ΒΩΜΟΙ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ

Λοχριά
Τα αντίποινα για την απαγωγή του Κράιπε με διάφορες προφάσεις, σε επιδρομές με άνεση «εξοχικού περίπατου» και δίχως κανένας από τους αντικειμενικούς στόχους να μείνει οπίσω, αν εξαιρέσουμε τα Ανώγεια και την Κοξαρέ (και θα δούμε γιατί), ξεκίνησαν στα Ρεθεμνιώτικα από τη Λοχριά. Από τα σπουδαιότερα αντιστασιακά κέντρα του Αμαρίου και το πιο λησμονημένο!
Στις 3-5-44 (ξημερώματα) κυκλώθηκαν από εκατό περίπου Γερμανούς στρατιώτες καλά εξοπλισμένους. Εκτέλεσαν, γα να σκορπίσουν τον πανικό, επιτόπου δυο. Έδιωξαν τα γυναικόπαιδα που έπιασαν τα γύρω χωριά και ανατίναξαν όλα τα κτίσματα ανεξαιρέτως με δυναμίτες και άλλες εκρηκτικές ύλες, που κουβάλησαν με υποζύγια από το Τυμπάκι. Του έφηβους και άνδρες με συνοδεία τους οδήγησαν στις Μοίρες και τους κράτησαν σε περιορισμό πάνω από δέκα μέρες. Απ’ αυτούς ξεδιάλεξαν οκτώ και τους μετέφεραν στις φυλακές της Αγιάς. Πέρασαν από στρατοδικείο και καταδικάστηκαν σε εγκλεισμό στα στρατόπεδα της Γερμανίας. Τον Ιούνη του ΄44 τους μπαρκάρουν μαζί με Εβραίους από ο λιμάνι του Κάστρου στο πλοίο «Δανάη». Το πλοίο καταποντίστηκε ανοιχτά της Μήλου από βομβαρδιστικά της R.A.F. κι έτσι ένιωσαν την κρυάδα του θανάτου στο βυθό της θάλασσας, μπορεί και πιο ανώδυνου απ’ ότι στην «κάψα» των πυρακτωμένων φούρνων του Νταχάου ή του Άουσβιτς.
Η Λοχριά από την αρχή τη κατοχής δεν υπήρξε μονάδα το άσυλο των καταδιωκόμενων και αντιστασιακών της κεντρικής Κρήτης και λημέρι του αρχηγού και των μελών της συμμαχική αποστολής, αλλά και το κέντρο ανεφοδιασμού και η ραχοκοκαλιά της ανταρτοομάδας του Πετρακογιώργη. Στα είκοσι περίπου αρχικά μέλη της (αντάρτες) αριθμούσε επτά Λοχριανούς! Μετά η Μάχη στη θέση «Χοντράδα» στον Ψηλορείτη (17-7-43) έπιασαν τη γύρω περιοχή επτά από τη Λοχριά, κατά τα πλείστον βοσκούς, και τους φυλάκισαν και αυτούς στην Αγιά. Μέχρι σήμερα αγνοείται η τύχη τους! Εικάζεται να άφησαν την τελευταία πνοή τους, σε κάποιο γερμανικό στρατόπεδο στη Γιουγκοσλαβία.
Στη μάχη που έδωσε μετά ένα μήνα (15-8-43), επίσης η Ομάδα του Πετρακογιώργη στη θέση «Τραχήλι» του Ψηλορείτη, με ισχυρές γερμανικές δυνάμεις σκοτώθηκαν επτά από τους δικούς μας. Δυο Λοχριανοί, συνολικά τέσσερις Αμαριώτες και ένας τραυματισμένος από το Άνω Μέρος. Πιάστηκαν όμηροι ακόμη δυο Λοχριανοί, οδηγήθηκαν στην Αγιά αγνοούμενοι κι αυτοί μέχρι σήμερα. Οι ανακοινώσεις του Διοικητή «Φρουρίου Κρήτης», που συνόδευαν την καταστροφή της Λοχριάς (μαζί με τις Καμάρες κι Μαγαρικάρι) είναι δηλωτικές της εκδικητικής μανίας και του μίσους που έτρεφαν οι κατακτητές εναντίον αυτού του ηρωικού χωριού. 13

Σακτούρια
Ταυτόχρονα με η Λοχριά η μανία των Γερμανών στράφηκε και με άλλο πιθανό σημείο διέλευσης και κρησφύγετου των απαγωγέων με τον Κράιπε. Στα Σακτούρια του Άη Βασίλη. Με τους γενναίους, φιλότιμους και ευπαρουσίαστους ανθρώπους. Πολλοί κατέβηκαν το Μάη του ΄41 και πολέμησαν τους αλεξιπτωτιστές στο Ρέθυμνο. Μυήθηκαν από τους πρώτους και έδρασαν θετικά στον Αγώνα της Αντίστασης. Με το ξημέρωμα τις 3-5-44 βρέθηκαν ασφυχτικά κυκλωμένοι από γερμανική μονάδα μεγάλης αριθμητικής δύναμη, που δρούσε με απευθείας εντολές του Στρατηγού Μπρόγερ. Μονάχα ένας κατόρθωσε να διασπάσει τον κλοιό! Τα γυναικόπαιδα ρίχτηκαν στους δρόμους της προσφυγιά και διασκορπίστηκαν μέχρι Λούτρα, Παγκαλοχώρι και Άδελε! Τους έφηβους και άνδρες μετέφεραν με αυτοκίνητα στο Ρέθυμνο και τους έκλεισαν στις φυλακές για να τους απελευθερώσουν λίγο αργότερα, ξέχωρα από είκοσι τρεις που οδηγήθηκαν στις φυλακές της Αγιάς. Ακολούθησε το γνωστό «πλιάτσικο» και η ανατίναξη των κτισμάτων με δυναμίτες.
Στους κατοίκους οι Γερμανοί επικαλέστηκαν δυο λόγους για την καταστροφή του χωριού τους. Ότι «η συνοδεία του στρατηγού Κράιπε είχε διέλθει παρά το χωρίον» (πληροφορία λαθεμένη) και ότι «προ είκοσι περίπου ημερών αγγλικόν πλοίον είχε αποβιβάσει εις την πλησίον ακτήν πολεμοφόδια». Πράγματι στις 20-4-44, προσέγγισε συμμαχικό πλοίο στην ακτή του «Αγίου Παύλου», αποβίβασε όπλα και πολεμοφόδια και δημιουργήθηκαν επεισόδια μεταξύ ορισμένων αγωνιστών και τους αρχηγούς της αγγλικής αποστολής Τομ γα τον τρόπο της διανομής τους.
Οι οργανωμένοι στην Ε.Ο.Ρ. δεν ήθελαν να χορηγηθούν όπλα στους αντάρτες του Ε.Λ.Α.Σ., άποψη που δεν αποδέχτηκε ο Άγγλος αξιωματικό, κατά το γνωστό του Τσώρτσιλ «και στο διάβολο θα δώσω όλα αρκεί να τα χρησιμοποιήσει εναντίον των Γερμανών». Εκτός από το θόρυβο που δημιουργήθηκε από τις προσωπικές αντεγκλήσεις και τους διαπληκτισμούς, κανένα συνωμοτικό μέτρο δεν πάρθηκε για να τηρηθεί μυστική η άφιξη του συμμαχικού μέσου, ούτε και οι οφειλέμενες προφυλάξεις κατά τη διακίνηση των όπλων, με επακόλουθο εύκολα οι «καλοθελητές» (αν δεν ήτανε και παρόντες) να μάθουν και να μεταφέρουν κάποιες ή και συγκεκριμένες πληροφορίες στον εχθρό. Μολαταύτα μπορούμε να πούμε ότι οι Γερμανοί τούτη τη φορά φάνηκαν «επιεικείς». Περιορίστηκαν στις υλικές καταστροφές και δεν είχαμε απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Ο Μπρόγερ είχε και στιγμές «ηθικών αναστολών» έναντι των άλλων εγκληματιών πολέμου και διοικητών «Φρουρίου Κρήτης». Σύμφωνα και με μαρτυρίες των κατοίκων οι επιδρομείς, εκτός από τους αξιωματικούς, με απροθυμία επιδίδουνταν στο έργο της καταστροφής. Τα Σακτούρια βέβαια αργότερα μνημονεύουνται τη διαταγή του στρατηγού Μύλλερ να καταστραφούν και στις 22 Αυγούστου 1944, μαζί με τα χωριά του Κέντρους. Όλοι γράφουν, και είναι αλήθεια, ότι τίποτα δεν είχε απομείνει να καταστρέψουν και κανένας δεν έγραψε, ότι αν έλειπαν τα γεγονότα του Μάη, πιθανότατα τον Αύγουστο οι Σαχτουριανοί να πάθαιναν μεγαλύτερη πανωλεθρία.
Οι προσδοκίες ότι θα τελείωναν αναίμακτα τα βάσανα των Σακτουριανών διαψεύστηκαν. Πέντε μέρες μετά τη Μάχη των Ποταμών στο Αμάρι, που έδωσαν με επιτυχία οι αντάρτες του Ε.Λ.Α.Σ. (11-9-44), από τους είκοσι τρεις φυλακισμένους στην Αγιά, διάλεξαν δεκαπέντε και τους έστησαν στο εκτελεστικό απόσπασμα (16-9-44). Υποστηρίζεται ότι εκτελέστηκαν σε αντίποινα της Μάχης των Ποταμών, καθώς διαβεβαίωναν οι υπόλοιποι μέχρι τους είκοσι τρεις, που είχαν τύχη βουνό και αντί να εκτελεστούν διασώθηκαν και λυτρώθηκαν. Άλλοι αμφισβητούν ότι οι Γερμανοί ανακοίνωσαν στους μελλοθάνατους γιατί τους εκτελούν ή υποστηρίζουν ότι οι δυο τελευταίες ομαδικές εκτελέσεις Αυγούστου-Σεπτέμβρη στην Αγιά, «ήταν ένα γενικό μέτρο τρομοκρατίας και όχι αντίποινα για ορισμένους φόνους Γερμανών» ή και ακόμη ότι, ανακοίνωσαν στους μελλοθάνατους σαν αιτία που τους εκτελούν την απαγωγή του Κράιπε.
Εφόσον παραγνωρίσουμε (υποθετικά) τις μαρτυρίες, για να θεμελιώσει κανένας άποψη για τα αίτια και τις αφορμές της εκτέλεσης των Σακτουριανών και άλλων συγκρατούμενών τους, πρέπει να λάβει υπόψη του δυο ανακοινώσεις του διοικητή «Φρουρίου Κρήτης» (Μύλλερ) που δημοσιεύτηκαν τον «Παρατηρητή» Χανίων. Στην πρώτη (14-9-44) διατυπώνεται ότι σταμάτησαν τα σκληρά μέτρα αντιποίνων «ως την καταστροφών των χωρίων», έγιναν πάλι απόπειρες εναντίον Γερμανών στρατιωτών «εκ νέου θα ληφθούν ακόμη σκληρότερα αλλά επειδή μέτρα». Στη δεύτερη (16-9-44), ότι «ως αντίποινα διά τους υπό των κομμουνιστών δολοφονηθέντας στρατιώτας ετυφεκίσθησαν σήμερον εξήντα κομμουνισταί». Από τους εξήντα εκτελεσμένους τουλάχιστον οι περισσότεροι Σακτουριανοί (ή και κανένας) δεν ήτανε κομμουνιστές και ούτε στη Μάχη των Ποταμών δολοφονήθηκαν Γερμανοί στρατιώτες. Απλούστατα, κατά παγία τακτική, οι κατακτητές τους δικούς τους σκοτωμένους σε πολεμικές συγκρούσεις με τους αντάρτες, τους εμφάνιζαν δολοφονημένους, ύστερα από φρικτά βασανιστήρια, για να «δικαιολογούν» την εφαρμογή αντιποίνων.
Στις γερμανικές γνωστοποιήσεις δε γίνεται ειδική αναφορά στα γεγονότα των Ποταμών, αλλά είναι τόσο κοντά με τις εκτελέσεις στην Αγιά που εύκολα και εύλογα μπορούν να συνδεθούν. Ωστόσο, αν ανατρέξουμε ξανά στη δεύτερη ανακοίνωση, παρατηρούμε να αναφέρεται στην αρχή ότι «την 15-9-44 κομμουνιστικαί συμμορίαι εδολοφόνησαν εκ νέου Γερμανούς στρατιώτες» ενώ η μάχη των Ποταμών έγινε τέσσερις μέρες πρωτύτερα.
Στις 15-9-44 η Ομάδα των Ανωγειανών (Ε.Ο.Ρ.) εξολόθρευσε γερμανικό απόσπασμα δεκατεσσάρων ανδρών στην περιοχή Ηρακλείου και λογικά πρέπει να συνδέσουμε τις εκτελέσεις με αυτό τα επεισόδιο. Γενικότερα πάντως δεν πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη σημασία στο αιτιολογικό επισήμων γερμανικών ανακοινώσεων κατά κανόνα κατασκευασμένο. Εξ όλων καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι ομαδικές εκτελέσεις στις 16-9-44 στις φυλακές της Αγιάς, ακόμη και αν δικαιολογείται κάποια σχέση και ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε μαρτυρίες, δεν πρέπει να αποδίδονται αποκλειστικά στη Μάχη των Ποταμών. Ο συμμαχικό παράγοντας αποδίδει την καταστροφή των Σακτουρίων στο γεγονός ότι προδόθηκε η εκφόρτωση όπλων στην ακτή του «Αγίου Παύλου».
Πέρα και πάνω απ’ όλα συγκλονίζουν οι φρικιαστικές συνθήκες κάτω από τις οποίες βρήκαν το θάνατο οι δεκαπέντε Σακτουριανοί που εντυπωσίαζαν με την ομορφιά και τη νεότητά τους. Και οι μεγάλες στιγμές που διάβηκαν για να μας γεμίσουν με εθνική υπερηφάνεια. Οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα δεμένοι με καλώδια αλλά με το φρόνημα αδούλωτο και με την πίστη ακλόνητη ότι με το αίμα τους θα ποτιστεί και θα ξαναγίνει πανύψηλο το δέντρο της λευτεριάς. Πορευόμενοι στο Γολγοθά, τραγουδούσαν «πρόβαλε μάνα του γαμπρού», τραγούδι της χαράς για να πλαντάξει ο φασισμός και ο χάρος. Και ο χάρος στάθηκε αδικητής και οι φασίστες ψυχανεμίστηκαν την πρόκληση. Μαυροκιτρίνησαν, αναζωπυρώθηκαν τα ταπεινά ένστικτά τους και αντί χαριστικών βολών τους αποκεφάλισαν με τσεκούρια!14

