Το 1934 εκτός από την εφημερίδα «ΒΗΜΑ» και «ΚΡΗΤΙΚΗ
ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ», στην πόλη μας κυκλοφορούσε άλλη μα εφημερίδα η
«ΑΣΤΡΑΠΗ» του συγχωρεμένου καθηγητή Στέλιου Δρακάκη.
Ο Δρακάκης παρά την αντίθετη γραμμή της εφημερίδας του με τον κ.
Λυκούργο Καφφάτο τον δ/ντή του «ΒΗΜΑΤΟΣ» και με ευχαρίστηση
δεχόταν τα πειράγματα του κ. Καφφάτου, είτε από τις στήλες του
«ΒΗΜΑΤΟΣ» είτε στη διαλογική συζήτηση στο καφενείο ή στο δρόμο.
Τότε η «ΑΣΤΡΑΠΗ» τυπονόταν σ’ένα παμπάλαιο χειροκίνητο πιεστήριο
τύπου Γουτεμβέργ στο τυπογραφείο του επίσης συχωρεμένου Σπύρου
Μαραγκουδάκη.
Αρκετές φορές τα βράδια περνούσε ο κ. Καφφάτος από το
Τυπογραφείο του Μαραγκουδάκη είτε για να πειράξει τον κ Δρακάκη
είτε να τον πάρει να πάνε στου Κουτσουρούμπη το Καφενείο όπου
σύχναζαν τότε.
Μια βραδιά λοιπόν πέρασε και πάλι ο κ. Καφφάτος από την «Αστραπή»,
και βρήκε το Μαραγκουδάκη αρκετά νευριασμένο.
«Τί συμβαίνει βρε Σπύρο;» τον ρωτά ο κ. Καφφάτος.
«Αστα βρε Λυκούργο μια ώρα είμαί έτοιμος να τυπώσω κι ακόμη
να’ ρθη ο Στέλιος να κάμει τη διόρθωση στη Σελίδα μόνο κάθεται στου
Κουτσουρούμπη και παίζει τάβλι.
«Σώπα δα Σπύρο μα δεν είναι χαλασμός κόσμου βγάλε μου εμένα ένα
φύλλο να σου κάμω διόρθωση».
Πράγματι βγάζει ο συχωρεμένος Μαραγκουδάκης ένα φύλλο να δίδει
στον Καφφάτο ο οποίος ενώ τάχα κάνει διόρθωση στην εφημερίδα με
σβελτάδα και τρόπο αλλάζει και τροποποιεί τα ξύλινα στοιχεία του
τίτλου πάνω στην πλάκα ο οποίος από «ΑΣΤΡΑΠΗ», γίνεται
«ΑΣΝΤΡΑΠΗ», έπειτα γυρίζει προς το Μαραγκουδάκη και του λέει:
«Βγάλε μου Σπύρο ένα άλλο φύλλο για τούτονε δεν επατήθηκε καλά.
Φυσικά το δεύτερο φύλλο που έφερνε τον τίτλο «ΑΣΝΤΡΑΠΗ»
διπλώθηκε και μπήκε στη τσέπη του κ Λυκούργου ο οποίος και πάλι με
την ίδια σβελτάδα ξαναφτιάχνει τον τίτλο της Εφημερίδας κάνει τη
διόρθωση και φεύγει γραμμή για του Κουτσουρούμπη το Καφενείο.
Μόλις έμπαινε, βλέπει τον Δρακάκη ο οποίος βιαστικός ετοιμαζόταν να
φύγει.
«Που πας Στέλιο; Τον ρωτά ο Καφφάτος.
«Θα πεταχτώ βρε Λυκούργο δυο λεπτά να κάμω διόρθωση και θα
γυρίσω μόνο μη φύγεις.
«κάτσε βρε Στέλιο μα πέρασα γω και την έκαμα και τώρα τυπώνει ο
Σπυρος.
«Α μπράβο, Λυκούργο μου, σ’ευχαριστώ.» του απαντά ο Δρακάκης και
γυρίζει να τελειώσει το τάβλι του.
Ο κ. Καφφάτος πηγαίνει, καθίζει απέναντι του, ανοίγει την εφημερίδα
επιδεικτικά προς το Δρακάκη, προσποιείται πως διαβάζει, και περιμένει
το ψάρι να τσιμπήσει.
Πράγματι σε λίγο ο Δρακάκης σηκώνει τα μάτια του από το τάβλι και τα
καρφώνει στον τίτλο της εφημερίδας πίσω από την οποία σκούσε στα
γέλια ο Καφφάτος.
Κοιτάζει , ξανακοιτάζει ο Δρακάκης και ξαφνικά σηκώνεται με βία τρέχει
προς την πόρτα φωνάζοντας «Αμαν μωρέ Λυκούργο και συ
στραβώθηκες;»
Μέχρι να τον σταματήσει ο κ. Καφφάτος είχε κι ολας φθάσει
λαχανιασμένος στο Τυπογραφείο και από την πόρτα φωνάζει του
Μαραγκουδάκη:
-Σπύρο για όνομα του Θεού σταμάτα το τύπωμα και με κατάστρεψες.
Ορμά αμέσως μέσα τρέχει προς τις τυπωμένες εφημερίδες βλέπει το
τίτλο σωστό κοιτάζει και την πλάκα στο πιεστήριο βλέπει και πάλι το
τίτλο σωστό, κοιτάζει και προς την πόρτα και βλέπει τον Καφφάτο να
σκάει από τα γέλια. Για να καταλάβει αμέσως ότι για άλλη μια φορά
έπεσε θύμα του σπιρτάτου πνεύματος της εξυπνάδας και του δαιμόνιου
μυαλού του πρωτομάστορα της Ρεθεμνιώτικης Δημοσιογραφίας του
Λυκούργου Καφφάτου
Μάρκος Γιουμπάκης
ΒΗΜΑ ΡΕΘΥΜΝΗΣ 1957