ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ
ΤΡΙΤΗ 4 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1964
ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΡΕΘΕΜΝΟΥ
ΓΙΑΝΝΗ ΔΑΛΕΝΤΖΑ
Δροσερή αναδεύει η μυρωδιά του ροκανιδιού καθώς πιτσιλιστό ξεπερνιέται από τα μηχανήματα του εργοστασίου.
Είναι ξυλάδικο. Μια πλατιά μάντρα είναι γεμάτη από σωρούς χοντρών κορμών δέντρων.
Η φρέσκια κοψιά τους μυρίζει κυπαρίσσι, κέδρο, οξειά και ολος ο χώρος πλημμυρίζει δασότοπο. Το εργαστήριαμερονυχτείςδουλεύει. Πάνω από κάθε μηχάνημα στέκει ο Τεχνίτης, πλάι ο βοηθός από κοντά οι εργάτες και πάνω απ’ολους ο αρχιμάστορας – Μαστρο Βασίλης – τιμητικά τον αποκαλούνε οι συνεργάτες του.
Συντονίζεται η δουλειά, πάει ομπρός με γοργό ρυθμό- πέφτουν έτοιμα τα διάφορα τορναρισμένα ξύλα και ποιο πεάσ’αενα βαθύ απόσκιο άλλοι τεχνίτες, οι μαστροράντζες συναρμολογούν τα εφαρμόσιμα κομμάτια και ξεπετιέται ένα – ένα το κομψό έτοιμο μοντέρνο έπιπλο. Με προσοχή και πιτιδειωσύνη σχεδιασμένα τα έπιπλα από το πολύπειρο χέρι του Αρχιμάστορα. Ονομαστή στην Αθήνα η επιπλοποιεία του Βασίλη Πολιουδάκη, Ρεθεμνιώτη, αρχιτεχνίτη. Μαθήτευσε πρώτα εδώστο Ρέθεμνος κοντά σ’ένα παλιό ξακουστό μάστορα, τον περίφημο αρχιτεχνίτη, Βαγγέλη Μουνδριανάκη. Πήρε μαθήματα λεπτουργικής αλλα και μαθήματα ακεραιότητος και συνέπειας, πλουταίνοντας τον φυσικό ωραίο κόσμο που του κληροδότησαν.
Έζησε χρόνια εδώ σαν τεχνίτης καλός.
Άνθρωπος ανήσυχος, ζωηρός , διψασμένος για μάθηση. Ανικανοποίητος ζητούσε παράλληλα με τη τελειοποίηση των εκφραστικών μέσων της τέχνης και τον τρόπο βελτίωσης της μεροκαμαθιάρικης ζωής.
Συντροφιά είχε πεντέξη προοδευτικούς φοιτητές της εποχής. Νεοφερμένοι αυτοί από την Αθήνα κάθε Καλοκαίρι φαντάζανε στα αγαθιάρικα μάτια της άμαθης πολιτείας σαν σοφοί μεγάλοι. Αποκαλυπτικοί και σπουδαίοι καθώς μιλούσαν για καινούργιες ιδέες, στοχασμούς παράξενους για πρόοδο, λευτεριά και δικαιοσύνη. Βλέπανε τη ζωή πολύ διαφορετική απ’ ότι τη σημάδευε η στατική μοιρολατρική, νωθρή Ζώη τηςΡεθεμνιώτικης κοινωνίας. Μόλις στα 1928 και περα άρχισε λίγο να ταράσσει έξω από το τέλμα της υποταγής και του συμβατισμού από την άθλια κληρονομιά των βαρύτατων χρόνων της Τουρκικής σκλαβιάς.
Μαζί με τους πρωτοποριακούς αυτούς σπουδαστές, το Σπύρο, το Λευτέρη, τον Νίκο, τον Κυριάκο , τον Δημήτρη, το Γιώργη, τον Κώστα παρέα κι ο Βασίλης ο καλός τεχνίτης ευγενικός με το πλατύ εγκάρδιο γέλιο του.
Τους παλιούς από τους παραπάνω τους πήρε το ρέμα της καλοζωής και κόλησαν στο τέλμα της δραχμοείσπραξης, βούρκιασαν .