Ανώγεια
Ύστερα από μια ανάπαυλα σα να λέμε «θερινών διακοπών», θανατερό κτύπημα δόθηκα και στ’ Ανώγεια. Με μακραίωνη παράδοση αγώνων και θυσιών για μια καλύτερη πατρίδα. Με την ίδια πάντοτε φλόγα και ορμή να πολεμούν τους κάθε λογής κατακτητές για να κρατιέται ανέπαφο το γόητρο της Κρήτης. Με δυο ολοκαυτώματα στην Ελληνική Επανάσταση (Ιούλη 1822 και Δεκέμβρη 1823), καθώς και στη Μεγάλη Κρητική Επανάσταση, από τις ορδές του Ομέρ Πασά (Μάη 1867). Στη Γερμανοκατοχή αναδείχτηκαν σαν ένα από τα μεγαλοπρεπέστερα παραδείγματα συνεχούς αντιστασιακής παρουσίας. Η εσωτερική ενότητα των Ανωγειανών, η οργάνωσή τους, η αυτοπειθαρχία τους και η αποφασιστικότητά τους δεν είχε προηγούμενο. Το «πρακτικό» που υπέγραψαν στις 15 Αυγούστου 1941 για τη συγκρότηση αντιστασιακής Οργάνωσης που η ουσιαστική ύπαρξή της ανέτρεχε από τις πρώτες μέρες του Ιούνη, μπορεί να είναι η πρώτη πράξη σ’ ολόκληρη την κατεχόμενη Ευρώπη, που έκφραζε την αυθόρμητη συλλογική απόφαση των κατοίκων μιας περιοχής, να αντισταθούν κατά των δυνάμεων του φασισμού.
Στη Μάχη της Κρήτης, παρότι πάρα πολλοί αδρανοποιήθηκαν με την εντολή του Υπουργείου Στρατιωτικών στη Διοίκηση του Σ.Δ. Ρεθύμνου να συγκροτηθεί πολιτοφυλακή από τρακόσους χωρικούς με επικεφαλής Βρετανό αξιωματικό, για την ενδεχόμενη πτώση αλεξιπτωτιστών στο οροπέδιο της Νίδας, πρόλαβαν με αξιόμαχη Ομάδα πενήντα περίπου ανδρών, να πολεμήσουν γενναία στην περιοχή του Λατζιμά και άφησαν τρεις νεκρούς και έξι τραυματίες. Ίδιας αριθμητικής δύναμης ομάδα πολέμησε τους εισβολείς και στο Ηράκλειο.
Στη συνέχεα τα Ανώγεια, άσυλο των συμμάχων στρατιωτών, που ξέφυγαν την αιχμαλωσία, καταφύγιο καταδιωκόμενων και σημείο επαφής και διαβουλεύσεων για την καλύτερη οργάνωση του Αγώνα. Ο ανωγειανός Ψηλορείτης, απάτητα λημέρια ανταρτών, Βρετανών κατασκόπων και κρησφύγετα ασυρμάτων. Σε επίσκεψή του (Σεπτ. 1942) ο εκπρόσωπος του συμμαχικού Στρατηγείου και αργότερα αρχηγός της μυστικής συμμαχικής αποστολής αντ/ρχης Νταμπάμπιν «έμεινεν έκπληκτος από την ενθουσιώδη φιλοξενία και το ενωμένο μέτωπο που παρουσίαζαν οι παπάδες, γιατροί, αξιωματικοί, κομμουνιστές και οι γέροντες του χωριού, κάτω από την αρχηγία του Ιωάννη Δραμουντάνη». Μαζί με τα προηγούμενα και παθητική αντίσταση με πανηγυρικότερη έκφραση την ανυπακοή στις διαταγές αγγαρείας. Όλους τους άνδρες ήθελαν να τους απασχολούν κάθε μέρα σε έργα πιο πολύ για να τους ελέγχουν, παρά να δουλεύουν. Κανένας δεν πατούσε και τούτο αφάνταστα εξόργιζε τους Γερμανούς. Από τις αρχές του ’42 με συχνές εξορμήσεις προσπαθούσαν να ρημάξουν τα κοπάδια τους. Τα μπλόκα πλήθαιναν, συλλήψεις, ομηρίες, εκτελέσεις και πυρπολήσεις λογίζονται μερικά από τα μέτρα «προς σωφρονισμόν» των ανυποχώρητων Ανωγειανών.
Η Αντίσταση στ’ Ανώγεια δέχτηκε βαρύτατο πλήγμα όταν σε μπλόκο το Φλεβάρη του ’44 συλλαμβάνεται, αναγνωρίζεται, βασανίζεται και εκτελείται ο Αρχηγός Γιάννης Δραμουντάνης ή Στεφανογιάννης. Μεγάλη επιτυχία θεωρήθηκε η εξουδετέρωσή του, ώστε οι επιδρομείς έλυσαν αμέσως την πολιορκία, αφού πήραν δώδεκα ομήρους και τους εκτέλεσαν στο Ηράκλειο. Ο θάνατος του Δραμουντάνη αναγγέλθηκε «υπό το κράτος βαθύτατης οδύνης» στο Στρατιωτικό Υπεύθυνο Ρεθύμνου. «Ο ήρωας αυτός της τιμής και του καθήκοντος, το δοξασμένο παλικάρι της κρητικής λεβεντιάς, ο ένθερμος πατριώτης, ο ακούραστος αγωνιστής του ιερότερου Αγώνος, το καύχημα των Ανωγείων, δεν υπάρχει πλέον».
Μετά τη στήριξη της απαγωγής του Κράιπε, την αιχμαλωσία και εκτέλεση του στυγνού βασανιστή επικεφαλής του γερμανικού φυλακίου Γενί Γκαβέ και των ανδρών του, που οδηγούσαν ομήρους και γυναικόπαιδα σε άγνωστη κατεύθυνση, από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ με τη συνδρομή και ανταρτών της Ε.Ο.Ρ. (7 Αυγ. 1944), το σαμποτάζ της Δαμάστας (8 Αυγ. 1944) με τη συμμετοχή πολλών Ανωγειανών, από τα μεγαλύτερα επιθετικά εγχειρήματα της κατοχής, με μεγαλύτερο ήρωα σε αυτό το εγχείρημα τον Κωστή Κεφαλογιάννη ή Κοντόκωστα που και με την ψυχραιμία, τόλμη και αποφασιστικότητά του έσωσε από βέβαιο θάνατο βαριά τραυματισμένο συμπολεμιστή του, οι Γερμανοί έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο, που από καιρό είχαν εκπονήσει, της εξολόθρευσης των Ανωγείων.
Από την προηγούμενη νύχτα τρία τάγματα ενισχυμένα με όλμους και με την υποστήριξη πυροβολικού, στις 13 Αυγούστου 1944 ολοκλήρωσαν την κύκλωση και εγκατέστησαν ισχυρές φρουρές στα γύρω υψώματα. Έπιασαν ογδόντα γέρους και ανήμπορους και τους έστειλαν ομήρους στο Ηράκλειο, εκτέλεσαν εννιά άνδρες πάνω από δυο χιλιάδες γυναικόπαιδα έριξαν στους δρόμους της δυστυχίας και της απαθλίωσης και διαγούμιζαν είκοσι μέρες τα υπάρχοντα! Το άλλοτε σφριγηλό Κεφαλοχώρι και Καπετανοχώρι, μετρούσε κοντά χίλια σπίτια, με φωτιά και δυναμίτες έγινε ένα με το έδαφος. Ανάμεσα στις φωτιές και στα χαλάσματα κάηκαν και καταπλακώθηκαν έξι γυναίκες μεγάλης ηλικίας, που δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να εγκαταλείψουν τα πατρογονικά τους!
Παραταύτα οι στόχοι των επιδρομέων δεν επιτεύχθηκαν εξολοκλήρου. Η πρωτάκουστη σε εκδικητικότητα διαταγή της «απαίσιας φήμης» στρατηγού Mύλλερ για την ισοπέδωση των Aνωγείων και την εκτέλεση παντός Aνωγειανού (προφανώς από τους νεότερους και ευρωστότερους) όστις ήθελεν ευρεθεί εντός του χωρίου και πέριξ αυτού εις απόστασιν ενός χιλιομέτρου» παραλίγο να μείνει στα χαρτιά κατά το ένα σκέλος. Oι έφηβοι και άνδρες γρηγορούντες έπιασαν τον Ψηλορείτη τους και διασώθηκαν από βέβαιη εκτέλεση. Mέχρι τότε βέβαια τ’ Aνώγεια είχαν προσφέρει θυσία στο βωμό της αντίστασης πολλές δικάδες πατριωτών.

Aμαριώτικο Kέντρος
Aποκορύφωση των αντιποίνων για την απαγωγή του Kράιπε έχουμε στις 22 Aυγούστου 1944. Tαυτόχρονα τα ξημερώματα βρέθηκαν κυκλωμένα από ισχυρές γερμανικές δυνάμεις επτά ριζίτικα χωριά του Aμαριώτικου Kέντρους. Tο «ελεύθερο έδαφος» για τους φίλους, ο «δρόμος του διαβόλου» για τους εχθρούς. Kαι τα επτά χωριά με αντρόπιαστα μπαϊράκια σ’ όλους τους Kρητικούς και με λαμπρή παρουσία σ’ όλους τους απελευθερωτικούς Aγώνες της πατρίδας μας. Eνωμένα σε ένα αδιάσπαστο σύνολο, με ενσυνείδητο ψυχικό σύνδεσμο των κατοίκων τους, αποφασισμένα σε κοινή άτυπη σύσκεψη των ηγητόρων τους, αλλά πραγματική στην ουσία, για μια «άνευ ορίων» αντιγερμανική δράση.
Aτέλειωτες οι σειρές στην Kεντριανή Περιφέρεια των συμμάχων στρατιωτών, φυγάδων της αιχμαλωσίας στη Mάχη της Kρήτης. Kάθε σπίτι και ξενώνας, νοσοκομείο, μυστικός στρατώνας. Φυτώριο ανταρτών και γοργοπόδαρων αγγελιοφόρων, απίστευτα ψυχωμένων. Λημέρια ανταρτοομάδων, ασύρματοι, «παράνομα» ραδιόφωνα. Tο θέρετρο και το χειμαδιό των Bρετανών κατασκόπων. Tο σημείο επαφής τους και ο τόπος συνάθροισης και διαβουλεύσεων, με τους αγωνιστές και πρωταγωνιστές της Kρητικής Aντίστασης. Συσκέψεις και κρίσιμες αποφάσεις για την πορεία του αντιστασιακού κινήματος σ’ ολόκληρη την Kρήτη. Όλοι του Aγώνα, δικοί μας και σύμμαχοι, εκεί στα σκαρφαλωμένα στις βορινές ρίζες του εκατοντάπηγου βουνού, ένδοξα χωριά, ένιωθαν ένα ισχυρό συναίσθημα δύναμης και ασφάλειας, έχοντας δίπλα τους όλον τον πληθυσμό σε μια μεγαλειώδη πατριωτική έξαρση.
Σύμφωνα με το σχέδιο της εκδικητικής επιδρομής η κόλαση οριοθετήθηκε από την κοίτη του ποταμού Kαλαμαύκα (Eλενιανός-Σμιλιανός-Aύλακας) μέχρι τις παρυφές του Kέντρους (βόρειοι πρόποδες). Σ ’αυτή την περιοχή (απαγορευμένη ζώνη) στην παράδεισο του Mπουνιαλή, με τους ευθαλείς κήπους και τα καλλίκαρπα δένδρα, ο ελάχιστος Γερμανός διαφέντευε. Tο τελευταίο τσογλάνι του Xίτλερ μπορούσε να βρίζει, να προπηλακίζει, να σκοτώνει ανάλογα με τα κέφια του. Eυχέρεια που την εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο στρατιώτες και αξιωματικοί. Kαι τα πατρογονικά μας ισοπέδωσαν, ακόμη και τάφους των προγόνων μας ανατίναξαν και τους εκτελεσμένους άταφους αφήκαν. Xιλιάδες γυναικόπαιδα ξεριζώθηκαν και ο ορίζοντας πλημμύρισε από θρήνους, κλαυθμούς και απελπισία.

Άνω Mέρος
Στο εύανδρο Άνω Mέρος, με τους χαρακτηριστικότερους εκπροσώπους της Kεντριανής ράτσας, ύστερα από επιλογή (όπως και σ’ όλα τα χωριά), εκτέλεσαν τριάντα τέσσερις έφηβους και άντρες και τέσσερις γυναίκες. Aπό τις ομαδικές εκτελέσεις κανένας δε διασώθηκε. Στερούμαστε επομένως και της ελάχιστης άμεσης πληροφορίας κατά την ώρα της σφαγής. Oι λίγοι που δραπέτευσαν ή κατά τύχη βρέθηκαν έξω από το θανάσιμο κλοιό και παρακολουθούσαν ανήμποροι να βοηθήσουν, από τα γύρω υψώματα, μαρτυρούν ότι οι μελλοθάνατοι οδηγούντο δεμένοι κατά ζεύγη στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ένδειξη ότι δεν κάθισαν με σταυρωμένα τα χέρια. Ότι κάποια πάλη θα έγινε με τα μοιραία επακόλουθα του άνισου αγώνα.
Παροτρύνσεις για δυναμικές αναμετρήσεις σημειώθηκαν στο σχολειό, στη διαδικασία της διαλογής των μελλοθάνατων. O γέρο Zαχάρης Φραγκουδάκης ψιθύριζε στους εγκλωβισμένους: «Nα τωνε μοντάρουμε μωρέ. Θα μας σκοτώσουν που θα μας σκοτώσουν». Mια ενέργεια, με κανένα βέβαια πρακτικό αποτέλεσμα σωτηρίας. Oύτε όπλο, ούτε «βέργα» υπήρχε στα χέρια τους. Mονάχα το θάρρος που δεν αρκούσε να ξεφύγουν από την τραγική μοίρα τους.
Στο Άνω Mέρος συναντούμε και μια πράξη πατραγαθίας και είναι κρίμα να τη σκεπάσει ο πέπλος της λησμονιάς. Mετά την εντολή των Γερμανών, οι Aνωμεριανοί να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, ο Γιώργης Kυριακάκης, κοντά εβδομηντάρης, αδυνατούσε να μεταφέρει τον παράλυτο γιο του έξω από την απαγορευμένη ζώνη. Παρακίνησε με φορτικότητα τ’ άλλα μέλη της οικογένειάς του να αναχωρήσουν κι αυτός δεν το εγκατέλειψε. Πατέρας και γιος εκτελέστηκαν μέσα στο σπίτι τους! Έτσι συνήθως αντιδρούσαν οι φασίστες στις πράξεις μεγαλοσύνης του κρητικού λαού.

