ΓΑΒΡΙΗΛ ΚΛΑΔΟΣ ιερομόναχος

Ξύπνησε μνήμες η φωτογραφία του Γαβριήλ Κλάδου, που αναφέρει και ο Γεώργιος Αναγνωστάκης στο ημερολόγιό του επαινώντας τη δράση του σε όλη τη διάρκεια της Αντίστασης.

Κι επειδή οι αναγνώστες μας το ζήτησαν θα σταθούμε για λίγο σήμερα στον ρασοφόρο με την διαπεραστική ματιά που δεν λείπει η φωτογραφία του από κανένα αφιέρωμα στους αγώνες των Κρητών.

Με χαρά μας είδαμε στο διαδίκτυο εκτενή αναφορά από τον κ. Κώστα Κατσιράκη που με γλαφυρό ύφος και καλή γραφή περιγράφει τον ιερομόναχο που άφησε εποχή με τη λεβεντιά του. Κι είναι θετικότερο ότι πολλά άλλα sites έχουν πάρει την περιγραφή αυτή και την αναδημοσιεύουν έτσι ώστε να μη χαθεί ποτέ στη λήθη αυτή η θρυλική μορφή.

Ο Γαβριήλ Κλάδος ήταν αναμφισβήτητα η κλασική μορφή του ρασοφόρου που παραμερίζει τις όποιες δογματικές ενστάσεις του για να υπερασπίσει τα ιερά και τα όσια της φυλής.

Η αδικία γέννησε τον επαναστάτη

Όπως γράφει λοιπόν ο κ. Κατσιράκης ο ήρωάς μας γεννήθηκε το 1910 στα Λιβάδια κι ήταν ένα από τα τέσσερα παιδιά του περίφημου Βασίλη Κλάδου. Πριν βάλει το ράσο λεγόταν Αντώνης.

Αν και ήταν από μικρός πνεύμα ανήσυχο και στα χέρια ενός καλού παιδαγωγού θα μπορούσε να εξελιχθεί και να φτάσει στα ύπατα αξιώματα δυστυχώς στάθηκε άτυχος.

Ένα σφάλμα του δασκάλου του να τον ταπεινώσει στην τάξη έκανε το μικρό Αντώνη να ξεχάσει το σχολειό.

Λέγεται μάλιστα ότι μόλις ο μικρός είδε το δάσκαλο και τους συμμαθητές του να γελάνε με την αδυναμία του να προφέρει μια λέξη έφυγε από το παράθυρο. Η αξιοπρέπεια και ο εγωισμός δεν έχουν ηλικία.

Ο δάσκαλος έγινε αφορμή να απομακρυνθεί ο Αντώνης από την πηγή της μάθησης. Έγινε βοσκός. Αλλά σύντομα έδειξε πως και μακριά από το σχολείο μπορεί ένα παιδί αν το θέλει να καλλιεργήσει το πνεύμα.

Το ίνδαλμά του

Είχαν όμως κι άλλα πράγματα να διδαχθούν τα παιδιά εκείνης της εποχής.

Μπαρουτοκαπνισμένοι παππούδες και πατεράδες από τους αγώνες για την ελευθερία του νησιού, το πρώτο που μάθαιναν στα παιδιά τους ήταν το χρέος για την υπεράσπιση της γης που γεννήθηκαν. Κάποιος όμως από τη μεγάλη αυτή και ιστορική οικογένεια είχε επηρεάσει καθοριστικά τη ζωή του Αντώνη. Ο θείος του Γαβριήλ Κλάδος ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αρσανίου. Στη φαντασία του παιδιού ο θείος είχε πάρει μυθικές διαστάσεις χωρίς καν να τον έχει γνωρίσει. Μόνο από ακούσματα είχε πάρει τη θέση του στην παιδική συνείδηση όσο ψηλά στέκονται οι ήρωες.

Ο θείος αυτός είχε σκοτωθεί πολεμώντας ηρωικά.

Ήταν στα γεγονότα του 1897. Οι Τούρκοι μετά από λυσσαλέα μάχη στις 5 Μαρτίου 1897 στην περιοχή Μαρουλά σκοτώνουν τον ηγούμενο Γαβριήλ Κλάδο που πολέμησε γενναία και μάλιστα για να αναδείξουν την πράξη τους κρεμούν το κεφάλι τους σε ένα πλάτανο στο Ρέθυμνο και εξασκούνται στη σκοποβολή. (cretanbeaches.com).

Στον ίσκιο των ηρώων του Αρκαδίου

Το σχήμα του ήρωα επηρεάζει τον Αντώνη Παίρνει τη μεγάλη απόφαση και πηγαίνει να αφιερωθεί στη Μονή Αρκαδίου στον ίσκιο τόσων ηρώων. Εκεί έλαβε το όνομα Γαβριήλ.

Η μοναχική ζωή δεν έχει επηρεάσει τη ζωντάνια του και τον ασυμβίβαστο χαρακτήρα του. Αναλαμβάνοντας καθήκοντα κουραδονόμου αναδεικνύει και τα διαχειριστικά του προσόντα. Φύλαξη ζώων, βοσκή, άρμεγμα, τυροκόμηση, εμπόριο τυριών και ζώων γίνονται με απόλυτη επιτυχία. Ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο προστατευμένα τα κοπάδια όσο επί εποχής Γαβριήλ Κλάδου. Η προσωπικότητά του τον έκανε απόλυτα σεβαστό και κανένας δεν τολμούσε να του γίνει δυσάρεστος απειλώντας το αντικείμενο ευθύνης του.

