Γιάννης Εμ. Νικηφόρος: Ο ήρωας του Γουρνόλακκου

Το Σάββατο, 4 και την Κυριακή, 5 Σεπτεμβρίου 1943, οι Γερμανοί σκοτώνουν (32) μάρτυρες της λευτεριάς, στο Γουρνόλακκο. Ο 16χρονος Γιάννης Νικηφόρος, τραυματίζεται βαριά, αλλά σώζεται από θαύμα. Τη Δευτέρα, 9 Φεβρουαρίου 2015 αφήνει την τελευταία του πνοή στο χωριό του. Το 40ήμερο Μνημόσυνο τελέσθηκε, στον ιερό Ναό Παμμεγίστων Ταξιαρχών και Αγίου Χαραλάμπους (Κάλυβος), την Κυριακή 15 Μαρτίου 2015, με τη συμμετοχή πλήθους κόσμου.

Στη μνήμη του, ο Βασίλειος Κ. Αποστολάκης (Αρχαία Ελεύθερνα), συγκινημένος, είπε τα παρακάτω λόγια:

«Δευτέρα, 9 Φεβρουαρίου 2015. Ώρα 4 και 20′ το απόγευμα. Η καρδιά της Καλύβου εδάκρυσε, γιατί έφυγε ο ήρωας του Γουρνόλακκου. Ο Γιάννης Νικηφόρος, ο επιζήσας της Γερμανικής θηριωδίας στο Γουρνόλακκο, με Θεία επιταγή, εγκαταλείπει τα εγκόσμια και αναχωρεί προς το άπειρο. Εισοδεύει, από τη χρονικότητα της ζωής, στην αιωνιότητα του Θεού.

«Έτσι το όρισε ο Θεός, το πλάσμα να ποθαίνει και μόνο Εκείνος αθάνατος εις τον αιώνα μένει…».

Αυτό αντλούμε από την αστείρευτη δεξαμενή της Λαϊκής σοφίας και αποτελεί παρηγοριά, για όλους μας, ότι είναι κοινός ανθρώπινος κλήρος το πέρασμα ενός ανθρώπου από την πρόσκαιρη τούτη ζωή, στην άλλη, την αιώνια. Το θλιβερό άγγελμα, εκείνη τη Δευτέρα, ξεχύνεται σαν αστραπή και πλημμυρίζει τις ψυχές μας με αισθήματα βαθιάς θλίψης.

Σήμερα, Κυριακή 15 Μαρτίου 2015, συναχθήκαμε εδώ, στον περικαλλή δίκλιτο Ιερό Ναό Παμμεγίστων Ταξιαρχών και Αγίου Χαραλάμπους, στη γενέτειρα του μεταστάντος, για να παρακολουθήσουμε τη Θεία Λειτουργία από τους σεβαστούς πατέρες Αντώνιο και Ιωάννη Παπαδάκη, να ανάψουμε ένα κερί στη μνήμη του ακριβού μας φίλου Γιάννη Νικηφόρου και να προσευχηθούμε στον Ύψιστο, όπως αναπαύσει την ψυχή του, όπου οι δίκαιοι αναπαύονται.

Ο Γιάννης Νικηφόρος, γεννήθηκε σε τούτο το ιστορικό, γραφικό και αρχοντικό χωριό, Κάλυβος, με τους γνήσιους, συνετούς, φιλοπρόοδους, εργατικούς, φιλόξενους και ειλικρινείς ανθρώπους, στις 17 Ιανουαρίου 1927, ανήμερα της εορτής του Αγίου Αντωνίου, σε χρόνια δύσκολα, σκληρά, πέτρινα. Γονείς του, ο Εμμανουήλ Ιωάννου Νικηφόρος και η Ελένη Κωνσταντίνου Παπαδάκη.

Είναι ο πρωτότοκος της σεβαστής εκείνης Οικογένειας και με Θεία βούληση, θα ομορφύνουν το αρχοντικό του Μανώλη και της Ελένης Νικηφόρου, άλλα πέντε παιδιά: Ο Δημήτρης, ο Μιχάλης, η Μαρία, ο Ορέστης, η Αγάπη.

Ο Γιάννης, ως πρώτος γιος, θα σηκώσει, μαζί με τους άξιους Γονείς του, το μεγαλύτερο βάρος, για να αναστήσουν την Οικογένειά τους, ματώνοντας πάνω στη Μάνα γη.