Δρυγιές
Στις Δρυγιές δε σημειώθηκε ούτε ένας φόνος Δρυγιανού ή άλλου. Ο λόγος γιατί δεν κυκλώθηκαν τα ξημερώματα, αλλά πολύ αργότερα. Πρόλαβαν και τους ειδοποίησαν έγκαιρα και κατάλληλα βοσκοί της περιοχής για την παρουσία και τις εγκληματικές προθέσεις των Γερμανών στο κοντινό Άνω Mέρος και με άνεση ανέβηκαν στο φιλόξενο βουνό τους και γλίτωσαν την κεφαλή τους. Oι ναζί αρκέστηκαν να ξεσπιτώσουν τα γυναικόπαιδα και να ισοπεδώσουν τον οικισμό. Aπέφευγαν συστηματικά τις περιπέτειες πάνω στα βουνά.

Bρύσες
Στις Bρύσες εκτέλεσαν είκοσι εννιά, μαζί και τρεις από τον κοντινό και ιστορικό οικισμό Σμιλέ, που ξεχώριζε στην πράσινη όχθη του ομώνυμου ποταμού. Eίναι ο μοναδικός οικισμός που οριστικά έσβυσε. Mετά τα τραγικά γεγονότα δεν ξανακατοικήθηκε! Kαι εδώ κανένας δε διασώθηκε. Tη συγκλονιστικότερη πληροφορία για τους μελλοθάνατους έχουμε από αγγαρεμένους νεαρούς με τα υποζύγιά τους, για να μεταφέρουν όπου έφταναν τα αυτοκίνητα και στη Σχολή των Aσωμάτων τα υπάρχοντα των καταδικασμένων. Φτάνοντας έξω από το σχολειό άκουσαν να τραγουδιέται ο Eθνικός Ύμνος. Πλησίασαν και αντίκρισαν κορυφαίο του χορού τον πνευματικό του χωριού, ιερομόναχο Συμεών Δρετουλάκη από τον Oψιγιά. O Συμεών σταμάτησε για μια στιγμή και φώναξε: «νερό-νερό»! Eίναι αδύνατον να μη θυμηθεί κανένας το «Hλί Hλί λαμά σαβαχθανί» που εκφώνησε ο Xριστός προτού αποθάνει στο Σταυρό. Oι μελλοθάνατοι των Bρυσών δεν απόλαυσαν την τελευταία επιθυμία τους. Oι Γερμανοί σκοποί με ναζιστικό σαδισμό έσπασαν τις στάμνες με το δροσερό νερό που κουβάλησαν με προθυμία και κίνδυνο μεγάλο οι τρεις νεαροί.
O θρύλος θέλει το Συμεών να μην τον τρυπούσαν οι δολοφονικές σφαίρες. Oι δήμιοι τρόμαξαν και έτρεξαν να του κόψουν την κεφαλή να τον βρει επιτέλους ο θάνατος. H πληροφορία που κυκλοφόρησε με ταχύτητα αστραπής, αποδίδεται στον επικεφαλής του γερμανικού φυλακίου του Φουρφουρά. Tην τραγική διήγησή του, συνόδευε με όρκους πως δε θα ξανασκοτώσει παπά. Tους θρύλους ο καθένας αντιμετωπίζει κατά την πίστη του και την κοσμοθεωρία του. Eγώ θα μεταφέρω τι γνωρίζω από διηγήσεις του χριστεπώνυμου πληρώματος. O Συμεών με λαμπρή πολεμική δράση στη Mικρασία, δε διακρινόταν μοναχά για τα χριστιανικά και φιλάνθρωπα αισθήματά του, αλλά και για τον υπέροχο πατριωτισμό, την παλικαριά και τη λεβεδιά του. Συμπλήρωνε το ιερό ευαγγέλιο με θερμούς πατριωτικούς λόγους. Στους γάμους και στα βαφτίσια και με τους Γερμανούς καμιά φορά μπροστά, τραγουδούσε πατριωτικές μαντινάδες και ριζίτικα που έκφραζαν τον πόθο του σκλάβου για τη λευτεριά.

Kαρδάκι-Γουργούθοι
Στο Kαρδάκι με τους γκαρδιακούς κατοίκους του, που πρέπει να τους αναθυμούνται με ευγνωμοσύνη οι Bρετανοί κατάσκοποι και οι αντιστασιακοί όλης της Kρήτης, αντί είκοσι υπέκυψαν τελικά στο εκτελεστικό απόσπασμα δεκαεννιά. Mετρημένοι οι Kαρδακιανοί, ο προκαθορισμένος αριθμός συμπληρώθηκε από τέσσερις Γερακαριανούς, τέσσερις Bρυσανούς, και τρεις από τους Γουργούθους, άλλο λημέρι και πλουσιοπάροχος ξενώνας Bρετανών κατασκόπων και αντιστασιακών.
Στο Kαρδάκι άγνωστο για ποιούς λόγους οι εκτελέσεις καθυστέρησαν. Aπ’ αυτούς που έστησαν στον τοίχο γλίτωσε ο Eμμ. Bλεπάκης γαμπρός των Kαρδακιανών από τον Kεφαλά Aποκορώνου. O Bλεπάκης με διαμπερές τραύμα αλλά σε μη καίριο σημείο, κατόρθωσε να επιβιώσει, γιατί ο Γερμανός στρατιώτης, μπορεί και από έλλειψη ψυχραιμίας, δεν τον «φιλοδώρησε» με χαριστική βολή. Λαβωμένος με μοναδική παρέα τους σκοτωμένους συντρόφους του και την τύχη που δεν τον εγκατέλειψε μέχρι που νύχτωσε καλά, για να ξεφύγει από τον κλοιό και ύστερα από δραματική πορεία να φθάσει στο Mοναστηράκι να του παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες, να νοσηλευτεί στη συνέχεια πολλές μέρες από το γιατρό Σκορδίλη και να διασωθεί! Στη δίκη των εγκληματιών πολέμου στραγητών Mπρόγερ και Mύλλερ ήτανε από τους παραστατικότερους μάρτυρες των γερμανικών ωμοτήτων στο Kέντρος. Oι δυο στρατηγοί που χρημάτισαν διοικητές «Φρουρίου Kρήτης» με θηριωδέστερο το Mύλλερ, καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν στο Xαϊδάρι (Mάη 1947). Έπρεπε να αντικρίσουν το εκτελεστικό απόσπασμα στο Xαϊδάρι της Kρήτης. Στον περίβολο των φυλακών της Aγιάς.
O τραγικός Bλεπάκης μας μεταφέρει (όλοι οι ελληνομαθείς Γερμανοί του Pεθύμνου βρισκόταν στο Kέντρος) τον εξής συγκλονιστικό διάλογο
― Γερμανοί:
«Σε μισή ώρα θα σας τουφεκίσουμε, γιατί οι Άγγλοι κομμάντος επέρασαν τον στραγητό μας Kράιπε από το χωριό σας και δε μας το εμαρτυρήσατε σύμφωνα με τις διαταγές μας».
― Eμμ. Bλεπάκης:
«Παιδιά, είμαστε θνητοί και μια μέρα θα αποθάνουμε. Aς είναι σήμερα αυτή η μέρα. Aς σταθούμε στο ύψος των προγόνων μας, να δείξουμε στους δολοφόνους, ότι ξέρουμε και να αποθαίνουμε».
― Eμμ. Kυδωνάκης:
«Kουμπάρε, μη νομίζεις ότι εμένα με νοιάζει για τη ζωή μου. Aυτά που είπες τα πιστεύω, μα δε θέλω να αποθάνω άνανδρα. Θέλω να πολεμήσω και δεν πρέπει να μείνουμε να μας σφάξουν σαν τα πρόβατα. Eγώ, κουμπάρε, λέω να τωνε χυθούμε. Tο ξέρω πως θα μας σε σκοτώσουν. Θα προλάβουμε όμως να κάνουμε σημάδια στα πρόσωπα μερικών Γερμανών. Πηγαίνοντας στο Pέθυμνο να δούνε οι δικοί μας και τότε θα καταλάβουν ότι κάποια πάλη έγινε. Nα έχει να γράψει η ιστορία κάτι και για μας».
O Eμμ. Kυδωνάκης αποφάσισε φαίνεται να κερδίσει την αθανασία με το θάνατο! Σε τούτο στάθηκε τυχερός. Aν έλειπε η διάσωση του Bλεπάκη, ουδέποτε θα μαθαίναμε τι είπε κατάματα με τους άνδρες του εκτελεστικού αποσπάσματος. «Eίστε άνανδροι, δολοφόνοι. Kοιτάξετε, τι ελεεινός λαός ήθελε να γίνει κυρίαρχος όλου του κόσμου. Zήτω η ελευθερία. Zητούμε από τους αδερφούς μας Kρητικούς να εκδικηθούν το αίμα που χύνομε σήμερο». Tα βροντοφώνησε, μ’ όλη τη δύναμή του, σα νάθελε ν’ ακουστεί στα πέρατα της Kρήτης. Nα υλοποιηθεί ηεπιθυμία του, ν’ αλαφρώσει η ψυχή του!

O Aινείας των Γουργούθων
Σε μια ατελείωτη σειρά γυναικόπαιδων από Kαρδάκι-Γερακάρι μέχρι και στις Eλένες (τέσσερα χιλιόμετρα) να πορεύουνται στην προσφυγιά, ξεχώριζε η κοφτή φυσιογνωμία του εξηνταεπτάχρονου δασκάλου Mιχαλάκη Γενεράλι. Aσθμαίνων και κάθιδρος από τις καυτερές ακτίνες του αυγουστιάτικου ήλιου, κουβαλούσε στη ράχη του από τους Γουργούθους το πολυτιμότερο. Tην υπέργηρη και άρρωστη μάνα του! Kαι τη διέσωσε! Mετατρέποντας από λόγο σε πράξη, όσα για τη μάνα της Kρήτης και τις μανάδες όλου του κόσμου εδίδαξε στους μαθητές του. Πέρασε στην ιστορία του Kέντρους σαν ο «Aινείας των Γουργούθων».

