Γεώργιος Κωνσταντίνου Τουρνάκης*

Ο Γεώργιος Τουρνάκης, γιος δασκάλου, γεννήθηκε στο Πετροχώρι το 1903, όπου και παρακολούθησε τα μαθήματα του Δημοτικού. Το 1922 τελειώνει το Γυμνάσιο Ρεθύμνου και εγγράφεται στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας ανακηρύσσεται πτυχιούχο ςτο 1931, υπηρετώντας ενδιαμέσως την στρατιωτική του θητεία και εργαζόμενος στο τελωνείο του Πειραιά. Εργάζεται κατόπιν ως φροντιστής στο Ρέθυμνο και το 1934 διορίζεται στο Γυμνάσιο της Αλεξανδρούπολης, από όπου μετατίθεται και υπηρετεί στα Γυμνάσια Αρρένων και Θηλέων Ρεθύμνου. Ο πρόωρος θάνατός του μάλιστα τον βρίσκει να προσφέρει πρόσθετες εθελοντικές υπηρεσίες ως Επιμελητής Αρχαιοτήτων του νομού Ρεθύμνου. Από το γάμο του με την Κλεοπάτρα Γενεράλη απόκτησε τρία παιδιά. Τον γνωστότατο στην κοινωνία μας Κώστα Τουρνάκη, εκπαιδευτικό, τον Νίκο, τραπεζικό και αργότερα έμπορο, και την Μαρία, Μαθηματικό. Δυστυχώς ο άδικος και αδόκητος θάνατός του, δεν του επέτρεψε να απολαύσει τις ηδονές, που δοκιμάζει ο γονιός, όταν τα παιδιά του προκόβουν. Ο Γεώργιος Τουρνάκης ήταν προικισμένος από την ίδια η φύση με τα χαρίσματα του αληθινού ανθρώπου κι του χαρισματικού εκπαιδευτικού, σπάνιες αρετές, που δεν αποκτούνται με τη μόρφωση, που αναδεικνύονται όμως και αποδίδουν εκτάκτως αγαθά αποτελέσματα, όταν και η μόρφωση, με τη σωστή της έννοια, προστεθεί σε εκείνες. Οπλισμένος με γερή επιστημονική συγκρότηση και εξαιρετική διδακτική δεξιοτεχνία ήταν δάσκαλος λαμπρός και συναρπαστικός, όπως δηλώνουν οι καλύτεροι κριτές που είναι οι μαθητές. Εξάλλου, η καθαυτή ανθρώπινη πλευρά του με το υγιές παιδαγωγικό της ένστικτο και μαζί με την επαρκή παιδαγωγική του κατάρτιση, του έδιδε την ηθική δύναμη και τον ενέπνεε την επιτυχή αντιμετώπιση των δύσκολων και αδύνατων μαθητών, που πότε πότε με ευκολία καταδικάζομε, και των έδιδε κουράγιο και δύναμη. Έχει ακουστεί από πολλούς μαθητές της εποχής του, ότι «αν έλειπεν ο Τουρνάκης δεν θα είχα τελειώσει το Γυμνάσιο». Καταρτισμένος, ήρεμος, μετρημένος και αυτοκυριαρχημένος, φιλοπροσήγορος και ευπροσήγορος, κατά τον αρχαίο ρήτορα που ο ίδιος εδίδασκε, ήταν επόμενο να αγαπηθεί θερμά από τους μαθητές του και κατ’ επέκταση από τους γονείς των και να εκτιμηθεί από τους συναδέλφους του και από την κοινωνία. Όταν συνέβη να ασθενήσει βαριά τον χειμώνα του 1942-43, τότε είναι που έγινε καταφανής η καθολική αγάπη και εκτίμηση των μαθητών και συναδέλφων του, των γονέων των μαθητών και της Ρεθεμνιακής κοινωνίας ολόκληρης. Αγάπη και εκτίμηση που εξεδηλώνοντο με έργα και όχι με λόγια. Επιθυμώ, εξάλλου, να υπογραμμίσω μία πράξη του τιμώμενου σήμερα εκπαιδευτικού, γιατί δείχνει την προορατικότητα του και την ευρύτερη πολιτιστική του συνείδηση και συναίσθηση ευθύνης. Ως Επιμελητής Αρχαιοτήτων του νομού Ρεθύμνης, ευθύς ως εκηρύχθη ο πόλεμος, εσυσκεύασε τα εκθέματα του Μουσείου Ρεθύμνου, σχεδόν όλα και ιδίως όσα είχαν ιδιαίτερη αξία, και τα απόκρυψε μέσα ση γη, «τα ‘θαψε». Το Ρέθυμνο του είναι ευγνώμον για την πρόνοιά του και η πολιτιστική Ιστορία της πόλης μας βέβαια και δεν τη λησμονεί. Η ύπουλη και δολοφονική εκτέλεσή του άφησε ένα κενό και αναναπλήρωτο για την οικογένειά του, παράδειγμα δε και υποθήκες για τον Εκπαιδευτικό κόσμο.