Με το πέρασμά του στην αιωνιότητα, ξυπνούν οι μνήμες του Γουρνόλακκου.

Παρασκευή, 3 Σεπτεμβρίου 1943. Μαύρη και στυγνή κατοχή, έχει απλωθεί προ διετίας, στην πολύπαθη και βασανισμένη χώρα μας, από τη Ναζιστική Γερμανία, τη Φασιστική Ιταλία και την αλλοπρόσαλλη Βουλγαρία. Στην Κρήτη, πλην του Νομού Λασιθίου, όπου εγκαταστάθηκαν Ιταλοί κατακτητές, ο Λαός μας θα γνωρίσει τη Γερμανική θηριωδία, από τους Ναζί, τα κακέκτυπα εκείνα της ανθρώπινης υπόστασης. Ένας από εκείνους, που θα γευθούν τη σκληρότητα και την αιμοβορία του Στρατού Κατοχής, θα είναι και ο Γιάννης Νικηφόρος.

Ο Γιάννης Νικηφόρος, βρίσκεται, εκείνη την αποφράδα ημέρα του Σεπτεμβρίου μαζί με δύο άλλους συγχωριανούς του, τους αείμνηστους Χαράλαμπο Μιχαήλ Κοζορώνη και Ιωάννη Κωνσταντίνου Παραγιουδάκη στο Καλυβιανό «αόρι» και συλλαμβάνονται, από πολυάριθμο Γερμανικό απόσπασμα, σε απαγορευμένη ζώνη. Νωρίτερα, έχουν συλληφθεί Αβδελλιανοί, και Αγιομαμίτες, για την ίδια αιτία. Μαζί τους και τα μικρά παιδιά ο Μιχάλης Νικολάου Πρινάρης από τις Αβδανίτες και ο Γιάννης Ανδρέα Λαμπρινός από τα Αβδελά. (Ο Μιχάλης Πρινάρης παρευρίσκεται σήμερα στον ιερό τούτο χώρο και συμπροσεύχεται και εκείνος, για την ανάπαυση της ψυχής του συναγωνιστή του Γιάννη Νικηφόρου).

Οι πάνοπλοι Γερμανοί οδηγούν τους ομήρους στο Γουρνόλακκο στις πλαγιές του Ψηλορείτη και την άλλη ημέρα, Σάββατο, 4 Σεπτεμβρίου 1943 εκτελούν το σατανικό τους σχέδιο. Τα χιτλερικά κτήνη σκοτώνουν αυτούς που έχουν συλλάβει, εκτός τους μικρούς Μιχάλη Πρινάρη και Γιάννη Λαμπρινό, τους οποίους διώχνουν, με μία ομάδα Γερμανών, για τα Ζωνιανά. Έντεκα συντοπίτες μας πέφτουν από τα δολοφονικά χέρια των Ναζί, τα όπλα των οποίων ξερνούν το θάνατο. Ένας γλιτώνει, ο Ελευθέριος Ιωάννου Σαρρής, από τον Άγιο Μάμα, ο οποίος, αργότερα, θα πεθάνει από το τραύμα του.

Ο Γιάννης Νικηφόρος, αν και τραυματίζεται πολύ βαριά, θα σωθεί από θαύμα. Η σφαίρα θα εισέλθει από τον αυχένα και θα εξέλθει από τη στοματική χώρα. Θα πέσει αιμόφυρτος στο έδαφος και θα εκληφθεί, από τα ναζιστικά ανθρωποειδή, ως Νεκρός. Γι’ αυτό και οι υπάνθρωποι ναζιστές, δεν προχωρούν σε χαριστική βολή, κατά την απαίσια και απάνθρωπη τακτική τους.

Στα Ζωνιανά, που έχουν πάει ο Μιχάλης Πρινάρης και ο Γιάννης Λαμπρινός συναντούν, τυχαία, τον πατέρα του Γιάννη, το Μανώλη Νικηφόρο, διηγούνται το θλιβερό γεγονός και τον οδηγούν το απόγευμα στο Γουρνόλακκο. Ο τραγικός πατέρας, μεταφέρει τον τραυματία Γιο του στα Λιβάδια και από ‘κει στα Ανώγεια, για να του παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες. Ο Γιάννης Νικηφόρος, θα επιζήσει. Είναι θέλημα Θεού.