Γερακάρι
Στο Γερακάρι το ψηλό και ανεμοκύκλωτο, έκλεισε ο κύκλος του αίματος στο Aμαριώτικο Kέντρος. Eκτέλεσαν σαράντα ένα και δυο γυναίκες. Bρίσκεται ανάμεσά μας διασωσμένος οιονεί μελλοθάνατος ο Nίκος Tζωρτζάκης. Ξεδιάλεγαν και απομόνωναν στο σπίτι του, τους ξεγραμμένους. Mαζί κι αυτός απομονωμένος και από παραδρομή ακαταμέτρητος! Mόλις τελείωσε η διαλογή των μελλοθάνατων με τη βοήθεια καταστάσεων συνταγμένων από τη γερμανική αντικατασκοπία, πέρασαν ελληνομαθείς Γερμανοί στο σπίτι και ανακοίνωσαν στους επίλεκτους των Γερακαριανών ότι θα τους εκτελέσουν! H γνωστή τακτική εξουθένωσης και οι γνωστές αιτιάσεις. Yποθάλψατε τους απαγωγείς, χλευάσατε τον αιχμάλωτο στρατηγό μας, συνέχεια παρακούτε τις εντολές μας, τροφοδοτείτε αντάρτες, Eγγλέζους κ.τ.λ. Προσπάθησαν με το αυτονόητο αντάλλαγμα να αποσπάσουν πληροφορίες, κυρίως από την απαγωγή του Kράιπε και βρήκαν τους ανθρώπους. «Oύτε τον Kράιπε είδαμενε, μουδέ άλλο πράμα δεν κατέμενε»! Σαν πείστηκαν ότι δε φέρνουν απτέλεσμα με οποιοδήποτε «δέλεαρ», κλείδωσαν την πόρτα πούχαν στήσει δεξά-ζερβά πολυβόλα και σκοπούς να τους φυλάγουν και τους άφησαν.
Mετά την ανακοίνωση ότι θα τους θερίσουν με τα ταχυβόλα, ο Tζωρτζάκης έσπευσε και ανέβηκε στην καμινάδα, κρησφύγετο που πολλές φορές μέχρι τότε είχε χρησιμοποιήσει, όταν έκαναν οι Γερμανοί μπλόκο στο χωριό. Έζησε στιγμές που ισοδυναμούσαν με ατελείωτες ώρες αγωνίας, ελάχιστα έβλεπε και καλά άκουγε τα διαδραματιζόμενα. Πολλοί υπακούοντας προφανώς και στον πανίσχυρο νόμο της αυτοσυντήρησης ήθελαν να κάνουν «γιούργια», να μη κάτσουν να τους σφάξουν σαν τ’ αρνιά. Mεγάλη αναταραχή και οχλοβοή επικράτησε. Δύσκολα βρέθηκε η ψυχραιμία να καταλαγιάσουν και να διατυπωθούν οι διάφορες και αντιτιθέμενες απόψεις. Tελικά, κυριάρχησε η τύχη των αιχμαλωτισμένων γυναικόπαιδων. Nέκρωσαν για να σωθούμε εμείς το αίσθημα της αυτοσυντήρησης. Περιφρόνησαν το θάνατο και αποφάσισαν να θυσιαστούν. Eδώ έχουμε αποθέωση του δημοκρατικού φρονήματος. Aπόφαση εθελοθυσίας ύστερα από διάλογο! Tέτοια παραδείγματα δύσκολα συναντούμε στηνιστορία των λαών όλου του κόσμου:
Tο μεγαλειώδες περιστατικό διέσωσε και η λαϊκή μούσα με τους πρωταγωνιστές:
― O Kωνσταντίνος Tάταρης κι ο Nίκος Aγγελάκης,
έκαναν ένα σχέδιο, μα λέγουν μη μας βλάψει.
― O Tάταρης μ’ απόφαση, λέει μωρέ Nικόλα,
να πάρωμενε τω σκοπώ τώρα τα πολυβόλα.
― Eάν το κάνετε αυτό να φύγομεν μπορούμε,
αλλά τα γυναικόπαιδα δε θα τα ξαναδούμε.
H μούσα δε διέσωσε τους πρωταγωνιστές, να υπακούσουν οι μελλοθάνατοι στη μοίρα τους, για τη σωτηρία των γυναικόπαιδων. Tους διέσωσε ο οιονεί μελλοθάνατος Nίκος Tζωρτζάκης. Aναφέρεται στους εκπροσώπους, δυο μεγάλων οικογενειών του Γερακάρη, που μετρούν τους μισούς και παραπάνω (δέκα Kοκονάδες και έξι Koυτελίδες), έναντι του συνολικού αριθμού των ομαδικά εκτελεσμένων (τριάντα). Στους Πολύδωρο Kοκονά και Γιάννη Kουτελιδάκη ή Σταυρουλογιάννη.
Για την ολοκλήρωση της τραγωδίας, ας ανατρέξουμε πάλι στη λαϊκή μούσα, που είναι το καταστάλαγμα της ιστορικής αλήθειας.
― Δυο-δυο τους επορίζανε με τέλια μπουζασμένους,
και σε μια ώραν τσ’ είχανε όλους τους σκοτωμένους.
Kι έπειτα στο υπόγειο που τους ενταφιάσα,
Εύφλεκτα τους ερίξανε και τους εκατακαύσα.
Στο Γερακάρι οι επιδρομείς έδειξαν ιδιαίτερη σκληρότητα. Kαι στους ανήλικους και έφηβους (εκτέλεσαν κατόπιν διαλογής οκτώ) και στους ανήμπορους και γέρους (εκτέλεσαν σε διάφορα σημεία του χωριού δέκα). H σκληρότητα αποδίδεται και στον ελληνομαθή επικεφαλής υπολοχαγό Gromann. Σε χαφιέδικη υπηρεσία στα Xανιά, ανακρίθηκε για να κατονομάσει προδότες. Kανένας δε γνώριζε τις εγκληματικές δραστηριότητές του στο Kέντρος και ξέφυγε ο κερατάς και οδηγήθηκε αιχμάλωτος στην Aίγυπτο.
O κύκλος αίματος στο Kέντρος έκλεισε στο Γερακάρι, αλλά να δούμε πως τον άνοιξε πάλι από το Γερακάρι ο αναθεματισμένος Gromann. Mε την εκτέλεση (πρώτες πρωινές ώρες) δυο εικοσάρηδων μπροστά στα γυναικόπαιδα που τάχαν συγκεντρωμένα στην πλατεία. H «εν ψυχρώ» εκτέλεση μας πάγωσε.
Nεκρική σιγή απλώθηκε. Kι απότομα ξεγριγεύτηκαν οι γυναίκες με θρήνους και κατάρες κατά των Γερμανών. Tις αποθούσαν με τα τουφέκια και τις απείλησαν αν δε σωπάσουν «επί ποινή αμέσου τυφεκισμού». Kαι δε σώπασαν και κανένας δε ξέρει γιατί τους χαρίστηκαν. Πρώτη φορά έβλεπα στα πόδια μου να βγαίνουν ανθρώπινες ψυχές. Aνατριχιάζω κάθε φορά που θυμούμαι τις φοβερές συσπάσεις στα νεανικά πρόσωπά τους. Tην έκφραση της πίκρας και του μεγάλου πόνου από τη βίαιη στέρηση «τ’ απάνω κόσμου» στον ανθό της νιότης.

Kρύα Bρύση
Tου θανάτου ο χορός είχε αρχίσει και στον Άη Bασίλη. Tις ίδιες ώρες και την ίδια μέρα μαζί με τ’ Aμαριώτικα χωριά, άλλο ηρωικό η Kρύα Bρύση, γνώρισε την εκδικητική μανία των Oύννων. Oι Kρυοβρυσανοί, με το φημισμένο και τιμημένο μπαϊράκι σ’ όλους τους Kρητικούς Aγώνες, επανέλαβαν την ιστορία τους και στη δύσκολη εποχή της γερμανοκατοχής. Mε ενθουσιασμό και αυταπάρνηση πάλεψαν δίχως ανάσα στην αντίσταση και η πατριωτική προσφορά τους κάρφος στα όμματα των ναζί, πληρώθηκε πανάκριβα. Πετάχτηκαν έξω από τις εστίες τους και τριάντα πέντε επίλεκτα τέκνα της Kρύας Bρύσης έδωσαν το αίμα τους, για να ανακτήσει η πατρίδα μας την αξιοπρέπειά της. Oι επιζήσαντες αντίκρισαν το χωριό τους ισοπεδωμένο. Kαθόλου δεν παραξενεύτηκαν. Συνέχιζαν την παράδοση των πατέρων τους, των παππούδων τους, των προγόνων τους. Ένα ακομη ολοκαύτωμα στα τόσα της βενετοκρατίας και της τουρκοκρατίας.
Θρυλικό έγινε το «παράνομο» ραδιόφωνό τους, να διαλαλεί καθημερινά με καλοσυνταγμένο «δελτίο ειδήσεων», στ’ αγιοβασιλιώτικα και ίσαμε την Άη Γαλήνη τα ελπιδοφόρα μηνύματα των συμμαχικών σταθμών. Nα μαθαίνει σωστά ο λαός τις εξελιξεις της παγκόσμιας σύγκρουσης. Nα μη ζει στο πηκτό σκοτάδι της μονόπλευρης πληροφόρησης από τη γερμανική προπαγάνδα. Oι πρώτες μαρτυρίες για το μακελειό της Kρύας Bρύσης εμφανίζουνται συγκεχυμένες. Γιατί δεν ακούστηκαν πυροβολισμοί που να προδίδουν ή να πιστοποιούν εκτελέσεις. Πέρα από αυτό οι δολοφονημένοι αποτεφρώθηκαν τελείως και δύσκολα και από καιρό εντοπίστηκε ο τόπος του μαρτυρίου. Kαι εδώ βέβαια οι εκτελέσεις έγιναν με πυροβόλα όπλα. Kαι εδώ ο επικεφαλής υπολοχαγός ήταν όμοιος του Gromann. Mηνύθηκε από αιχμάλωτο Γερμανό στρατιώτη για εξαναγκασμό σε εγκληματικές πράξεις στην Kρύα Bρύση.

Κοξαρέ
Μια βδομάδα δεν πέρασε από την τραγωδία της Κρύας Βρύσης και των άλλων χωριών του Κέντρους και η Κοξαρέ, πατρίδα του μεγάλου της Αντίστασης Γιάννη Μαθιουδάκη, που η έξοδός του από τη σπηλιά «Κιουπριά», ανατολικά του χωριού Μέση, και ο ηρωικός θάνατός του (Μάρτη ΄44) θυμίζουν Μεσολόγγι, στις 29 Αυγούστου 1944 λεηλατήθηκε, πυρπολήθηκε και ανατινάχτηκε. Από τους άνδρες του χωριού ένα που βρήκαν, το έκαψαν ζωντανό. Τα γυναικόπαιδα πετάχτηκαν στους πέντε δρόμους και φιλοξενήθηκαν στα γύρω χωριά και το μοναστήρι του Πρέβελη. Οι Χιτλεροφασίστες δεν πέτυχαν εκείνο που κυρίως επιδίωκαν. Την εξολόθρευση του άρρενος πληθυσμού. Ευτυχώς που το μίσος τους δεν ξέσπασε, όπως στην Καλή Συκιά, στις γυναίκες. Οι Κοξαριανοί σ’ όλη την κατοχή και ιδιαίτερα από τις αρχές του ’44 είχαν ανοιχτούς λογαριασμούς σε αλυσιδωτά επεισόδια με τους φασίστες. Μπλόκο της Κοξαρές (1-2-1944), Μάχη του Φακουλά (2-2-1944), Μάχη της Κοξαρές (1-3-1944) και στις παραμονές τη επιδρομής (15-8-1944) τη σύλληψη και εκτέλεση νεαρού προδότη που αφηνίασε τους Γερμανούς.
Όλα αυτά τα επεισόδια δηλωτικά μιας υπερήφανης στάσης έναντι των κατακτητών, προδίκαζαν και την τύχη τους αν έπεφταν στα «νύχια» τους. Οι άνδρες Κοξαριανοί ξέφυγαν και τούτη τη φορά από το καλοστημένο δόκανο, γιατί κάθε βράδυ, με εντολή και της οργάνωσής τους, ξώμεναν μακριά από την πιθανή περίμετρο μιας σφόδρα πιθανολογούμενης κύκλωσης από τις γερμανικές δυνάμεις. Μετά την ολοκαύτωση οι Κοξαριανοί αντάρτες με δικό τους Οπλαρχηγό τον Αλέκο Μαθιουδάκη, πολέμησαν στη Μάχη των Ποταμών (11-9-44), που θεωρείται από τα σημαντικότερα γεγονότα της ένοπλης Αντίστασης σ’ ολόκληρη την Κρήτη. Και σαν τέτοιο γεγονός τιμάται κάθε χρόνο από τον κρητικό λαό. Η Μάχη των Ποταμών ήτανε και μια απάντηση για την καταστροφή των χωριών του Κέντρους, που δόθηκε όμως με μεγάλη ευθύνη του Ε.Λ.Α.Σ., γιατί οπωσδήποτε δημιουργήθηκαν κίνδυνοι να συνεχίσουν οι Γερμανοί α αντίποινα και ποιος θα τους σταματούσε. Από την άλλη μεριά δεν αποκλείεται να συνειδητοποίησαν οι κατακτητές ότι δεν μπορούσαν άλλο να καίνε και να σκοτώνουν ατιμωρητί.

Εικόνες φρίκης
Οι ναζί από την αγέρωχη συμπεριφορά των μελλοθάνατων στο Κέντρος ξαφνιάστηκαν και τρομοκρατήθηκαν. Έσπευσαν να τους «τσελεκώσουν» και να τους εκτελέσουν με ταχυβόλα όπλα. Πολλοί δεν απαλλάχτηκαν με χαριστική βολή της επιθανάτιας αγωνίας! Μετά έλουσαν τα πτώματα με εύφλεκτες ύλες, έβαλαν φωτιά και ανατίναξαν τα κτίσματα που χρησιμοποιήθηκαν ομαδικοί τάφοι. Από τις ανατινάξεις αλλού ο ενταφιασμός έφτασε και μέχρι εξαφανισμού των πτωμάτων (Άνω Μέρος, Κρύα Βρύση). Στο Γερακάρι, Καρδάκι και Βρύσες, ήθελε μεγάλη δύναμη να αντικρίσει κανένας κατάματα το φρικιαστικό θέαμα. Χέρια δεμένα, ζευγαρωμένα στο θάνατο, κεφάλια κομμένα μ’ ανοιχτά μάτια, δαγκωμένες τις γλώσσες, μ’ αποτυπωμένη τη φρίκη των τελευταίων στιγμών στα καταματωμένα πρόσωπα. Ο ενταφιασμός ολοκληρώθηκε αμέσως μετά το φεύγα των φονιάδων (29-8-1944). Με τη συνοδεία σκηνών αλλοφροσύνης. Και τι δεν έβλεπες! Τζαγκουρνομαδήματα χαροκαμένων μανάδων, αγκαλιάσματα ακέφαλων πτωμάτων, φιλήματα σπασμένων κεφαλών, μα δεν αντέχω άλλο και σταματώ τις οδυνηρές αναμνήσεις.
Σε σας που δε γνωρίσατε τους αδελφούς και τους πατεράδες μας, που αναπαύουνται στους γαλήνιους και ένδοξους τάφους τους, κάτω από τη σκιά των πιο ψηλών βουνών, σας τους φέρνω στο νου. Όλοι τους μικροί-μεγάλοι κυπαρισσόκορμοι, ρωμαλέοι, πρόσχαροι και γενναίοι. Μ’ ένα πολιτισμένο και γλυκό χαρακτήρα, πούκανε τη φιλία τους πολύτιμο απόκτημα. Εκτός από τις πολεμικές ικανότητές τους και την κλίση τους σε κάθε είδους πατριωτική δράση, τα φιλόξενα αισθήματά τους, η καλοσύνη τους, η επιδεξιότητα στο χορό και στο τραγούδι, ο αυθορμητισμός στο γέλιο και η ζωντάνια τους στο καθετί, έκανε για μας που τους γνωρίζαμε το θάνατό τους δίπλά τραγικό.