Σε ατελείωτες νύχτιες ώρες μιλούσε η συντροφιά για τους όρους εργασίας και εργοδοσίας. Για τις συνθήκες δουλειάς, για τον ανασφάλιστο εργαζόμενο και το φτωχικό μεροκάματο. Για τα άνομα πλούτη των εκμεταλλευτών και αρπάγων, για την ασυδοσία και την έλλειψη νομοθετικής κατοχύρωσής και για τόσα ωραία ζωντανά και πρωτόφαντα πράματα. Όλα αυτά κατατόπιζαν , μορφώναν, οδηγούσαν στην αγωνιστική διάθεση για τη δημιουργία καλλίτερων όρων ζωής κι ανθρωπινότερης μεταχείρισης του εργαζομένου.
Πρώτη φορά ακουγόντουσαν στο Ρέθεμνος του 1928 τέτοιες συζητήσεις και η συντροφιά ήταν ένας μορφωτικός όμιλος υπέροχης διδαχής. Ολοι οι νέοι με ανησυχίες αποζητούσαν τις βραδινές αυτές ώρες να ζήσουν λίγο σ’ένα κύκλο μορφωμένο, ευγενικό με ωραίες επιδιώξεις, με όνειρα ανθρώπινης κοινωνίας.
Μιλούσαν ακόμα στη ζωηρή συντροφιά για τις μεγάλες προοδευτικές μορφές της ανθρωπότητας. Για την πρωτοποριακή λογοτεχνία και για την επαναστατική ποίηση. Πρόβαλλαν και ανάλυαν τα βιβλία και κατατόπιζαν τους διψασμένους σε νέους τρόπου σκέψης. Ανάπτυσσαν το κριτήριο της κοινωνικής ανατομής και άρχισαν να δημιουργούνται στο Ρέθεμνος τα πρώτα ξεκινήματα των προοδευτικών ιδεών.
Ο ΒασιληςΠολιουδάκης με πλατειά αντίληψη απιθωνε τον μορφωτικό αυτό πλούτο στη Διάνοια του. Ο άριστος Τεχνίτης έγινε πρωτοπόρος στη μάθηση και στην αγωνιστική δραστηριότητα. Η προοδευτική λάμψη φώτισε το κριτήριο του και ξεκινούσε σ’ένα σκοτεινό, λακουβιασμένο δρόμο να οδηγήσει κι άλλους εργαζόμενους στην δίκαια διεκδίκηση μιας κάποιας ανακούφισης από τη μίζερη θλιφτή ζωή.
Μαζί με άλλουςθεληματικούς και ενθουσιασμένους συμπτύξαν την πρώτη συνδικαλιστική προοδευτική ομάδα.
Άνοιξαν ένα μικρό γραφειάκι να μαζεύονται και να τα λένε. Όμως ο μοχθηρός και πίβουλος Ρεθεμνιώτικος Μεσαιωνισμός, που ακόμα έχει τις αντηχήσεις του, με το κακό μάτι είδε την κίνηση αυτή.
Αρχισε στην αρχή τις κοροϊδίες, τα περιπαίγματα- παλιά συνήθεια των κρατούντων- ύστερα πέρασε στις βρισιές στις φοβέρες και τέλος στο μοιραίο χαφιεδισμό. Κίνησαν τους καλούς φύλακες της μακαριότητάς τους με αποτέλεσμα να κυνηγηθούν και να σκορπίσουν οι ονειροπόλοι πρωτοπόροι νέου του Ρεθέμνου. Οι απλοί Λαϊκοίανθρώποι καθώς περνούσαν έξω από το πρώτο προοδευτικό γραφείο, φοβισμένοι κάνανε το σταυρό τους και φεύγανε γρήγορα, μη βρούνε το μπελά τους.
Ο Βασίλης κυνηγήθηκε άγρια. Τα κατάφερε να ξεφύγει στην Αθήνα. Την ώρα που οι φύλακες ορμούσαν μέσα στο γραφειάκι για έρευνα- ένας γείτονας γιατρός άτρομος και πονόψυχος μπήκε μανισάρικος μέσα και μπροστά στα μάτια τους πήρε μια βαλίτσα δεμένη λέγοντας με έμφαση και οργή: «Τουτηνά είναι δική μου έχει φάρμακα και μη σημώσει κανείςγιατι θα μπλέξει μαζί μου..»