Γεώργιος Αποστόλου Μαρνιέρος*
Αν όμως για τον δάσκαλο καθηγητή είχαμε συγκεκριμένα γεγονότα για να διαγράψομε την άξια προσωπικότητά του, ποια λόγια και ποια συναισθήματα και ποιες κρίσεις είναι δυνατόν ν’ αποδώσουν την εικόνα αγαπημένου φίλου και αγαπημένου συμμαθητή, που ο αχόρταγος θάνατος ανάρπασε από την αγκαλιά της στοργικής του μάνας και από την αλησμόνητη μαθητική συντροφιά των τρομακτικών κατοχικών χρόνων και μάλιστα πριν ηλικίας και γονέων πρότερον; Ποιος λόγος και ποια ποίηση ή ποιος ζωγραφικός χρωστήρας μπορεί ν’ αποδώσει τους θείους ιμέρους, τα όνειρα και τα οράματα, όταν ροδίζει η εφηβική αφύπνιση, τότε που σώμα και ψυχή και πνεύμα αναταράσσονται από την υπερκόσμια Δύναμη της Δημιουργίας;
Ο Γιώργης Μαρνιέρος, γιος πρωτότοκος του απότακτου κατά το κίνημα του 35 αξιωματικού της Χωροφυλακής Αποστόλου Μαρνιέρου και της Αθηνάς, κόρης του Παπά-Νικολή Γενεράλη, οπλαρχηγού στην Κρητική Επανάσταση του 1896, γεννήθηκε στο Γερακάρι, όπου παρακολούθησε μέχρι και την Τετάρτη τάξη το Δημοτικό. Εισάγεται ύστερα και με καλή σειρά στο τότε Οκτατάξιο Γυμνάσιο Ρεθύμνου, όπου δεν αργεί να διακριθεί για το ήθος και την επίδοσή του στα μαθήματα και να βρεθεί κατά το νόμο της φυσικής επιλογής στην πρωτοπορία της τάξης μας. Συνέπιπταν μάλιστα τα σωματικά και ηθικά και πνευματικά προσόντα του κατά την σπάνια και χαρισματική συγκρότηση του καλού καγαθού. Από τους πιο ψηλούς συμμαθητές μας με συμμετρικό σύνολο, δηλαδή αθλητικό, μελαχρινός, με ελαφρώς επίμηκες τριγωνικό πρόσωπο, φαρδύ αλλά όχι υψηλό μέτωπο, με βηματισμό σταθερό και ανοικτό. Χωρίς να λέει λέξη, δεν ήταν ευχαριστημένος –και ποιος ήταν- γιατί τότε μας κούρευαν σύρριζα –ήταν δα και το σχολείο γεμάτο ψείρες και σαπούνι που να βρεις- και μόλις τα μαλλιά του μεγάλωναν –και όλων μας- τά κανε χωρίστρα απ’ αριστερά. Ευσταλής και ευειδής παρουσίαζε στις κινήσεις και ο βάδισμά του μια ανάλαφρη παρακολουθητική μυική σύσπαση ολοκλήρου του σώματός του, προσθέτοντας την εντύπωση της χάρης και της επιβολής στο ωραίο παράστημα. Αν και μεταξύ των πρώτων της τάξης ουδέποτε και εις ουδεμία περίπτωση κατελήφθη επαιρόμενος, πλην χωρίς μίσος δια τους επηρμένους.
Ολιγόλογος, όσον οι πραγματικά ώριμοι και οι πραγματικά σοβαροί, διατύπωσε τις σκέψεις και τις αντιρρήσεις του χωρίς πρόκληση ή εριστικότητα. Μιλούσε λιτά και κοφτά, σχεδόν κατηγορηματικά, και όσα έλεγε εχρωματίζοντο από το χαρακτηριστικό μέταλλο της φωνής του, που τον έκανε ελκυστικότερο. Όταν ένας Καθηγητής της Γυμναστικής, διαβάζοντας τον κατάλογο, στάθηκε στο όνομά του και του είπε ότι, αν αλλάξει ένα–δυο γράμματα, στο επίθετό του, θα είχαν το ίδιο επίθετο, τότε ο Γιώργης, το Μαρνιεράκι, απάντησε ήρεμα «Καλό είναι, Κύριε, και το δικό μου». Ο δωριέας έφηβος είχεν έμφυτο το λακωνίζειν. Και όταν ήλθεν η αποφράδα της 22 Αυγούστου του 44 και η μάνα του έφερε τα πάνω κάτω για να τον ντύσει γυναίκα, μήπως και σωθεί, η απάντηση του ήταν: -Δε γκξεγιβεντίζομαι-. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά, και η μοιραία, που χάλασε χατίρι της μάνας του. Άθελά του θυμάται κανείς τον γενναίο αρχαίο σοφό, που μπροστά στο δικαστήριο εδήλωνεν ότι ούτε αλυσίδες ούτε θάνατο πρέπει κανείς να φοβάται παρά μόνο την εντροπή. Έτσι αποχωρήσαν το πολυαγάπητο Μαρνιεράκι και με ακαριαίο ενδιάμεσο σταθμό την βοή του θανάτου προσήλθε στον Άδη, έχον απολογήσασθαι τοις εκεί άρχουσιν. Και μας άφησε δύο πράγματα: Την φωτεινή εικόνα του εξιδανικευμένου εφήβου και το ατρύγητο ποτήρι της πίκας, που η μάνα του πίνει για πεντηκοστό χρόνο εφέτος.

* Απόσπασμα από την ομιλία του Λυκειάρχη κ. Χρίστου Μακρή στη διάρκεια τιμητικής εκδήλωσης που έγινε στις 20-5-1994 στην αίθουσα της Περιηγητικής Λέσχης η οποία περιέχεται σε αναμνηστικό αφιέρωμα του περιοδικού ΚΟΥΡΗΤΗΣ (Παράρτημα Αρ.1)ΑΘΗΝΑ 1995.

Αφήστε μια απάντηση