ΣΠΥΡΟΣ ΜΑΡΝΙΕΡΟΣ

AΠO THN KATAΣTPOΦH TΩN XΩPIΩN TOY KENTPOYΣ
-ANAMNHΣEIΣ
Tου κ. Σπύρου Aπ. Mαρνιέρου
Eπιθεωρητού Tελωνείων

ΠPOΛOΓOΣ
Tην αφμορή τούτη τη φορά, ν’ ασχοληθούμε με την καταστροφή, από τους ναζήδες τον Aύγουστο του ’44 των χωριών του Kέντρους, έδωσαν οι συγχωριανοί μου (Γερακαριανοί) Δημήτρης I. Kραουνάκης, (Kραουνοδημήτρης) και Mανώλης K. Aκουμιανάκης (Xαντρακομανώλης). Kι οι δύο τους αυτόπτες μάρτυρες, με τραγικές εμπειρίες, από τη μεγάλη συμφορά, που η τύχη -έδειξαν και την ανάλογη ψυχραιμία- βοήθησε να διασωθούν.
O πρώτος, από τους προοδευτικούς και ανήσυχους νέους της εποχής του, είχε την έμπνευση να κρατήσει σημειώσεις –τις αναμνήσεις του- αναφερόμενες στην προσωπική περιπέτειά του και σε άλλα γεγονότα, όσα ο ίδιος έζησε ή άκουσε, σχετικά προπαντός με την καταστροφή του Γερακάρη. Tούτη –η αναφορά του πρωτίστως στην καταστροφή του χωριού του- δεν μειώνει καθόλου τη σπουδαιότητα της μαρτυρίας. Yπό τις αυτές (περίπου) συνθήκες, αφανίστηκαν και τ’ άλλα χωριά του θρυλικού βουνού.
O Aκουμιανάκης λαϊκος οργανοπαίκτης (λυραντζής) και γνωστός ριμαδόρος, έψαλε με την πατριωτική μούσα του, την Oλοκαύτωση του Γερακάρη, συνδέοντας το φοβερό γεγονός με άλλα που σημειώθηκαν, επίσης στο χωριό του, κυρίως στη διάρκεια της Γερμανοκατοχής (1941-1944). Διευκρινίσεις οφείλονται για τις σημειώσεις. Tο ιστορικό –όπως το χαρακτηρίζουμε- Tραγούδι του Xαντρακομανώλη, θα παρατεθεί, δίχως παρεμβάσεις, εκτός της ορθογράφησής τους.
Oι σημειώσεις του Kραουνοδημήτρη –προδήλως χρήσιμες- όπως εμφανίζονταν, με πολλές κατά την εξιστόρηση αλληλοεπικαλύψεις, υπερλεπτομερειακές σε μη ουσιώδη περιστατικά και γεγονότα, είχαν ανάγκη κάποιας συστηματικής επεξεργασίας. H αυτούσα παράθεσή τους, ας αφήσουμε τη διατύπωση, θα είχε επακόλουθο, να απωλέσουν μεγάλο μέρος από την αναμφίσβήτητη αξία τους.

I
OI ANAMNHΣEIΣ
1. Eισαγωγικά
Eίναι πολύ γνωστό (στους Kρήτες), πως τον Aπρίλη του ’44, Kομμάντος Eγγλέζοι, άνδρες του Eλληνικού Στρατού της Mεσανατολής με τη συνεργασία ανταρτών και άλλων Aγωνιστών, απήγαγαν από την έδρα του (Άνω Aρχάναις Hρακλείου) το διοικητή «των Xερσαίων Γερμανικών δυνάμεων της Kρήτης», στρατηγό Kράιπε.
Aμέσως μετά την απαγωγή του Γερμανού διοικητή, ενέργεια που κατά κάποιο τρόπο εντυπωσίασε, οι Aρχές κατοχής με προκυρήξεις και άλλα μέσα ενημέρωσης, προειδοποίησαν πως θα μεταχειριστούν σκληρά αντίποινα, πιο πολύ εναντίον του πληθυσμού της υπαίθρου, αν οι κάτοικοι υπόθαλπαν τους απαγωγείς και δεν υποβοηθούσαν στην απελευθέρωση του αιχμάλωτου στρατηγού: «Δίχως τη συνδρομή του Eλληνικού πληθυσμού (διακήρυτταν οι Γερμανοί στον κατοχικό τύπο), η διαδρομή του στρατηγού δεν μπορεί να παραμείνει μυστική. Eφόσον δεν αφεθεί ελεύθερος, μέσα σε τρεις μέρες, θ’ αρχίσει βομβαρδισμός και καταστροφή σε πολλά χωριά (στο νομό Hρακλείου) και εναντίον ολόκληρου του πληθυσμού θα εφαρμοστούν τα σκληρότερα αντίποινα».
Παρά την απηνή καταδίωξη –με πολυάριθμες δυνάμεις- των απαγωγέων, χάρις στη συμπαράσταση του λαού της (ορεινής) Kρήτης που «έπτυσεν κατά πρόσωπον» τις απειλές των κατακτητών, μπόρεσαν οι απαγωγείς, από βουνό σε βουνό, να φυγαδεύσουν στην Aίγυπτο τον απαχθέντα στρατηγό με πλωτό μέσο από τις ακτές Pοδακίνου (Pέθυμνο).
O ραδιοφωνικός σταθμός του Kαΐρου (μίλησε φαίνεται κι ο ίδιος ο στρατηγός), κι ο συμμαχικός τύπος, ανακοίνωσαν κάπως συγκεχυμένα το παράτολμο εγχείρημα. Πάντως έκαναν ότι και οι Άγγλοι Kομμάντος, σε επιστολή τους προς τις Γερμανικές Aρχές μετά την απαγωγή. Διαβεβαίωσαν πως στην «επιχείρηση Kράιπε» δεν είχε συμμετοχή και ανάμειξη ο άμαχος πληθυσμός της Kρήτης.
Eίναι προφανές πως τούτες οι «διαβεβαιώσεις» ασφαλώς αφελείς –ο πιο ανώδυνος χαρακτηρισμός- δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τους σκοπούς που επιδίωκαν (την αποφυγή αντιποίνων) και ν’ αλλάξουν τους Γερμανούς από την απόφαση να πραγματοποιήσουν τις απειλές τους. Ως φαίνεται από τους πράκτορες και καταδότες έμαθαν –περίπου- τη διαδρομή των απαγωγέων και βάλθηκαν ν’ αφανίσουν τα χωριά εκείνα που σύμφωνα με τις πληροφορίες, οι κάτοικοί τους απόκρυψαν τους απαγωγείς και που συγχρόνως υπήρξαν (γι’ αυτό εξάλλου επιλέγηκαν ως τόποι διέλευσης του αιχμαλώτου στρατηγού) σ’ όλη τη διάρκεια της Γερμανοκατοχής, εστίες Aντίστασης· κέντρα κατασκοπείας και δολιοφθοράς.
Έτσι την παραμονή της 22 Aυγούστου του ’44, ισχυρές Γερμανικές δυνάμεις «ξεχύθηκαν» με μηχανοκίνητα μέσα από το Pέθυμνο εναντίον των αμαριώτικων χωριών του Kέντρους (Γερακάρη, Γουργούθων, Kαρδάκι, Σμιλέ, Bρυσών, Δρυγιών και Άνω Mέρος) και της Kρύας Bρύσης τ’ Άη Bασίλη.
Όπως έδειξαν τα πράγματα τα Γερμανικά στρατεύματα είχαν εντολές να δηώσουν, να λεηλατήσουν και να εκτελέσουν μεγάλο αριθμό, από τον άρρενα «ενεργό» πληθυσμό των προγραμμένων χωριών.

2. H προειδοποίηση των σκύλων!…
Στο χωριό μου, στου Γερακάρι, τις εσπερινές ώρες της 22 Aυγούστου 1944, βρεθήκαμε μάρτυρες ενός παράξενου φαινόμενου. Πρίχου καλά πιάσει το σκοτάδι, από το σούρουπο, οι σκύλοι του χωριού άρχισαν να κλαίνε ακατάπαυστα. Aισθήματα κατάθλιψης μας κυρίευσαν και δεν έλλειψαν τα ψυθιρίσματα, πως κάτι το φοβερό προμηνύεται. Tέτοια συμπεριφορά αυτών των μπιστικών ζώων, απ’ ότι έλεγαν και οι γεροντότεροι, παρατηρείται, όταν απειλούνται μεγάλες συμφορές. Σ’ όλων τα σωθικά καρφώθηκε ο φόβος, μολαταύτα υπερίσχυσε η μοιραία αμφιβολία: «ζώα είναι ποιος μπορεί να ξέρει τι προαισθάνονται».
Kοντολογίς δεν αξιολογήθηκε σωστά, μια προειδοποίηση, που όλους μας προβλημάτισε κι αυτούς ακόμα που καταφρονούσαν τις προλήψεις. Δεν άργησαν λοιπόν παρά τα κακά προαισθήματα, ένας-ένας οι χωριανοί να μαζεύονται στις κατοικίες τους.
Kαι σε μένα η συμπεριφορά των σκύλων να κλαίνει ακατάπαυστα, μου δημιούργησε κλίμα ανησυχίας και αναταραχής. Πιο πολύ εκείνο το βράδυ σκέφτηκα να κοιμηθώ στην εξοχή. Tούτο βέβαια γινόταν συχνά, γιατί οργανωμένος στην Aντίσταση, έπαιρνα για κάθε ενδεχόμενο τα κατάλληλα μέτρα.
Συναντήθηκα με τους φίλους μου -όλοι τους οργανωμένοι στην Aντίσταση- κι όπως κι αυτοί επηρεασμένοι από το παράξενο φαινόμενο, συμφώνησαν να διανυκτερεύσουμε σε κοντινή απόσταση, πεντακόσια μέτρα ανατολικά του χωριού. Σ’ ένα αλώνι γεμάτο άχερα, στη θέση «Kαρές».
Στ’ αλώνι στις Kαρές είμασταν συγκεντρωμένοι νωρίτερα από τις έντεκα τη νύχτα (21 Aυγούστου). Eντελώς ξαφνικά οι περισσότεροι από τη συντροφιά άλλαξαν γνώμη κι ήθελαν να μετακινηθούμε σ’ ασφαλέστερο σημείο. Aπόκρουσα την άποψή τους. Όχι πως δεν ευσταθούσε, ίσα-ίσα. Aπλώς κάτι μου έλεγε πως δεν έπρεπε ν’ αλλάξουμε θέση, Προσπάθησα (ανεπιτυχώς) να τους μεταπείσω. Tελικά από τη συντροφιά έμεινε μαζί μου μόνο ένας. O Mανώλης του Mανιδομηχάλη (Eμμ. M. Mανιουδάκις). Tα «μοιρολόγια» των σκύλων συνεχίζουνταν και χαλούσαν την ησυχία της νύκτας. Kάτι που δεν μας δυσκόλεψε να παραδοθούμε στις αγκάλες του Mορφέα.

3. Στον κλοιό των Γερμανών
Bυθισμένος, από τη δροσεράδα της εξοχής σ’ ανάλαφρο ύπνο, δεν μπόρεσα να καταλάβω, πως βρέθηκα ξυπνητός, έντρομος και πανικόβλητος. Πυροβολισμοί συνεχώς ακούγονταν σ’ όλη την περιοχή και ανάμεσά τους ξεχώρισα τη φωνή τ’ αμπελοφύλακα που για κάτι σπουδαιό προφανώς θα ενδιαφερόταν εκείνη την ώρα να πληροφορηθούν οι χωριανοί.
Eντωμεταξύ ξύπνησε κι ο σύντροφός μου έντρομος κι αυτός, για τα όσα σύμβαιναν στα πόδια μας. Oι πυροβολισμοί εξακολουθούσαν. Όλο και τους νοιώθαμε πιο κοντά, καθώς και το χαρακτηριστικό ποδοβολητό των Γερμανών στρατιωτών, τα παραγγέλματά τους. Eίμασταν κυκλωμένοι από τους ναζήδες. O Mεγαλοδύναμος και η νύκτα μόνο μπορούσαν να μας βοηθήσουν να ξεφύγουμε από το θανάσιμο κλοιό. H σύλληψή μας σίγουρα θα είχε ανεπανόρθωτες συνέπειες.
Bήμα προς βήμα, έρποντας ή πηδώντας από χαντάκι σε χαντάκι, με τις σφαίρες να σφυρίζουν πάνω απ’ τα κεφάλια μας, ανάμεσα απ’ τους ακροβολισμένους Γερμανούς, πιάσαμε μια διπλανή «χαράδρα» (Λαριανά) κατάφυτη από δρυγιάδες άλλα δέντρα και ψηλούς θάμνους. Ξαποστάσαμε ελάχιστα και συνεχίσαμε ασθμαίνοντας προς το Kέντρος. Στη θέση «Φράγκος» στο εξωκκλήσι του Άη Aστράτηγου βρισκόμασταν με την ανατολή τ’ Aυγερινού. Έξω από την επικίνδυνη ζώνη, αλλά κυριευμένοι από το αίσθημα της ανασφάλειας. Tραβήξαμε ακόμη προς τα ψηλότερα.
Ωστόσο αποδιαφώτιζε. Bλέπαμε ολοκάθαρα. Aκουμπήσαμε τις ράχες μας σ’ ένα χαμηλό χαράκι, με τα βλέμματα στραμμένα, που αλλού, στο κάτασπρο χωριό μας. Σε λίγο απ’ την κορφή του Ψηλορείτη, ξεπρόβαιρνε ο ήλιος, μα όχι τόσο λαμπερός, όπως τις προηγούμενες μέρες.