Τον γιατρό τον φοβόντουσαν και τον υπολόγιζαν δε μίλησεκανένας. Ο γιατρός δεν είχε άδικο, φάρμακα είχε η βαλίτσα εναντίον της αδικίας, της κλοπής του ιδρώτα των εργαζομένων, της αμάθειας και των προλήψεων.
Άφθονο διαφωτιστικό υλικό που ο γιατρός γλύτωσε τον συμπολίτη του από πρόσθετα βάσανα και ταλαιπωρίες. Η χειρονομία του γιατρού σημειώνει τη γενναιοφοσύνη τον αλτρουισμό και τις υπέροχες ανθρωπιστικές εκδηλώσεις των παλιών γιατρών του Ρεθέμνου- ανεπανάληπτη ψυχική ομορφιά. Ζούσαν κοντά στην λαϊκή δυστυχία υποστήριζαν οι γιατροί αυτοί με παρρησίακάθε κατατρεγμένο κι όχι μόνο δεν πλούτισαν αλλα και τη λίγη κληρονομική από προίκα περιουσία την διέθεσαν για τους συνανθρώπους.
Ο Βασίλης Πολιουδάκης φεύγοντας τη Μεσαιωνική καταδίωξη εγκαταστάθηκε από τότε μόνιμα στην Αθήνα.
Αναδείχτηκε εξαιρετικός καλλιτέχνης επιπλοποιός με ιδιαίτερη επίδοση στα σκαλισμένα βαριά έπιπλα κοσμήματα. Είναι τοσο περήφανος δείχνοντας αριστοτεχνικές εργασίες του που επίζηλα κρατάει στο εργαστήριο του.
Ανάρπαστα τα έπιπλά του. Πλάτυνε η δουλειά του. Άνοιξε εργοστάσιο. Σ’ολη την Ελλάδα διαθέτει προϊόντα του μόχθου του.
Ο Συνδικαλισμός και η πάλη για το καλύτερο είναι το πάθος του το ιδανικό του.
Δε θάμπωσε το μάτι του με τα αγαθά της εργοστασιακής του δουλειάς. ‘Εμενε απλός αυστηρός εργατικότατος.
Αποφασιστική είναι η συμβολή του στη συνδικαλιστική κίνηση. Έχει εμπνεύσει αισθήματα εκτίμησης και αγάπης στο εργατικό και υπαλληλικό κόσμο αλλά και στο μεγάλο εμπόριο της ξυλείας εκτιμάται και υπολογίζεται σαν σοβαρός και συνεπής οικονομικός παράγοντας.
Φίλοι και συνεργάτες του ολοι στον ίδιο μόχθο στις δυσκολίες της σκληρής ζωής. Δικαιωματικά του απόδωσαν τον τιμητικό τίτλο του Αρχιμάστορα.
(Συνέχεια από το φύλλο της ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ 5 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1964)
Στα σκοτεινά χρόνια της Μαύρης Γερμανικής κατοχής ο ξάγρυπνος πατριωτισμός του δραστηριοποιήθηκε στον υπέρτατο βαθμό.
Μέρα νύχτα όργωνε το πηχτό σκοτάδι στον αδυσώπητο αντιστασιακό αγώνα οργανώνοντας τα συνδικάτα σε συνοικίες και γειτονιές μέσα στην Αθήνα.
Πρωτοπόρος κι εδώ παράγοντας της Μεγάλης Αντίστασης,. Δόθηκε ολόψυχα σ’ένα μεγάλο αγώνα σκληρό, άγριο πολεμώντας τους Βαρβάρους Ούνους. Κι εδώ ο σκουληκάνθρωπος ο χαφιές παρακολουθούσε. Ο Βασίλης φορές ζωντανών Κρητικών παραδόσεων έχοντας μέσα του τη μεγάλη προγονική εντολή και το άσβηστο μίσος στους άναντρους κατακτητές που δολοφόνησαν στο χωριό του στο Αστέρι στις 3 του Ιούνη 1941, πρώτη τη μάνα του που χύθηκε επάνω τους με ένα χοντρό ξύλο αμυνόμενοι, καθώς μπαίνανε στο σπίτι της και το Λεβεντάνθρωπο τον άντρα της που έτρεξε για βοήθεια. Είχαν δολοφονήσει την 1η του Ιούνη και τον αδελφό του, ηρωικό μάχη της περιώνυμης μάχης της Κρήτης.