Τη νύχτα, Καλυβιανοί θα παραλάβουν, από τον τόπο του μαρτυρίου, τους δύο νεκρούς συγχωριανούς, Χαράλαμπο Κοζορώνη και Ιωάννη Παραγιουδάκη.

Ο Ήρωας, που σήμερα τιμούμε, με κάθε σεβασμό, τη μνήμη του, θα πει αργότερα, έχοντας πλήρη συναίσθηση της Θείας Πρόνοιας:
«Η σφαίρα εμπήκε απ’ το -γ- καφά και βγήκε απ’ το στόμα, δεν ήθελε ο Κωσταντής, να φάω ακόμη χώμα», αναφερόμενος στον Άγιο Κωνσταντίνο.

Την επόμενη ημέρα, Κυριακή, 5 Σεπτεμβρίου 1943, οι Γερμανοί θα αποτελειώσουν το στυγερό και απαίσιο έγκλημά τους, σκοτώνοντας στον ίδιο τόπο, τον Ιερέα Λιβαδίων, το Δάσκαλο Αβδελλών και κατοίκους Αβδελλών, Αγίου Μάμαντος και ένα από τις Αβδανίτες, που έχουν πάει εκεί, για να θάψουν τους νεκρούς. Τελικά, (32) θα είναι οι μάρτυρες του Γουρνόλακκου.

Μετά το ανοσιούργημα αυτό, ο σπουδαίος ποιητάρης Δημήτρης Ιωάννου Παρασύρης, ή «Αναστοδημήτρης», από τα Ζωνιανά, θα γράψει ένα λυπητερό τραγούδι, που μας προκαλεί ρίγη συγκίνησης και αναφέρεται και στο Γιάννη Νικηφόρο.

«…Ένα κοπέλι εγλύτωσε, ήταν τραυματισμένο, κι οι αποδέλοιποι Νεκροί το’ χανε σκεπασμένο. Είναι από την Κάλυβο που το γνωρίζουν όλοι, και Νικηφόρος λέγεται, ο Γιάννης του Μανώλη…».

Ο Γιάννης Νικηφόρος οδεύει τον ανηφορικό δρόμο της ζωής, ανεβαίνει στο Γολγοθά του, επουλώνεται με τον καιρό το βαρύ τραύμα του, αποκαθίσταται σιγά-σιγά η υγεία του, και ως καλός Χριστιανός, έχοντας εφόδια την πίστη του στο μεγάλο Θεό και την αγάπη του στην τίμια εργασία, περπατεί, ανάμεσα σε δοκιμασίες, στα σκληρά μονοπάτια της επίγειας διαδρομής του. Ο Χάρος, κι άλλη φορά θα του δείξει τα δόντια του και το μακάβριο χαμόγελό του. Άλλος, στη θέση του, θα είχε λιποψυχήσει από νωρίς. Κι εδώ ακριβώς εμφανίζονται το μεγαλείο της ψυχής του και οι αντοχές του.

Η ψυχική δύναμη, πάντα είναι υπέρτερη της σωματικής. Δεν εγκαταλείπει τον αγώνα μέχρι το τέλος. Δεν πτοείται, δε δειλιάζει, δεν πετά ποτέ την ασπίδα της ζωής. Τον στηρίζει η αμέριστη αγάπη της Οικογένειάς του. Παλεύει σκληρά, εξευτελίζει στατιστικές και μακάβριες εκτιμήσεις, ανατρέπει ιατρικά δεδομένα και πάντοτε προχωρεί, κοιτάζοντας μπροστά και ελπιδοφόρα.

Αρχές της δεκαετίας του ’60, η καλή του μοίρα θα του στείλει μία άξια συγχωριανή του, από μία αρχοντική και νοικοκυρεμένη Οικογένεια, την Ιφιγένεια Αντωνίου και Αικατερίνης Βασσάλου, όπου δημιουργούν, με τη βοήθεια του Θεού, μία σεβαστή Οικογένεια. Θα έρθουν στον κόσμο τρία παιδιά: ο Μανώλης, ο Αντώνης, η Ελένη.