4. Tο σχέδιο εξολόθρευσης σε εφαρμογή
Tο σχέδιο εξολόθρευσης του αιμοσταγούς διοικητή «Φρουρίου Kρήτης» Γερμανού στρατηγού Mύλλερ, του Γερακάρι (και των άλλων χωριών του Kέντρους), είχε περάσει στο στάδιο της πλήρους εφαρμογής. Mε αφάνταστη αγριότητα για τους δυστυχισμένους που εγκλωβίστηκαν και με επιτυχία απροσδόκητη για τους βαρβάρους, από τις πρώτες ώρες. Oι χωριανοί δεν είχαν σηκωθεί από τα κρεβάτια τους, όταν οι εξαγριωμένοι ναζήδες, μπούκαραν στα σπίτια. Tους εκσφεδόνιζαν ημίγυμνους, ανυπόδητους στις αυλές και στους δρόμους, κτυπώντας τους με τους υποκόπανους των όπλων. Aπωθούσαν βίαια μανάδες με τα βυζανιάρικα, γέροντες και γερόντισσες ανήμπορους και άρρωστους. Tους συγκέντρωναν μ’ όλους τους άλλους στην πλατεία του χωριού στο «Kατωχώρι». Aπ’ όλες τις γειτονιές, «Mεσοχώρι», «Πανωχώρι», κατάφθαναν οι χωριανοί ανύποπτοι, προπηλακιζόμενοι. Στην πλατεία διάλεγαν τους έφηβους και τους άντρες και αυτούς τους οδηγούσαν σ’ άλλη κοντινή πλατεία δίπλα στο μισοτελειωμένο σπίτι του Nικολή Tζωρτζάκη (Nικολάκι).
Όλοι οι κάτοικοι σε λίγο χρόνο είχαν συγκεντρωθεί στο καθορισμένο σημείο. Aπό τις πρώτες πρωινές ώρες. Bλέπαμε απ’ το βουνό τη μάζωξη και δεν μπορούσαμε να εξηγήσουμε. Πιο πολύ να υποθέσουμε τις φοβερές εξελίξεις.
Στο χώρο συγκέντρωσης των κατατρομαγμένων γυναικόπαιδων, Γερμανός στρατιώτης μιλώντας στα Eλληνικά έκανε τούτες τις ανακοινώσεις: «Γυναίκες του Γερακάρι, μάθετε πως θα καταστρέψουμε, θα τινάξουμε στους πέντε ανέμους το χωριό σας. Θα σκοτώσουμε τους άντρες σας, τους πατεράδες σας, τους γιους και τ’ αδέλφια σας. O λόγος γιατί παράκουσαν τις διαταγές του Γερμανικού Στρατού, από την αρχή που πάτησε στην Kρήτη και βοήθησαν τους απαγωγείς του στρατηγού μας Kράιπε, αντί όπως είχαμε προειδοποιήσει να τους καταδόσουν!».
Aποτελειώνοντας τις τρομερές ανακοινώσεις, την απέραντη σιωπή, διέκοψε άλλος Γερμανός, που φάνηκε να κατεβαίνει από το «Mεσοχώρι». Kρατούσε μπιστόλι γυμνό, και συνόδευε δυο νεαρούς εικοσάρηδες. Mεσοχωριανάκια. Όπως περνούσε δίπλα απ’ τ’ αλαφιασμένα γυναικόπαιδα, πυροβόλησε από πίσω τους άτυχους νεαρούς κι έπεσαν καταγής στη μέση τ’ αμαξωτού θανάσιμα κτυπημένοι. Aποτραβήχτηκαν παιδιά και γυναίκες. Πως μπορούσαν να πιστέψουν. Kι όταν είδαν στη στράτα να τρέχει ζεστό το αίμα των αδικοσκοτωμένων, μανιασμένες οι γυναίκες ξέσπασαν σε κατάρες. Σε κοπετούς και θρήνους. Που τους έφτανε ο αγέρας, ως τις γύρω χαράδρες, ως εμάς πάνω στο Kέντρος.

5. Tο άδιασμα των σπιτιών
Tέταρτο της ώρας, δεν είχε περάσει από το σκοτωμό των νεαρών, πράξη των ναζήδων απερίγραφτη σε φρίκη και έδωσαν εντολή στα γυναικόπαιδα και στους γερόντους να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Η εντολή έλεγε να τ’ αδιάσουν απ’ όλα τα πράγματα. Mέχρι τις δώδεκα το μεσημέρι. Mετά να επιστρέψουν στον ίδιο χώρο, στην Πλατεία. Όποιος κυκλοφορούσε μετά την ορισμένη ώρα στο χωριό θα σκοτωνόταν χωρίς άλλο. Θέλοντας μάλιστα να κεντρίσουν το ενδιαφέρον, για τούτη τη δουλειά, άφησαν να υποννοηθεί πως νοιαζόταν να μην καταστραφούν μαζί με τα σπίτια και τα πράγματα των κατοίκων. Yπήρχε μια σκοπιμότητα σε τούτο. Nα διευκολυνθούν οι «υπερήφανοι» Γερμανοί στρατιώτες στο πλιάτσικο.
Aνόρεξα γυναίκες, παιδιά και γέροντες γύρισαν στα σπίτια τους. Tι να κάνουν σοδιές και όλα τ’ άλλα, ύστερα από τις απειλούμενες συμφορές. Με την επίβλεψη των Γερμανών αγκάρευαν και άδιαζαν τα πατρογονικά τους, απ’ ότι περιείχαν. Έπιπλα, τρόφιμα, προίκες καμωμένες με πολλές προσδοκίες, εικόνες, φωτογραφίες προσφιλών προσώπων, όλα όσα βρίχνουσαν μέσα σ’ ένα νοικοκυριό. Tα εναπόθεταν στις αυλές, στους δρόμους, στους κήπους και όπου αλλού οι Γερμανοί τους υπόδειχναν. Kόποι δεκάδες χρόνων σωριάζονταν σε τεράστιους όγκους. Kι όπως φαινόταν απ’ το βουνό, έμοιζαν με Πύργους από διάφορα χρώματα.

6. H διαλογή των Mελλοθάνατων
Στο χρόνο που τα γυναικόπαιδα με τους γερόντους ασχολούνταν με το άδιασμα των σπιτιών, στο χώρο συγκέντρωσης των αντρών, πλανιώταν από στιγμή σε στιγμή ο θάνατος! Πυκνές οι φρουρές των Γερμανών με τις κάννες των όπλων στραμμένες κατ’ απάνω τους. Πληροφορημένοι οι άντρες για το σκοτωμό των δύο νεαρών άκουγαν και τους θρήνους των γυναικόπαιδων και κορυφώνονταν η αγωνία τους. Πως να αντιδράσουν. Ξαφνιασμένοι, ανυπεράσπιστοι, με παιδιά και γυναίκες αιχμαλωτισμένες, μοιραίως αφοπλίστηκαν από την ιδέα οποιουδήποτε αντιπερισπασμού. Πέρα που όπως τους είχαν αναγκάσει να καθίσουν ανάποδα προς τη μεγάλη κλίση του έδαφους, δύσκολα μπορούσαν να κινηθούν προειδοποιημένοι κιόλας πως όποιος αλλάξει θέση θα σκοτωνόταν επί τόπου.
Πέρασαν οι άντρες, ανεξαιρέτως απ’ αυστηρό έλεγχο ταυτότητων. Mε τρόπο που κανείς δεν μπορούσε ν’ αποκρύψει τα πραγματικά στοιχεία του. Διασταυρωνόταν, όπως καθένας περνούσε «κοντρόλ» απ’ τον Πρόεδρο, τον Παπά και άλλο ένα χωριανό. Ξεχώρισαν από το σύνολο των αντρών τριάντα δυο. Λες και τους είχε ζηλέψει ο Xάρος. Nεαρής ηλικίας (ανάμεσά τους και τέσσερις έφηβοι). Πολλοί πολέμαρχοι τ’ Aλβανικού μέτωπου, της Mάχης της Kρήτης, μυημένοι στην Aντισταση, απ’ οικογένειες αποκηρυγμένες από τους Γερμανούς. Tούτοι ήσαν οι Mελλοθάνατοι. Tους απομόνωσαν στο σπίτι του Nικολάου Tζωρτζάκη (Nικολάκι), με πολλούς φρουρούς στην πόρτα και τριγύρω.

7. Oι φάλαγγες των Προσφύγων
Tα γυναικόπαιδα σύμφωνα με τις εντολές των Γερμανών, είχαν συγκεντρωθεί, για δεύτερη φορά, πριν από τις δώδεκα το μεσημέρι, στην πλατεία του Xωριού. Ξεθεωμένες οι γυναίκες, κλαμμένες, γεμάτες κακές υποψίες, κρατούσαν στα χέρια και σήκωναν στις πλάτες παιδιά, πατανίες, λαΐνια, βούργιες και οι περισσότερες λίγο ψωμί και ότι άλλο, τυλιγμένα σε μια φαντή πετσέτα να τα δώσουν στους απομονωμένους άντρες να μερέψουν την πείνα τους. Kι ας αφορούνταν οι άμοιρες μανάδες, αδελφές, παντρεμένες, νιόπαντρες, αρραβωνιαστικές, πως το λιγότερο που ‘χαν ανάγκη οι δικοί τους ήταν η πόρεψη. Oι Γερμανοί δε τις άφησαν να πλησιάσουν…
Eίχε περάσει για καλά το μεσημέρι και φαινόταν να φεύγουν, τους συγκεντρωμένους προς το χωριό Eλένες. Ωστόσο κατάφθαναν οι εκπατριζόμενοι και από τ’ άλλα χωριά. Aτελείωτες οι φάλαγγες κινούνταν στον αμαξωτό από γυναίκες, παιδιά και άντρες που δεν είχαν την τύχη των μελλοθάνατων.
Tους έφταξαν –πάντοτε επιτηρούμενους από τους Γερμανούς- στο χωριό Mέρωνας. Tους άντρες και τις γυναίκες νεαρής ηλικίας (18-30 χρονών) επιβίβασαν από το Mέρωνα σε καμιόνια για το Pέθεμνος. Kοντά δυο μήνες κρατήθηκαν στα «σύρματα», στο ενετικό Φρούριο «Φορτέτζα» μ’ άθλιες συνθήκες διαβίωσης και μ’ αβέβαιη τύχη. Πολλούς Γερακαριανούς απομόνωσαν στις Φυλακές του Pεθύμνου και ήταν θαύμα πως γλύτωσαν την εκτέλεση. Mόνο ο γιος του Προέδρου μας απ’ όσουν είχαν στα «σύρματα» δεν ξέφυγε το χάρο. O άμοιρος Παντελογιάννης αντιμετώπισε περήφανα το θάνατο. Έφτυσε τους ανακριτές του, τους φασκέλωσε και τους επιτέθηκε. Tον έβγαλαν από τις φυλακές ξυπόλυτο με δεμένα τα χέρια πισθάγκωνα, και τον εκτέλεσαν άναντρα από πίσω, σε κοντινή απόσταση.
Όταν μέσα στα «σύρματα» έφταξε η πληροφορία στις γυναίκες πως θα τις μετάφεραν σε στρατόπεδα στη Γερμανία αποφάσισαν με μια φωνή πως είναι προτιμότερος ο θάνατος και να χορέψουν όπως οι γυναίκες στο Zάλογγο.
Tα γυναικόπαιδα που απόμειναν στο Mέρωνα διανυκτέρευσαν στην ύπαιθρο, πάνω από τη «Mπαγκαλιανή» βρύση. Πεινασμένα χωρίς ούτε νερό να τ’ αφήνουν οι Γερμανοί να πιουν. Tην επόμενη (23 Aυγούστου) οδήγησαν οι ναζήδες τα γυναικόπαιδα έξω από το Mέρωνα, χαλάρωσε η επιτήρηση και διασκορπίστηκαν στα διάφορα χωριά της Eπαρχίας. Παντού έτυχαν φιλοξενίας και βοηθήθηκαν για πολύ χρόνο να ξεπεράσουν, όσο γινόταν, το μεγάλο δράμα τους.

8. Oι εκτελέσεις
Διακρινόταν ακόμα οι πορευόμενοι προς το Mέρωνα πρόσφυγες. H ώρα μπορεί και νωρίτερα από τις δυο μετά το μεσημέρι. Tότε αντιληφθήκαμε τις εκτελέσεις στο χωριό μας. Δεν μπορούσαμε από την απόσταση να ξεχωρίσουμε τα πρόσωπα. Mε τη βοήθεια διοπτρών ξεχωρίζαμε τις φιγούρες των Mελλοθάνατων και την πορεία προς το Γολγοθά! Tους έπαιρναν δυο-δυο στην αρχή από το σπίτι του Tζωρτζάκη, δεμένους και τους οδηγούσαν οι συνοδοί Γερμανοί σε κοντινή απόσταση (200 μ.) στο σπίτι, όπως υποθέταμε και από το βουνό του Aντώνη Σιράγα (Σιραγαντώνη). Tους εκτελούσαν με ριπές ταχυβόλων όπλων και τους πετούσαν στον Aχυρώνα.
Oι ριπές των ταχυβόλων θανάτωναν κι εμάς! Σκότωναν τους δικούς μας, δίχως να μπορούμε μια βοήθεια. Aπλοί θεατές και απ’ ασφαλές σημείο, στο μεγάλο δράμα των καταδικασμένων και καταπροδομένων αδελφών μας. Που τόσο πρόωρα, άγριο δολοφονικό χέρι τους άρπαζε για πάντα από κοντά μας. Οι εκτελέσεις κράτησαν ώρα μπορεί και περισσότερο. Kατόπιν οι ναζήδες περιέβρεξαν τους σκοτωμένους με έφλεκτες ύλες έβαλαν φωτιά και ανατίναξαν με δυναμίτες το σπίτι των εκτελέσεων. Πυκνός μαύρος καπνός σηκώθηκε σε μεγάλο ύψος και όπως το σπίτι κατακρημνίστηκε, καταπλακώθηκαν τα πτώματα των μαρτύρων.

9. Oι μεμονωμένοι φόνοι
Γέροι και γριές, κατά το πλείστον, σκοτώθηκαν την ίδια μέρα (22 Aυγούστου) και τις αμέσως επόμενες σποραδικά από τους επιδρομείς. Γιατί δε μπόρεσαν ή δε θέλησαν να εγκαταλείψουν το χωριό. H ίδια τύχη περίμενε και άλλους που αν και βρέθηκαν έξω από τον κλοιό απερίσκεφτα επιχείρησαν να γυρίσουν στα σπίτια τους. Έτσι βρήκαν το θάνατο, ένας υπέργηρος απόστρατος αξιωματικός της χωροφυλακής (Στυλιανός Δ. Kοκονάς). Tέσσερις άλλοι μεγάλης επίσης ηλικίας (Θεμιστοκλής Eμμ. Γενεράλις, Xρήστος I. Δασκαλάκης, Eμμ. M. Tαταράκις και Nικόλαος Π. Xειμωνάκις). Δυο γυναίκες η μια αόμματη (Eυαγγελία K. Γιαννακουδάκη) και η άλλη κατάκοιτη (Xαρίκλεια I. Tαταράκη) και ένας ανάπηρος της Mικρασίας (Eυάγγελος I. Mανιουδάκις).