Ξεκίνησε στη μεγάλη Στράτα της Πατρίδας, ανεβαίνοντας στα περήφανα Ελληνικά βουνά – ύστερα από μύριους κινδύνους και παγίδες.
Οι Τουρκομάχοι πρόγονοί του οιστρηλατούσαν τα βήματά του και ρίπιζαν τα φλάμπουρά του οι ζωοδότες αγέρες της λεύτερης σκέψης. Σίφουνας καταλύτης των Τυράννων απ’ οπου πέρασε. Ο Μαστροβασίλης ο αρχιτεχνίτης έγινε τώρα ο Καπετάν Βασίλης αρχηγός μεγάλου τμήματος αντιστασιακού Στρατού. Πρώτος Καπετάνιος με το μπράτσο του. Εδωσε απανωτές μάχες με τους φριχτούς και αισχρούς κατακτητές και τους προδοτικούς ντόπιους συνεργάτες τους.
Κάπου εκεί στα βουνά τα λεύτερα και περήφανα γνώρισε τη συντρόφισσα της ζωής τους και την εξαιρετική γυναίκα του. Παντρεύτηκαν σ’ένα ξέφωτο της Ελεύθερης Ελλάδας και το μπαρούτι από τις μάχες ήταν το λιβάνι που ταίριαζε στη γαμήλια λειτουργία.
Η κλαγγή των όπλων ήταν η ωραιότερη Μουσική του γάμου.
Σμίγοντας τα χέρια στη μεγάλη πορεία για τη Λευτεριά και την Αξιοπρέπεια της βασανισμένηςΠατρίδας. Δικηγόρος καλή η γυναίκα του και στα διάφορα νομικά θέματα της επιχείρησης πλάι στον ακούραστο ηρωικό άντρα της, τον Καπετάν Βασίλη.
Πριν ώρας άσπρισαν τα πυκνά μαλλιά του. Ωστόσο γένηκαν στόλισμα στο στοχαστικό κεφάλι. Σε ώρες που πάνω τους αντιλαμψήζει ο καλοκαιριάτικος Ηλιοςσυνεμοιαζουν φιλντισένιο στεφάνι που η μεγάλη του αγάπη η Λευτεριά απόθεσε με αβρότητα και στοργή.
Μένει πάντοντε ένα διαλεχτό τέκνο του Ρεθέμνου. Άνθρωπος πεντακάθαρος. Εχει την καρδιά του ανοιχτό περιβόλι καλοσύνης και ευγένειας. Στον ανθρώπινοπονο παραστάτης κρατά πρόθυμο το βάλσαμο της παρηγοριάς. Παντού σαλεύοντας στην Αθήνα άκουσε λόγια εκτίμησης και αγάπης για τον διαλεχτό Κρητικό. Αληθινός Κρητικός που τις φυσικές Καλλιτεχνικές και επίκτητες χαρές του δεν εκμεταλλεύτηκε για να υποτάξει τους αγαθομαρούληδες τους Κρητικούς στιςσκοτεινές κομπίνες και να φαντάζει στα μάτια των ανίδεων, των αφελών αλλα και μιζαδόρων για Κρητικός Ηγέτης.
Μακριά από το Βασίλη η αυτοεπίδειξη και η μάταιη αγορασμένη Δόξα. Ζει απλά και με τη συντροφιά καλλιτεχνικών και πνευματικών ανθρώπων . Σμιλεύει με το ξυνάρι του πάνω στο ξύλο της Ανθρωπιάς τα σχεδιάσματα και τις Μορφές ενός κόσμου προκοπής και αγάπης ενός βίου ανθρώπινου.