Ήταν το ύφος, η ματιά του, το επιβλητικό του παράστημα που τον έκαναν μοναδικό κι ήταν πολλοί εκείνοι που επιδίωκαν τη γνωριμία και τη φιλία του. Εκείνος με άνεση απόφοιτου κολλεγίων τους καλοδεχόταν και επιδείκνυε με απλότητα όλα τα χαρίσματα της Κρητικής λεβεντιάς και φιλοξενίας. Ενέπνεε μια σιγουριά πρωτόγνωρη σε όποιον τον συναντούσε. Κι εντυπωσίαζε τους επισκέπτες του σε όποια κοινωνική τάξη κι αν ανήκαν με τον τρόπο σκέψης του και τις αξιοπρόσεκτες απόψεις του για κάθε θέμα. Κανένας δεν θα πίστευε πως ήταν ένας αγράμματος βοσκός ακούγοντάς τον. Αυτό είναι αποτέλεσμα θέλησης και προσπάθειας που ποτέ δεν έλειψαν από το Γαβριήλ.

Ο δυναμικός καλόγερος

Αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Κατσιράκης:

«Είχα κι εγώ γνωρίσει τον περίφημο καλόγερο. Τον είχα επισκεφτεί στο κελί του και πολλές φορές κάτω από την κληματαριά του κελιού του τον είχα ακούσει να αναπτύσσει τις θεωρίες του για τη ζωή και το θάνατο, για το μοναστήρι και τους θρύλους που το περιμαζώνουν, για τα κοπάδια του μοναστηριού και τους βοσκούς του, για τα ολοκαυτώματα που γίνονται κάθε τόσο για χάρη της.
Έτσι μέσα σε άκρες εγώ, είχα γνωρίσει στο πρόσωπό του το δυναμικό καλόγερο, τον άνθρωπο θαύμα με τις αμέτρητες γνωριμίες, το βοσκό που γνώριζε ένα και ένα όλα τα αιγοπρόβατα του μοναστηριού, τον απροσκύνητο αντάρτη του βουνού, το φιλόσοφο που είχε τις απόψεις του για κάθε θεωρία και πράξη».

Η ποιητική του άγνωστη πλευρά

Αυτό που αγνοούν οι περισσότεροι είναι και η ποιητική πλευρά του ηρωικού καλόγερου. Ένα ποίημά του έστειλε στην εφημερίδα «Μυλοποταμίτικα Νέα» ο Κωστής Σπ. Νικολουδάκης από την Ελεύθερνα, που μένει στη Φλώρινα. Ο Κώστας Κατσιράκης το έθεσε υπόψη της Συντακτικής Επιτροπής που ενθουσιάστηκε. Κι από την δημοσίευση εκείνη εκτιμάμε και μεις τον ποιητικό οίστρο του Γαβριήλ, που με αρκετά σκωπτική διάθεσή αναφέρεται στη ζωή του. Και γράφει σχετικά:

Η ζωή μου

Εξέχασα όσα κάτεχα και πράγμα δε θυμούμαι,
στα βάσανα βραδιάζομαι και τσι καημούς κοιμούμαι.

Χρόνια πολλά πρωτύτερα κι εγώ δε ξέρω πόσα,
είχα μια σκέψη καθαρή και μια αιθέρια γλώσσα.

Μα τώρα δεν αισθάνομαι ανάγκη για να ζήσω,
και το γιατί μη θέλετε να σας το εξηγήσω.

Μπορούσα δυο μερόνυχτα να τρώω και να πίνω,
τώρα μου βάνουνε φαΐ και το μισό αφήνω.

Έτρωγα ότι έβρισκα και ότι ήθελε μου λάχει,
τώρα και το κοτόπουλο καθίζει στο στομάχι.

Επίσης πρέπει να σας πω και να σας ομολογήσω,
στα μάλλινα τυλίγομαι για να μην κρυολογήσω.

Είχα μαλλιά κατάμαυρα και πρόσωπο φεγγάρι,
και το κορμί μου ζύγιζα με λεβεντιά και χάρη.

Πονούσα και υπέφερα για τα στραβά του κόσμου,
ο ξένος πόνος ήτανε πολλές φορές δικός μου.

Όλες τις δύσκολες δουλειές τις είχα για παιχνίδια,
τώρα που σαραβάλιασα με ζώσανε τα φίδια.

Εις το σημάδι έριχνα και μοίραζα τη τρίχα,
τώρα μου δίνουνε ψωμί και γω γυρεύω ψίχα.

Παρών εδώ, παρών εκεί, παρών απάνω κάτω,
τώρα παραμερίστηκα σα ραγισμένο πιάτο.

Για τα κοινά ζητήματα δεν έμενα οπίσω,
τώρα και τα παπούτσια μου δε σκύβω να γυαλίσω.

Πάνε οι συγκινήσεις μου και τα αισθήματά μου,
θλιμμένα και αδιάφορα τραβώ τα βήματά μου.

Πάνε τα ξεφαντώματα αγαπητοί μου φίλοι,
τώρα με το φασκόμηλο και το χαμομήλι.

Αυτά λοιπόν εσκέφτηκα ίσως και άλλα τόσα,
μα δε μπορώ να σας τα πω ξεράθηκεν η γλώσσα.

Μοναχός – Γαβριήλ Κλάδος 21/2/1989

Αυτός ήταν ο Γαβριήλ Κλάδος Ο μοναχός με την ατρόμητη ματιά και το αετίσιο βλέμμα που έμεινε με τις φωτογραφίες που βλέπουμε παντού, όπου προβάλλεται η κρητική ψυχή, να μας υποβάλει με τη λεβεντιά του και να μας θυμίζει ένα ένδοξο παρελθόν.
Εύα Λαδιά

Αφήστε μια απάντηση