε επιπροσθέτως μας πληροφορεί ο εν Χανίοις πράκτωρ μας ήδη παρουσιάζει πτώσιν ο δείκτης καταναλώσεως στην επαρχία Σφακίων. Αναφέρεται δε σαφώς στο εν λόγω δημοσίευμα ότι πηγή άρα διαδοσίας του περιστατικού είσθε σεις, κ. Δαλέντζα.

– Θα έχετε όρεξη  για αστεία, πρωί – πρωί, κύριε.

–  Δεν αστειεύομαι καθόλου, κύριε  Δαλέντζα και προσέξατε καλά.

– Λυπούμαι, κύριε, διότι έπρεπε να έχετε τον κοινόν νουν να διαχωρίζετε τις προθέσεις και το πνεύμα ενός ευθυμογραφικού ηθογραφήματος και να μην αστοχείτε ευστόχως με αυτά τα μη ευσταθούντα που  υποστηρίζετε.

– Κύριε Δαλέντζα σας καθιστώ υπεύθυνον και επιφυλασσόμενος παντός δικαιώματος της εταιρίας, θα συνεννοηθώ με τον νόμιμόν μας σύμβουλον,  διά να προβώμεν εναντίον σας εις τα νόμιμα. Θα σας εναγάγη η εταιρία, κύριε.

Έξω φρενών έγινε  ο Δαλέντζας και  αφήνοντας την ειρωνεία με την καθαρεύουσα που του απαντούσε,  μου λέει έντονα στο  κρητικό ιδίωμα:

– Έχετέ με παρετημένο,  και να πάτε  όπου θέτε και να κάνετε ό,τι μπορείτε.

Δεν σας φοβούμαι μωρέ!

Κι ας είστε και εταιρία κολοσσός. Εμείς στα γραφτά μας που σας πειράξανε, πουλούμενε αφιλοκερδώς πνεύμα  -γιατί το θέλουμε λεύτερο- ενώ εσείς πουλείτε ιδιοτελώς οινόπνευμα.

Και μου κλείνει  νευριασμένος το τηλέφωνο.

Τον παίρνω σε λίγο για να τον καλμάρω:

– Τι νέα, Γιάννη μου;

– Άσε με ορνικό μου, Κωστή μου, και πριν από λίγο ένας κεραβέλης μ’ έκαμε κι έβρασε η πέψι μου.

Αλλά κι εγώ, σου τον έσιαξα για καλά.

Άρχισα να γελώ και να  μιμούμαι την φωνή την αλλαγμένη, που είχα χρησιμοποιήσει για  την αθώα φάρσα. Και τότε κατάλαβε. Και ξέσπασε στο πλατύ καλόκαρδο γνώριμο γέλιο του, που μας  εγκαρδίωνε και που τώρα  τόσο θα μας λείψη!

 

***

 

Στην συνοικία των Νεκρών, Νέας Σμύρνης, σε προπέμπαμε με σπαραγμό, για το ταξίδι της αιώνιας γαλήνης, συμμαθητή μου, αλησμόνητε!

Κι ο Μπράσκος σου αστραποβροντά κι ο Κιουλούμπασης βρυχάται!

Ξεμυγιστήκανε στα ‘νάδη και «μπαλοτοκοπούνε» οι γ’ εδικοί κι οι φίλοι. Οι λεβεδιές κι οι βιόλες του «κάτω κόσμου»!

«Συνεπαρσά» σου ετοιμάσανε, Γιάννη μας, μεγαλόκαρδε αυτοί που προπορεύτηκαν. Οι Ρεθεμνιώτες πολεμάρχοι του πνεύματος και της Δημοκρατίας! Μαζί μ’ αυτούς, μπροστάρηδες, ο Φώτης μας ο Τσάκωνας, ο Γιώργης Καλομενόπουλος κι ο Ανδρουλιδάκης ο Γιώργης.

Ξεκινούνε. Με μπαϊράκια και βροντόλυρες  με τα «γερακοκούδουνα» στα λυγμικά  δοξάρια τους, ο Πίσκοπος κι ο Ροδινός!

Και συ τους ανταποδίδεις, πηγαίνοντάς τους πρώτος, μαντάτα σπουδαία:

Τα «Αναστάσιμα» του επάνω κόσμου!

Γιατί εμίσευγες για το μεγάλο ταξίδι, μέρα σημαδιακή, με διπλοκάμπανα!

Ύστερα από δυο χιλιάδες εξακόσιες τόσες, ασέληνες νύχτες ατέλειωτες, σκλαβιάς, ο λαός μας «ο ευκολόπιστος, μα πάντα προδομένος», κατά  τον εθνικό μας ποιητή, ψήφιζε ελεύθερα!!!

 

***

 

Εκεί που πήγες,  Γιάννη μας, φαντάζομαι δεν θα κακοπεράσης.

Στη γήινη πορεία σου είχες ενστερνισθή το πνεύμα των «Μακαρισμών». Και αγάπησες πολύ τους ανθρώπους, «τους κοπιώντας και πεφορτισμένους» του κόσμου τούτου.

«Το εφ’ όσον εποιήσατε ενί των αδελφών μου τούτων των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε!», είχε γίνει «λύχνος τοις πόσι σου!».

Και ο ουρανός, λοιπόν, και η γη, είναι μαζί  σου!  Και δεν φοβάσαι θάνατο!

Ανοιχτόκαρδος δε όπως είσαι, θ’ ανοίξης και των  άλλων φίλων, αυτών  που προπορεύτηκαν, τις καρδιές!

Κι έχουμε τόσους φίλους στον «κάτω κόσμο» Γιάννη μας, ανοιχτόκαρδε!

ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΜΑΛΑΚΗΣ

 

Περιοδικό «Κρήτη» • Δεκέμβριος 1974 • Τεύχος 15 • Σελίδες 42-44

Αφήστε μια απάντηση