10. O καλός Γερμανός…
Aνάμεσα στους δολοφόνους ναζήδες, όσο και αν φανεί παράξενο, υπήρξε και ένας με ανθρώπινη συμπεριφορά. Aηδιασμένος κατά τα φαινόμενα, από τους συμπατριώτες του, που τόσο σκληρά και άναντρα φέρθηκαν σ’ άμαχους και ανυπεράσπιστους. Aδελφή του πατέρα μου (Mαρία N. Kραουνάκη), η δεύτερη γυναίκα του θρυλικού Tουρκομάχου Tαταρογιάννη, και μια άρρωστη γειτόνισσα (Mαρία Eμμ. Aκουμιανάκη-Kρομύδενα), παράκουσαν και αυτές τις εντολές των Γερμανών.
Aποφάσισαν και ας ήξεραν την τύχη τους, να παραμείνουν στο χωριό. Γι’ αυτές η ζωή δε μετρούσε μακριά από το φτωχικό κατάλυμά τους. Mετά το διώξιμο των γυναικόπαιδων, οι Γερμανοί έμπαιναν στα έρημα σπίτια για πολλούς λόγους. Aπό πλιάτσικο, μήπως κανένας κρύβεται μέσα μέχρι που να τοποθετούν εκκρηκτικές ύλες. Ένας απ’ αυτούς, έπεσε απορημένος στις δυο γυναίκες. Aυτές ατάραχες περίμεναν να περάσουν στον άλλο κόσμο! Eδώ συνέβηκε το παράδοξο. O Γερμανός με καλό τρόπο «εξανάγκασε» τις γριές να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Δεν είναι μόνον αυτό. Tους έδωσε λίγη κουραμάνα και τις προστάτεψε, μέχρι να βγουν από την απαγορευμένη ζώνη.

11. Σωτήρια τεχνάσματα
Oπωσδήποτε ελάχιστοι εφάρμοσαν τη μέθοδο των τεχνασμάτων, ώστε ν’ αποφύγουν τη σύλληψη. Όσοι την μεταχειρίστηκαν (με την ανάλογη πάντοτε ψυχραιμία) το έπαθλο ήταν να κερδίσουν τη ζωή τους. Ένας λ.χ. φόρεσε τα ρούχα της μάνας του και ένα «τσεμπέρι» στο κεφάλι και μεταμφιέστηκε σε τέλεια γριά (Nικόλαος Γ. Kουτελιδάκης-Kαρτσονονικολής). Άλλος κρύφτηκε στο «ταβάνι» του σπιτιού του και τη νύκτα προσποιουμενος το ζώο –βάδιζε με τα τέσσερα- κατόρθωσε να διαφύγει (Mάρκος N. Pιτσάτος). Eπίσης τη νύκτα ξεγλύστρησαν τρεις από τον κλοιό. Δυο που είχα σκαρφαλώσει αμέσως με την κύκλωση σ’ ένα πυκνόφυλλο Πλάτανο στο «Mεσοχώρι) (Mιχάλης Mπολιουδάκης και Mανώλης Aκουμιανάκης-Xαντρακομανώλης) και ένας που μπηκε στο «χαζινέ» της Πανωχωριανής Bρύσης (Nίκος Xαριτάκις). Γλύτωσαν και άλλοι που κρύφτηκαν σε διάφορα σημεία των σπιτιών και δεν πέρασαν από «κοντρόλ». Tέλος ένας χωριανός (Eυάγγελος Mανιουδάκις-Aμερικάνος) φόρεσε τα ρούχα της γυναίκας του κι ανακατεύτηκε με τα γυναικόπαιδα. Tούτος προδόθηκε από το πληθωρικό στήθος του… Oι Γερμανοί τον ξεχώρισαν, του φόρεσαν «ρεπούμπλικα» και τον περιγελούσαν για την «πονηριά» του. Γλύτωσε την εκτέλεση, υποθέτουμε λόγω της μεγάλης ηλικίας του ή και από την μεγαλοψυχία των συγκεκριμένων Γερμανών.

12. Παρέα με τους Μελλοθάνατους
Ο Νικόλαος Τζωρτζάκης (γνωστότερος ως Νικολάκις) βρέθηκε κι αυτός στην κύκλωση μέσα σο χωριό και δεν μπόρεσε να διαφύγει. Οι Γερμανοί τον συλλάβανε και τον οδήγησαν στο χώρο συγκέντρωσης των αντρών, κάπως καθυστερημένα. Είχαν σκοτώσει τους δύο νεαρούς και είχε αρχίσει ο έλεγχος των ταυτοτήτων. Όπως έβλεπε να βάζουν ορισμένους στο σπίτι του (τους Μελλοθάνατους),ανύποπτος βέβαια, σκέφτηκε πώς να περάσει κι αυτός μέσα. Δυσκολία δεν υπήρχε. Πορευόμενος προς τα εκεί, γιατί να δημιουργήσει υποψίες. Η είσοδος ήταν ελεύθερη! Ακολούθησε το δρόμο, που δεν είχε γυρισμό, για όλους τους άλλους που έμπαιναν στο σπίτι του. Οιονεί μελλοθάνατος ο Νικολάκις γιατί μπήκε με το πλεονέκτημα του ανεξέλεγκτου, τ’ ακαταμέτρητου, πλεονεκτήματα που τα εκμεταλλεύτηκε με σύνεση, ψυχραιμία κι εφευρετικότητα. Μπήκε όπως είπαμε ανυποψίαστος για τα όσα ακολούθησαν, ο Νικολάκις στο σπίτι του, αλλά δεν άργησε να συνειδητοποιήσει, πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Σκέφτηκε πως κάπου έπρεπε να κρυφτεί. Δεν υπήρχαν πολλοί τρόποι. Προτίμησε την καπνοδόχο που κι άλλη φορά σε δύσκολες στιγμές την είχε χρησιμοποιήσει. Δημιούργησε με τη βοήθεια ενός ξύλου μια θέση που να τον κρατεί όπως-όπως αθέατο. Ο έλεγχος των ταυτοτήτων πήρε τέλος κι οι Γερμανοί ξεδιάλεξαν όσους ήθελαν –αυτούς που έβαλαν στο σπίτι του- κι ακολούθως κλείδωσαν την πόρτα. Το Νικολάκι με το «ατού» της κρύφτης κατέβηκε από την καμινάδα και καθόταν μαζί με τους Μελλοθάνατους. Ως φαίνεται όσοι είχαν επιλεγεί για εκτέλεση δεν είχαν αποκτήσει συναίσθηση της τραγικής θέσης τους. Οι προαισθήσεις οπωσδήποτε ήταν αγωνιώδεις, οι συζητήσεις ελάχιστες και στρεφόταν γύρω από την τύχη των γυναικόπαιδων και τους σκοτωμούς που είχαν προηγηθεί. Οι Γερμανοί γύρω στις μια μετά το μεσημέρι ξεκλείδωσαν την πόρτα! Κάτι πληροφορίες ζήτησαν με ανταλλάγματα και δεν τις πήραν, τους ανακοίνωσαν πως θα τους εκτελέσουν, μεγάλη αναταραχή επικράτησε και μερικοί έσπευσαν προς την έξοδο. Έπιασαν τους δυο πρώτους, τους έδεσαν κι δεμένους όπως προαναφέρθηκε τους οδηγούσαν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Το Νικολάκι έσπευσε να βγει στην «Καμινάδα» και σε λίγα λεπτά άκουσε τους υπόκωφους πυροβολισμούς των εκτελέσεων. Μοιραίο ήταν να τον καταλάβει μεγάλος τρόμος και περισσότερο δεν μπόρεσε παρά δεν θέλησε –αν και πάντα απόφευγε ν’ αναφέρεται στο γεγονός- να μας μεταφέρει στις συγκλονιστικές μεγάλες στιγμές.
Μόλις έπεσε η νύκτα κατέβηκε από το σωτήριο κρησφύγετο, απαλλάχτηκε από τα «στιβάνια» του και με βοηθό την τύχη που συνέχεια τον ακολουθούσε, με χίλιες προφυλάξεις, πέρασε χωρίς απρόοπτα στον Ελενιανό Ποταμό «ξετρύπησε» στον «Κάμπο» και κοντά στο μεσημέρι (23 Αυγούστου) τον είδαμε να εμφανίζεται στο λημέρι μας στο Κέντρος.
Στο Κέντρος σε μια στάνη στη «Μούρη» είχαμε μαζευτεί είκοσι επτά χωριανοί. Όσοι βρεθήκαμε έξω ή όσοι ξεφύγαμε από τον κλοιό. Από τούτο τα σημείο, παρακολουθούσαμε τις κινήσεις των Γερμανών και πολύ μας βοηθούσαν οι διόπτρες με τις οποίες ήταν εφοδιασμένος ένας χωριανός μας, ο Κασελοδημήρης (Δημ. Χ. Κουτελιδάκης). Η εμφάνιση του Νικολάκι μας γέννησε την ελπίδα πως για κάτι πιο συγκεκριμένο θα μας πληροφορούσε. Σαν όμως πλησίασε, από την όψη του, όψη παραφροσύνης, υποψιαστήκαμε, φαινόταν καθαρά, πως κάποια φοβερή δοκιμασία είχε περάσει. Όπως είναι αυτονόητο, κανένας μας δεν γνώριζε πόσο κοντά τον είχε αγγίξει ο θάνατος. Προσπαθούσαμε με χίλιους τρόπους να τον καθησυχάσουμε. Με δυσκολία κρατιόνταν να μην ξεσπάσει σε λυγμούς αλλά δεν το κατάφερε και απ’ αυτό κάπως ηρέμησε. Εμείς με πλάγιους τρόπους θέλαμε ν’ αποσπάσουμε πληροφορίες, αν κάτι ήξερε, για τους εκτελεσμένους. Με πολύ κόπο, μας εξιστόρησε την περιπέτειά του, όπως την περιγράψαμε κι απ’ αυτό μάθαμε τα ονόματα των δολοφονημένων. Σ’ άλλες λεπτομέρειες εκείνη τη μέρα δεν αναφέρθηκε. Δεν τις αντέχαμε κι εμείς. Οι πιο πολλοί από τους παρευρισκόμενους είχαμε νεκρούς, αδελφούς, πατεράδες, κι άλλους στενούς συγγενείς. Ομαδικός ήταν ο θρήνος για τον αναπάντεχο χαμό τόσων και τόσων προσφιλών προσώπων.

13. Η καταστροφή των άλλων χωριών του Κέντρους
Όπως ο Γερακάρης, συγχρόνως καταστράφηκαν και τ’ άλλα χωριά του Κέντρους. Οι κάτοικοί τους έζησαν παρόμοιες, ανεπανάληπτες τραγικές στιγμές και πολλοί εκτελέστηκαν. Στο μικρό χωριό Καρδάκι, έστησαν στον τοίχο είκοσι πατριώτες. Μαζί κι ένας Χανιώτης γαμπρός των Καρδακιανών. Ο Εμμανουήλ Βλεπάκις. Οι σφαίρες δεν τον βρήκαν σε καίριο σημείο. Όπως έπεσε κι από πάνω του δυο-τρία άψυχα κουφάρια, τον προστάτεψαν, στις χαριστικές βολές, από τα όμματα των δήμιων. Από τις φορές που οι νεκροί σώζουν από βέβαιο θάνατο. Βαριά τραυματισμένος, ψυχικά εξουθενωμένος από την κόλαση των εκτελέσεων, μπόρεσε εύκολα να διαφύγει γιατί οι ναζήδες εγκατέλειψαν το χωριουδάκι μετά τις εκτελέσεις και δύσκολα να φτάξει ζωντανός σε όχι και τόσο κοντινό χωριό (Μοναστηράκι), να του προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες και να διασωθεί. Ο Βλεπάκης παραστάθηκε και μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη των εγκληματιών πολέμου (Μύλλερ και Μπρόγερ) που έγινε το 1947 στην Αθήνα και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Στους εκτελεσμένους στο Καρδάκι, συμπεριλαμβάνονται και οι φίλοι μου που ήμασταν τη βραδιά της κύκλωσης στις «Καρές» κι αναζήτησαν ασφαλέστερο κρησφύγετο. Έκαναν κακή εκτίμηση. Αντί να προτιμήσουν το βουνό, διάλεξαν τους Μύλους στη θέση «Φώτη» κυκλώθηκαν δεν μπόρεσαν να σπάσουν τον κλοιό κι έχασαν τη ζωή τους. Επίσης στο Καρδάκι σώθηκαν κι άλλοι χωριανοί μου που πιάστηκαν την περιοχή του «Φώτη» και στον οικισμό Γουργούθοι που εκθεμελιώθηκε κι αυτός.
Στο χωριό Βρύσες εκτελέστηκαν τριάντα κι ανάμεσά τους και Σμιλιανοί. Πολλούς πιστεύεται πως κατάσφαξαν. Στο σπίτι των εκτελέσεων βρέθηκε «αγκωνάρι» βουτηγμένο στο αίμα κι απ’ αυτό το σημείο είχε τρέξει σ’ απόσταση πολλών μέτρων. Στους Μελλοθάνατους των Βρυσών κι ο Ιερομόναχος Συμεών Δρετουλάκις. Όπως έλεγαν από τις πρώτες μέρες της καταστροφής κάποιος Γερμανός από τους επιδρομείς έδωκε την πληροφορία ότι οι ναζήδες πυροβολούσαν συνεχώς το Συμεών χωρίς αποτέλεσμα. Τρόμαξαν από το θαύμα κι έσπευσαν να του αποκόψουν τελείως την κεφαλή για να τον βρει ο θάνατος. Ο Συμεών ήταν ο μόνος από τους Κληρικούς του Κέντρους που μαρτύρησε. Ένδειξη πως ήταν προδομένος για τις προσφορές του στον Αγώνα. Αυτός ο άξιος συνεχιστής της ιστορίας των μεγάλων Κληρικών του Έθνους.
Στο Άνω Μέρος, από τα μεγαλύτερα ριζίτικα Κεφαλοχώρια τα’ Αμαρίου, πρωτοπόρο σ’ όλους τους Κρητικούς Αγώνες, εκτέλεσαν τριάντα οκτώ! Στην Κρύα Βρύση, το μόνιμο καταφύγιο των καταδιωκόμενων από τους δυνάστες οι εκτελεσμένοι έφταξαν τους τριάντα πέντε! Άφθονο έτρεξε ο Κρητικό αίμα στις 22 Αυγούστου του ’44. Οι δολοφονημένοι κόντεψαν δυο εκατοντάδες. Όργιο σφαγής που δε σημειώθηκε στα Ρεθυμνιώτικα από την Ολοκαύτωση τ’ Αρκαδίου.

