01/12/2015 Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΙΩ. ΚΑΜΗΛΑΚΗ
Με τον συνάδελφο «εν φιλολογία» Αιμίλιο Γάσπαρη, συγγραφέα του βιβλίου «Ατσιπόπουλο: Τόπος και άνθρωποι, ήθη και έθιμα»,γνωριζόμαστε εδώ και σχεδόν είκοσι χρόνια, από τότε που ήταν πρόεδρος του Συνδέσμου Φιλολόγων Ν. Ρεθύμνης και μέλος της συντακτικής επιτροπής του αξιόλογου περιοδικού του Συνδέσμου «Αναζητήσεις», οπότε συναντιόμασταν σε διάφορα συνέδρια κ. α. πολιτιστικές εκδηλώσεις στην Κρήτη. Στο πανεπιστήμιο δεν συμπέσαμε, καθώς, όταν εγώ τελείωνα τη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών το 1972, αυτός εισήγετο, το 1973, στο ίδιο τμήμα, το Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών. Σ᾽ αυτό λοιπόν το τμήμα η Λαογραφία ήταν βασικό μάθημα με καθηγητή μέχρι το 1972 τον συμπατριώτη μας Γεώργιο Κ. Σπυριδάκη από τη Σητεία και υποχρεωτική την άμεση ή έμμεση συγκέντρωση λαογραφικού υλικού σε χειρόγραφη συλλογή από τον κάθε φοιτητή. Έτσι οι φοιτητές, από την επαρχία προπαντός, αναλάμβαναν τη συλλογή λαογραφικού υλικού από τα χωριά τους, κάνοντας ένα είδος επιτόπιας καταγραφής και έρευνας, που γινόταν υπό τις οδηγίες και την εποπτεία της βοηθού τότε του Γ. Κ. Σπυριδάκη αείμνηστης Μαρίας Μαρκαντώνη, αργότερα αναπληρώτριας καθηγήτριας της Λαογραφίας στην ίδια σχολή.
Για τις ανάγκες της συλλογής των φοιτητών, αλλά και γενικότερα των φίλων της Λαογραφίας, ώστε αυτή να γίνεται κατά τρόπο συστηματικό, ακριβή και έγκυρο, ο Σπυριδάκης είχε δημοσιεύσει το 1962 το τεύχος «Οδηγίαι προς συλλογήν λαογραφικής ύλης»,σύντομο αλλά περιεκτικό οδηγό για την επιτόπια έρευνα και συλλογή λαογραφικού υλικού. Αυτές τις οδηγίες χρησιμοποιούσαν – και εξακολουθούν εν πολλοίς και σήμερα να χρησιμοποιούν οι φοιτητές της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών – κατά την καταγραφή του λαογραφικού υλικού των συλλογών τους, αυτές προφανώς χρησιμοποίησε στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και ο Αιμ. Γάσπαρης για να συγκεντρώσει τα λαογραφικά του Ατσιπόπουλου, όπως και ο ομιλών το 1971 για ανάλογη συλλογή του από το χωριό που γεννήθηκε, την Κάντανο των Χανίων.