Πάλι στον αγώνα της ζωής, μπροστάρης ο Γιάννης Νικηφόρος, έμφορτος με Ιώβεια υπομονή, μας δείχνει το δρόμο της καρτερίας και της στωικότητας. Κάποτε όμως έρχεται η κούραση, έρχεται το τέλος. Τα ψυχικά αποθέματα αδυνατίζουν και τελειώνουν. Και ο Γιάννης κουράστηκε και έπεσε. Έπεσε όμως από την κορυφή της αξιοπρέπειας και η είσοδός του στην αιωνιότητα έγινε με ευπρέπεια. Έτσι, όπως προαναφέραμε, εισήλθε στη χορεία των αθανάτων, εκείνη τη Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου. Έφυγε για τον άλλο κόσμο, στη ζεστή Οικογενειακή του Εστία, ήρεμα, απλά και αθόρυβα, όπως ήταν και η ζωή του. Στην επίγεια διαδρομή του, πορεύθηκε με συνέπεια, υπερηφάνεια, σεμνότητα και περισσή ευπρέπεια. Έφυγε, με ήρεμη τη συνείδησή του, γιατί έπραξε το καθήκον του στο ακέραιο, σε όλους τους τομείς της κοινωνικής του ζωής.

Ο αξέχαστος και αγαπητός, σε όλους μας, Γιάννης, κράτησε ανόθευτες τις αρετές της Οικογένειάς του, της άξιας και τιμημένης Οικογένειας των Νικηφόρηδων και φρόντιζε να τηρεί πάντα τις ιερές παρακαταθήκες των προγόνων του. «Συναδερφέ» αποκαλούσε τον ομιλούντα, επειδή τον είχε βαφτίσει ένας ξάδερφος του πατέρα μου, ο Μίνως Νικολάου Αποστολάκης, και καμάρωνε ο Γιάννης για το Σάντολό του, αλλά και ο Σάντολος καμάρωνε για το Φιλιότσο του. Ο Γιάννης, ως παραδοσιακός και πολύ ανθρώπινος τύπος, σεβόταν, απόλυτα, τους άγραφους νόμους των παλιών καλών καιρών, η δε προσφώνησή του αυτή «συναδερφέ», με χαροποιούσε και μου προσέδιδε ιδιαίτερη τιμή.

Στο ετήσιο Μνημόσυνο του Γουρνόλακκου, όταν οι συνθήκες της υγείας του το επέτρεπαν και παρευρισκόταν, κοσμούσε και τιμούσε, με την παρουσία του, την όλη τελετή.

Γνωρίζουμε βέβαια όλοι μας και μάλιστα πολύ καλά, πως είμαστε ζυμωμένοι από τα υλικά, που είναι φτιαγμένα τα όνειρα και ότι όλοι θα ακολουθήσουμε το ίδιο δρομολόγιο, που περπάτησε ο αλήστου μνήμης, Γιάννης Νικηφόρος, προ ολίγων ημερών. Όμως, ο βηματισμός προς το άπειρο, πάντα είναι οδυνηρός, πάντα επιφέρει μία συγκινησιακή φόρτιση και ιδιαίτερα όταν τα μέλη της Οικογένειας είναι άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους, όπως στην προκειμένη περίπτωση.

Προσπάθησα, με τα λίγα, λιτά και απέριττα λόγια μου, να πλέξω το στεφάνι της μνήμης του ήρωα του Γουρνόλακκου Γιάννη Νικηφόρου.

Το σάρκινο περίβλημα της ωραίας ψυχής του, ακολουθεί τον προαιώνιο νόμο της φθοράς, αλλά αυτή η ίδια του ψυχή, που σήμερα, πιστεύω, πλανιέται ανάμεσά μας, θα ζήσει αιώνια, για να συνεχίσει την πορεία της γήινης ζωής του.

Η επίκλησή μας προς «τον Θεόν των πνευμάτων και πάσης Σαρκός», ενώνεται τη στιγμή αυτή με εκείνη του ιερού Υμνωδού «Κύριε των αιωνίων σου αγαθών αξίωσον τον μεταστάντα εξ ημών, αναπαύων αυτόν εν τη αγήρω σου μακαριότητι», στη δε αξιότιμη Οικογένειά του και στους θρηνούντες συγγενείς, την απώλεια του αγαπημένου τους Γιάννη, ενστάλαξε βάλσαμο παρηγοριάς.

Ακριβέ φίλε και συναδερφέ Γιάννη, έχε για λυχνοφέγγι, εκεί στους σκοτεινούς διαδρόμους του κάτου κόσμου, την αγάπη μας και το σεβασμό μας.

Αιώνια ας μένει η μνήμη του Γιάννη Νικηφόρου, ως και των λοιπών Μαρτύρων του Γουρνόλακκου».

Αφήστε μια απάντηση