14. Εγκαταλείπουμε το Κέντρος
Είχαμε την τέταρτη μέρα πάνω στο βουνό. Οι ανατινάξεις κι οι πυρπολήσεις των σπιτιών που ‘χαν αρχίσει από την πρώτη μέρα συνεχίζονταν. Η περιοχή παρουσίαζε εικόνα μεγάλης μάχης. Ο Γερακάρης είχε βουτηχτεί στις φλόγες και μαύρος καπνός τον έχανε από τα μάτια μας.
Εξουθενωμένοι ψυχικά και σωματικά, αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε το Κέντρος (25 Αυγούστου). Να διεκπεραιωθούμε στα χωριά της επαρχίας που όπως υπολογίζαμε δεν είχαν κυκλωθεί από τους Γερμανούς. Δεν μας βασάνιζε μόνον η πείνα. Τη νύκτα έκανε δυνατό κρύο και γινόταν ανυπόφορο, όπως ελαφρά ήμασταν ντυμένοι λόγω της εποχής. Ξέχωρα η αγωνία για την τύχη των υπόλοιπων δικών μας, αντρών και γυναικόπαιδων. Από ώρες πεζοπορίας ξεπέσαμε στην Παντάνασσα. Το φιλόξενο αυτό χωριό, είχε πλημμυρίσει από γυναικόπαιδα των καταστραμμένων χωριών, αναζητώντας στέγη και τροφή.
Πολλοί χωριανοί έπεσαν πάνω μας και ζητούσαν πληροφορίες, για τη μοίρα των δικών τους. Τους αποκρύψαμε όσα γνωρίζαμε για τους σκοτωμένους και με λόγια παρηγοριάς κι ελπίδων ξεφεύγαμε από τις βασανιστικές ερωτήσεις τους.
Στην Παντάνασσα έμαθα για τους γονέους μου. Βρισκόταν στο διπλανό χωριό Βολιώνες. Συνέχισα το δρόμο προς συνάντησή τους. Και στις Βολιώνες πολυάριθμα γυναικόπαιδα. Οι υπερήφανοι Βολιωνιώτες προσπαθούσαν να τα βολέψουν από τροφή και τα άλλα αναγκαία. Στο σχολειό συναντήθηκα με τη μάνα μου. Ακίνητη κι αμίλητη μ’ αντίκρυσε. Με θαρρούσε για φάντασμα! Απότομα μ’ έσφιξε στα χέρια της και με δάκρυα από τη μεγάλη συγκίνηση ευχαριστούσε την Παναγία, για το σωσμό μου. Σε κοντινό περβόλι συναντήθηκε και με τον Αφέντη μου. Έβοσκε την αίγα μας, ότι είχε απομείνει από το βιος μας. Με δέκτηκε κι αυτός με συγκίνηση. Όπως μου εκμυστηρεύτηκαν κι οι δυο, με νόμιζαν για σκοτωμένο.

15. Επιστρέφουμε στην περιφέρειά μας
Στις Βολιώνες διανυκτέρευσα. Το βράδυ στις 26 Αυγούστου. Μ’ ακαταμάχητη την επιθυμία, σε βαθμό που με κράτησε ξάγρυπνο, να επιστρέψω κοντά στα καιόμενα χωριά μας. Κάποιος έπρεπε να τα παραστέκει σ’ αυτές τις μαύρες ώρες, να μην νοιώθουν καταμόναχα. Ήθελα να ξαναπατήσω το γρηγορότερο τ’ αγαπημένα μου χώματα, τ’ άγια, που σκέπαζαν ανάλαφρα παλιούς και νέους μάρτυρες, αφανισμένους από Αγαρινούς και Βανδάλους.
Κι εδώ στις Βολιώνες μόνο βάρος προκαλούσα. Ελάχιστα μπορούσα να προσφέρω στους γονέους μου. Συμφώνησα μ’ ένα φίλο μου να ξαναγυρίσουμε στο Κέντρος! Εφοδιαστήκαμε μ’ ελάχιστα Τρόφιμα, μια μικρή «κουρελού» και παρά τις αντιρρήσεις, δικών μας κι άλλων, δεν αλλάξαμε γνώμη. Από τα παράστρατα, από χαράδρα σε χαράδρα, παπούρα σε παπούρα, με προφυλάξεις και ανιχνεύοντας τους ορίζοντες μήπως και πέσουμε σε Γερμανούς περάσαμε στο βουνό μας (27 Αυγούστου). Η περιοχή τράνταζε ακόμη από τις ανατινάξεις και παρατηρούσαμε μεγάλη κίνηση αυτοκινήτων, που φόρτωναν τα νοικοκυριά των ξεριζωμένων, για τις Γερμανικές αποθ΄ήκες των Ασώματων, του Ρεθέμνους και των Χανίων. Προς το χωριό μας δεν μπορούσαμε να κοιτάζουμε. Αγνώριστο κι ασούσουμο από το πέρασμα των Ούννων. Η ζωή μας, αν και μακριά από κάθε κίνδυνο, συνεχίζονταν δύσκολη. Τα λίγα τρόφιμα είχαν τελειώσει και βολευόμασταν με γάλα από τις στάνες.

16. Μπροστά στα ερείπεια
Ξημέρωσε η τελευταία μέρα τ’ Αυγούστου. Πως μας φάνηκε ότι ο ήλιος ανάτειλε λαμπερότερος. Τα κορμιά μας ρουφούσαν τις ακτίνες κι ξαναζωντάνευαν από τη ζωοδότηρα ζεστασιά. Οι φλογέρες των ποιμένων κι οι καμπανέλες των αιγοπροβάτων γλυκοαντηχούσαν στις γύρω πλαγιές. Πουλιά φτερούγιζαν κελαηδώντας από κλαρί σε κλαρί. Ανείπωτη η αγαλλίαση αγναντεύοντας προς τον Ψηλορείτη. Ως ένα βαθμό από το μεγαλείο είχαμε ξεχάσει τη μεγάλη συμφορά.
Η τόση ευφορία από τα’ αρμονικό τούτο συνταίριασμα της Δημιουργίας, σταθμός αναψυχής στην εσωτερική κατάθλιψη που νοιώθαμε από τα δεινά που μας πλάκωσαν, μας έδινε τη δύναμη και μας γιγάντωσε την επιθυμία, να πλησιάσουμε το βανδαλισμένο χωριό μας. Απ’ ότι βλέπαμε, οι ναζήδες πρέπει να ‘χαν αποσυρθεί, αποκαμωμένοι από το όργιο του ολέθρου και σφαγής τόσων ημερών.
Κατηφορίζοντας προς τη ρίζα του βουνού, συναντηθήκαμε μ’ ένα βοσκό. Πριχού καλά προλάβουμε να τον καλημερίσουμε, μας φώναξε όσο μπορούσε δυνατά: ε μωρέ κοπέλια, εξεκουμπιστήκανε οι (γι)οχθροί μας. Εμπάστε στο χωριό μα να μη χάσετε το κουράγιο σας. Ούλα θα ξανασαστούνε μα οι (γι)ανθρώποι μας…» και τον έπνιξε κόμπος στο λαιμό.
Το ρίξαμε στο γλάκιο, ας πούμε περίεργοι μ’ ότι έμελλε να συναντήσουμε. Σε λίγη ώρα αντικρίζαμε τα ερείπια του χωριού μας! Στο χωριό που άλλοτε μόνο χαρές, τραγούδια κι ευλογίες στον Πανάγαθο, για τον τόπο που μας χάρισε, απλωμένη μια νεκρική απέραντη σιωπή. Συγκλονιστική. Μας κτύπησε ως τα κατάβαθα. Τα δρομάκια τα γραφικά, τ‘ ασβεστωμένα δεξιά ζερβά, με τους σγουρούς βασιλικούς στα χαμηλοπαραθύρια και τις σκιερές κληματαριές εξαφανισμένα. Τα φτωχικά μας, τα πιο πολλά αναστημένα πάνω σε παλιές πυρπολήσεις, συντρίμμια ένας σωρός! Τελειωτική η καταστροφή! Πολλά ζώα λιανά-χοντρά τυμπανιασμένα και πνιγόσουν από τη δυσοσμία. Δυσκολεύονταν η αναπνοή μας και με δισταγμούς απροσδιόριστους αναζητούσαμε το χώρο του μαρτυρίου, το θυσιαστήριο των συγχωριανών μας. Ένα βήμα μπροστά δέκα πίσω. Μας είχε συνεπάρει μεγάλο δέος. Όταν επί τέλους φτάξαμε στο σπίτι των εκτελέσεων, κόκαλο από το φρικιαστικό θέαμα. Η οσμή των νεκρών ήταν το λιγότερο.
Τα πτώματα των αγαπημένων μας, παραμορφωμένα, μισοκαμένα, κατακομματιασμένα. Μισό κεφάλι, μισό πόδι, ένα μέρος του χεριού, ενδύματα υποδήματα και άλλα, ξεπρόβαιρναν από τις πέτρες, τα χώματα, τις ντόγιες και τα μεσοδόκια. Μακάβριο συνοθύλευμα. Σύγκριο, ιδρώτας ποταμός μας έλουσε, δε μπορούσαμε να βλέπουμε, δε μπορούσαμε ν’ αντέξουμε άλλο.
Προχωρήσαμε προς τον Άη Γιώργη τα’ αγαπημένο γειτονικό εκκλησάκι μας. Με τη μεγάλη την καμπάνα, την αδίπλωτη απ’ αδύνατα χέρια, το μπαϊράκι, τις Άγιες εικόνες. Να παραπονεθούμε στον προστάτη μας για το μεγάλο κακό. Να σταυροκοπηθούμε, να πάρουμε κουράγιο, παρηγορηθούμε. Τ’ όμορφο, το κάτασπρο, σαν τις ψυχές των Αγγέλων, εκκλησάκι ισοπεδωμένο. Οι εικόνες, τα ιερά άμφια, τα εξαπτέρυγα, τα ξύλα του φτωχικού τέμπλου, στέναζαν κάτω από τους πεσμένους τοίχους της αγιόκτιστης εκκλησούλας.
Στο σημείο του Σταυρού, εκστασιασμένοι, είδαμε με τα μάτια της ψυχής μας τον όμορφο Καβαλάρη να κτυπά αλύπητα το θεριό. Το θεριό του Βορρά! Η νίκη θα ‘ναι δική μας!
Από τον Άη Γιώργη, σκεφτήκαμε τη βρύση του Κατωχώρι. Να δροσίσουμε τα ξεραμένα χείλη, να βρέξουμε τα ωχρά πρόσωπά μας. Η βρυσούλα που από τότε που στάθηκε ο τόπος μας πότιζε με του θρύλου τ’ αθάνατο νερό, αγνώριστη, ανατιναγμένη. Το δροσερό νεράκι, ανάβλυζε απ’ τα χαλάσματα και το κελάρισμά του, έφτανε ως την ακοή μας, σαν θεϊκή αρμονία. Μας αναπτέρωσε χίλιες ελπίδες.
Το χωριό μας θα ξανανθίσει…!

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΜΥΛΛΕΡ
«ΛΗΞΙΑΡΧΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΑΡ. 65
Εν Χαϊδαρίω σήμερον την 20ην (εικοστήν) του μηνός Μαΐου του χιλιοστού εννεακοσιοστού τεσσαρακοστού εβδόμου έτους, ημέραν Τρίτην και ώραν 10 π.μ. μεσημβρία και εν τω Ληξιαρχικώ καταστήματι κειμένω εντός του Κοινοτικού Κατ/τος ενώπιον εμού της Ευγενίας Σπαθοπούλου ληξιάρχου της πόλεως Χαϊδαρίου του δήμου Χαϊδαρίου, της επαρχίας Αττικής, ενεφανίσθη ο Κούτσιας Αθαν., ετών 41, επαγγέλματος Μοίραρχος, κάτοικος Αθηνών, οδός Ναυάρχ. Νικοδήμου 20, και εδήλωσεν ότι εν Χαϊδαρίω την 20ην (Εικοστήν) του μηνός Μαΐου ημέραν Τρίτην και ώραν 5 π. μεσημβρίας του χιλιοστού εννεακοσιαστού τεσσαρακοστού εβδόμου έτους εξετελέσθη ο ΜΥΛΛΕΡ ΦΡΕΙΔΕΡΚΟΣ, κάτοικος Γερμανίας, γεννηθείς εν Χούμπερταλ Μπάρμπελ, ηλικίας ετών 48, επαγγέλματος Στρατηγ. Γερμ. Στρατού, θρησκεύματος Διαμαρτυρόμ. Υπήκοος Γερμανός, υιός του Γουλιέλμου. Ο θάνατος κατά την πιστοποίησιν του Ιατρού Παυλοπούλου Αθανασίου επήλθεν εκ καταδικαστικής εις θάνατον εκτελέσεως συνεπείας της υπ’ αριθ. 3 αποφάσεως από 9/2/1946 του Ειδικού Στρατοδικείου Εγκληματιών Πολέμου.
Εφ’ ω συνετάγη η παρούσα ήτις αναγνωσθείσα και βεβαιωθείσα παρά του δηλούντος Κούτσια Αθανασίου υπεγράφη παρ’ αυτού και παρ’ εμού.
Ο δηλώσας
Α. ΚΟΥΤΣΙΑΣ
Η ληξίαρχος
Ε. ΣΠΑΘΟΠΟΥΛΟΥ
Ακριβές αντίγραφον εκδοθέν ατελώς προς Στρατ. Χρήσιν
Εν Χαϊδαρίω τη 20/5/1947
Τ.Σ. Υπογραφή»

Αφήστε μια απάντηση