Το υλικό λοιπόν αυτό των φοιτητικών χρόνων του Αιμ. Γάσπαρη, καταγεγραμμένο σε μια μεταβατική εποχή, που ολοκληρώνονταν οι μεγάλες αλλαγές της δεκαετίας του 1960 ιδίως, οπότε ο παραδοσιακός αγροτικός βίος της υπαίθρου υποχώρησε ταχύτατα και σχεδόν βίαια εισέβαλε και στα χωριά ο σύγχρονος αστικός πολιτισμός με τις ποικίλες συνέπειές του, είναι πολύτιμο. Το υλικό που συγκέντρωσε τότε ο Αιμ. Γάσπαρης στο ιστορικό χωριό του, υλικό που αποτέλεσε τον κορμό του βιβλίου, διασώζει και μας παρουσιάζει σήμερα, στην έντυπη μορφή του, εκδηλώσεις και όψεις του λαϊκού πολιτισμού των Ατσιπουλιανών ακριβώς την περίοδο που αυτά τα στοιχεία είχαν αρχίσει να υποχωρούν ραγδαία, αλλά ήταν ακόμη ζωντανά εν πολλοίς, καθώς ζούσαν ακόμη οι κάτοικοι, που ήταν φορείς της μακραίωνης τοπικής παράδοσης του μεγαλύτερου παλαιότερα χωριού της επαρχίας Ρεθύμνης. Όπως σημειώνει και ο ίδιος ο συγγραφέας στην εισαγωγή του, το λαογραφικό αυτό υλικό αποδίδει και διασώζει τις συνθήκες ζωής και τα έθιμα του χωριού, όπως αυτά διατηρούνταν στην δεκαετία του 1970, αλλά και παλαιότερα. Αυτά διατηρούνταν σ᾽ ένα βαθμό ως το τέλος της δεκαετίας του 1980, οπότε η ραγδαία αστικοποίηση, η εισβολή με γοργούς ρυθμούς των τρόπων ζωής του γειτονικού Ρεθύμνου, συντελούσης σ᾽ αυτό και της ελάχιστης, μόλις 5 χιλιομέτρων, αποστάσεως που το χωρίζει από την πόλη, σχεδόν εξαφάνισε, μάλλον οριστικά, μεγάλο μέρος της παραδοσιακής ζωής και των εθίμων της. Η γειτνίαση μάλιστα με την πόλη και η μεγάλη τουριστική ιδίως ανάπτυξη των τελευταίων δεκαετιών έχουν επιφέρει σημαντική αλλοίωση της αρχιτεκτονικής προπαντός και οικιστικής φυσιογνωμίας του Ατσιπόπουλου, γενικότερα αλλαγή απότομη και σχεδόν βίαιη του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος του τόπου, με την άνευ περιορισμών επέκταση του οικισμού και την ένωσή του σχεδόν με το Ρέθυμνο, την άκριτη δηλαδή τσιμεντοποίηση ενός χωριού όπου οι σπουδαίες αρχιτεκτονικές καταβολές της βενετοκρατίας και της τουρκοκρατίας ήταν έντονες και σημαντικές, διατηρούμενες άριστα μέχρι πριν λίγες δεκαετίες. Αυτό συνέβαινε παρά τους κατατρεγμούς των πολέμων και των αλλεπάλληλων κρητικών επαναστάσεων, στις οποίες οι Ατσιπουλιανοί πάντοτε πρωτοστατούσαν. Η παραδοσιακή αυτή αρχιτεκτονική φυσιογνωμία, εάν είχε διατηρηθεί αναλλοίωτη ως σήμερα, θα αποτελούσε ένα σπουδαίο – από πολιτιστική, τουριστική και γενικότερα οικονομική άποψη – πλεονέκτημα, καθώς έχει καταστραφεί σε μεγάλο βαθμό η παραδοσιακή αρχιτεκτονική φυσιογνωμία των περισσότερων χωριών της Κρήτης. Γι᾽ αυτό το βιβλίο του Αιμιλίου Γάσπαρη, πλαισιωμένο και από πλούσιο, πρωτότυπο και ενδιαφέρον φωτογραφικό υλικό – κυρίως από φωτογραφίες, οι οποίες ελήφθησαν κατά την περίοδο συλλογής του λαογραφικού υλικού, που συνιστούν δηλαδή και αυτές, πλαισιωτικά και συμπληρωματικά προς τα κείμενα της συλλογής, αυθεντικές οπτικές μαρτυρίες της δεκαετίας του 1970 -, αποτελεί πιστό και ακριβές χρονικό μεγάλου μέρους της παραδοσιακής ζωής του Ατσιπόπουλου στην μακρά διάρκεια του χρόνου μέχρι τις αλλαγές, που συντελέστηκαν, όπως προαναφέρθηκε, από τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 και εξής ως σήμερα. Απ᾽ αυτή την άποψη το βιβλίο παρουσιάζει και ιστορικό και κοινωνιολογικό ενδιαφέρον.
Όπως σημειώσαμε προηγουμένως, καλύπτει μεγάλο μέρος, σχεδόν όλο, το ευρύ φάσμα των θεμάτων του λαϊκού πολιτισμού, στον υλικό, κοινωνικό και πνευματικό βίο του λαού. Ο συγγραφέας χωρίζει το πλούσιο υλικό του σε δύο βασικά κεφάλαια – ενότητες: τον «υλικό βίο» και τον «κοινωνικό βίο», στον οποίο όμως εντάσσει και ορισμένα θέματα που κατέγραψε από τον «πνευματικό βίο», δηλαδή δημοτικά τραγούδια, μαντινάδες, παροιμίες, ευτράπελες διηγήσεις και ανέκδοτα, θρύλους και παραδόσεις, οικογενειακά ονόματα, παρατσούκλια, τοπωνύμια, καθώς και κάποια ιστορικά στοιχεία για τη νεώτερη ιστορία του Ατσιπόπουλου.
Η ενότητα του υλικού βίου καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου (σ. 17 – 68) και αυτό είναι σημαντικό, διότι τα θέματα του υλικού πολιτισμού είναι λιγότερο μελετημένα από την ελληνική Λαογραφία. Έτσι ο συγγραφέας προσφέρει ενδιαφέρον και χρήσιμο υλικό για γενικότερες συνθέσεις και ευρύτερες θεωρήσεις θεμάτων της Κρητικής Λαογραφίας, όπως είναι η κατοικία, η ενδυμασία, οι τροφές, η γεωργία, η αμπελουργία, η ελαιοκομία και οι λοιπές γεωργικές καλλιέργειες, που απέδιδαν μικρή γεωργική παραγωγή λόγω του πετρώδους εδάφους, ο φυσικός κόσμος με την σημαντικότερη τοπική χλωρίδα, ο ποιμενικός βίος, περιορισμένος κυρίως στην μικρή οικόσιτη κτηνοτροφία, το κυνήγι και το ψάρεμα, τα οποία συμπλήρωναν στο τοπικό εδεσματολόγιο τα ανεπαρκή προϊόντα της ντόπιας πρωτογενούς παραγωγής.
Ακολουθεί η βιοτεχνία με την υφαντική και την κεραμική, καθώς και σύντομη περιγραφή άλλων, λιγότερο διαδεδομένων, αλλά απαραίτητων σε ένα μεγάλο χωριό, όπως το Ατσιπόπουλο, βιοτεχνικών δραστηριοτήτων, όπως η σιδηρουργία, η ραπτική, η σαμαροποιΐα, η πλεκτική – καλαθοπλεκτική, η επιπλοποιΐα, η οικοδομική κ.α.
Δυό σύντομα σχόλια για κάποιες βιοτεχνικές δραστηριότητες με αφορμή τα όσα αναφέρονται στο βιβλίο, αλλά και από επιτόπια έρευνά μας στο Ατσιπόπουλο το 1990. Σημαντική ήταν η αγγειοπλαστική μικρών πήλινων οικιακών σκευών, ενώ στην Καρωτή, δυτικότερα, παράγονταν κυρίως πιθάρια. Δεν είναι όμως γνωστά ευρύτερα τα δύο αυτά αγγειοπλαστικά κέντρα της επαρχίας Ρεθύμνης, όπως είναι οι Μαργαρίτες ως μοναδικό κέντρο αγγειοπλαστικής του νομού, στην σχετική βιβλιογραφία. Οι «λαηνάδες» του Ατσιπόπουλου αναφέρονται τουλάχιστον από τον 19ο αιώνα και δούλευαν σε οικογενειακή βάση έχοντας τον τροχό στα σπίτια τους και τα καμίνια για το ψήσιμο των αγγείων στο σημερινό κέντρο του χωριού.
Το Ατσιπόπουλο – και λιγότερο ο γειτονικός Πρινές – έχει αξιοσημείωτη παράδοση και στην οικοδομική με σπουδαίους χτιστάδες, που δούλευαν στα χωριά της περιοχής και κυρίως στην πόλη του Ρεθύμνου. Τούς αναφέρει χαρακτηριστικά ο Παντελής Πρεβελάκης στο «Χρονικό μιάς πολιτείας», όπως έχουμε αναλύσει στην μελέτη μας για τις σχέσεις αστικού και αγροτικού χώρου του Ρεθύμνου στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, δηλ. στις σχέσεις κυρίως του Ατσιπόπουλου, οικονομικές-βιοτεχνικές κ.λπ., με την πόλη του Ρεθύμνου. Ο συγγραφέας παραθέτει λίγα στοιχεία για τους χτιστάδες και την εξόρυξη των «πελεκιών», όπως και για τη λεπίδα, που η εξόρυξή της ήταν σημαντική οικονομικά, καθώς αποτελούσε το τρίτο σε σημασία προϊόν του Ατσιπόπουλου, μετά το βελανίδι για την βυρσοδεψία και τα χαρούπια. Εξ ίσου σημαντική ήταν τότε και η ασβεστοποιΐα, καθώς οι περισσότεροι κάτοικοι παρήγαν ασβέστη, που πουλούσαν και στο Ρέθυμνο και σε άλλα χωριά. Η ασβεστοποιΐα και η εξόρυξη λεπίδας για τις στέγες των σπιτιών του χωριού, του Ρεθύμνου και χωριών της περιοχής, αποτελούσαν απασχόληση συμπληρωματική της παραγωγής βελανιδιού. Μας το υπενθυμίζει άλλωστε και η σχετική μαντινάδα της περιοχής:
Πρινιώτες κι Ατσιπουλιανοί έχουνε μιάν ελπίδα,
γ-η τον ασβέστη σιάζουνε γ-η βγάζουνε λεπίδα.
Γενικά οι βιοτεχνικές κ. α. δραστηριότητες των Ατσιπουλιανών στο χωριό τους και την πόλη του Ρεθύμνου αποτελούν ένα μεγάλο και αξιόλογο κεφάλαιο του υλικού λαϊκού πολιτισμού τους, για το οποίο το βιβλίο δίνει αφορμές για περαιτέρω έρευνα και μελέτη του.
Η ενότητα του κοινωνικού βίου καλύπτει όλα τα βασικά κεφάλαιά του (γέννηση, γάμος, θάνατος, κοινωνική οργάνωση, εκπαίδευση και διασκέδαση), καθώς, όπως προαναφέρθηκε, και θέματα του πνευματικού βίου. Το βιβλίο κλείνει με βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα, όπου, όσοι δεν τον ξέρουν, διαπιστώνουν τα πολύπλευρα ενδιαφέροντα και τις ενασχολήσεις του και με την ποίηση, τη ζωγραφική, την οικολογία.
Το βιβλίο προλογίζουν ο οικονομολόγος Ελευθέριος Σκανδάλης, η καθηγήτρια Λαογραφίας Κατερίνα Κορρέ – Ζωγράφου και ο αντιστράτηγος Νικόλαος Σαμψών, Ατσιπουλιανός, όπως και ο κ. Σκανδάλης. Ο κ. Σαμψών είχε σημαντική συμβολή στην διαδικασία και υλοποίηση της έκδοσης.
*Ο Παναγιώτης Καμηλάκης είναι ερευνητής του Κέντρου Λαογραφίας Ακαδημίας Αθηνών