«Αρμενίων Νόστος -100 χρόνια μετά» 

 

Ένα λεύκωμα που δίνει νέα δυναμική στην τοπική έρευνα

 

Έντονη η παρουσία Αρμενίων από την Κρήτη και την Αθήνα

Δεν ήταν μια συνηθισμένη βιβλιοπαρουσίαση αυτή που παρακολουθήσαμε το βράδυ της Δευτέρας  24 Οκτωβρίου  2022 ,στην αίθουσα Παντελής Πρεβελάκης, του Ωδείου Ρεθύμνου

Έχοντας υπόψη μας ένα άλλο βιβλίο του Μανόλη Καρνιωτάκη «Ρεθυμνίων Νόστος» που είχε κυκλοφορήσει πριν από 16 χρόνια ,ασφαλώς και περιμέναμε να μας δημιουργήσει και το νέο του βιβλίο «Αρμενίων Νόστος- 100 χρόνια» τις ίδιες θετικές εντυπώσεις

Αναμενόμενη και η κοσμοσυρροή που παρατηρήθηκε, παρά το γεγονός, ότι ήταν και άλλες εκδηλώσεις σε εξέλιξη Από την ξενάγηση που είχε γίνει την προηγουμένη είχε εντυπωσιάσει εκτός από τη μεγάλη προσέλευση και το ενδιαφέρον κυρίως των νέων ανθρώπων για την ιστορία των Αρμενίων στην πόλη μας

Τόσο  η βιβλιοπαρουσίαση όσο και η ξενάγηση ήταν από τις ωραιότερες εκδηλώσεις του πολυήμερου με τίτλο « Μέρες Ρεθύμνου» που μας έχει προσφέρει ο δήμος μας  Και η διαπίστωση αυτή ήτανδιάχυτη  στην αίθουσα που παρακολουθήσαμε τη βιβλιοπαρουσίαση

Επίσημες παρουσίες ο εκπρόσωπος του Σεβασμιοτάτου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου π.Ρομανός Αναστασιάδης , η Αντιπεριφερειάρχης κα Μαρία Λιονή, ο δήμαρχος κ. Γιώργος Μαρινάκης, αντιδήμαρχοι, δημοτικοί σύμβουλοι και μεγάλος αριθμός Αρμενίων από όλη την Κρήτη , ακόμα και από Αθήνα

 

Δεν ήταν όμως μόνο η αισθητική του βιβλίου και το περιεχόμενο που εντυπωσίασε το πολυπληθές ακροατήριο

Η εκδήλωση ανακάλεσε μνήμες από το μακρινό μας παρελθόν κι είχε κάθε θεατής κάτι να θυμηθεί από προσωπική εμπειρία

Όλοι επαίνεσαν την πρωτοβουλία του Μανόλη Καρνιωτάκη να γυρίσει το χρόνο σε μια εποχή που οι Αρμένιοι του Ρεθύμνου ήταν μια πολύτιμη παρουσία στην τοπική κοινωνία Αυτό που τόσο εύστοχα επισήμανε και στην εισήγησή του ο κ. Χάρης Στρατιδάκης Κανένας δεν σκέφτηκε μέχρι σήμερα να εντρυφήσει στην έρευνα αυτή που αποτελεί ένα σημαντικό κεφάλαιο  στα χρονικά του Ρεθύμνου Κι όμως όπως αποδείχτηκε ήταν ένα οφειλόμενο χρέος τιμής σε κάποιους βασανισμένους ανθρώπους που πέρασαν από τον τόπο αυτό αφήνοντας μνήμες ανεξίτηλες με την αξιοπρέπεια, την τεχνική τους , τη δουλειά τους , την παρέα τους

Μια πρωτότυπη έρευνα

Με δικές του μνήμες ξεκίνησε να συντονίζει την εκδήλωση και ο συνάδελφος κ.Δημήτρης Κορωνάκης καθώς γειτνίαζε στα παιδικά του χρόνια με Αρμενίους , φορτίζοντας συναισθηματικά την ατμόσφαιρα και δημιουργώντας έτσι  μια ευχάριστη προδιάθεση για τη συνέχεια

Με τη σειρά του ο αντιδήμαρχος πολιτισμού κ. Θωμάς Κρεβετζάκης αναφέρθηκε στη σημαντικότητα της έκδοσης λέγοντας τα

εξής;

“Το βιβλίο εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 2022 από τις γραφικές τέχνες Καραγιαννάκη  σε 650 αντίτυπα , σε χαρτί 150 gr. Velvet  , με σκληρόδετο εξώφυλλο , ραφτοκολλητό με χρυσοτυπία και αριθμεί 215 σελίδες

Η σελιδοποίηση του βιβλίου , η ηλεκτρονική επεξεργασία των φωτογραφιών και ο σχεδιασμός  του εξωφύλλου έγινε από την Μαρία Τρουλινού

Ο Μανώλης μας έχει συστηθεί με το λεύκωμα του Ρεθυμνίων Νόστος αλλα και με την αρθογραφία του στις τοπικές εφημερίδες διατηρώντας έναν προσωπικό τρόπο αφήγησης  αλλά και γραφής . Στα κείμενα αλλά και στις διηγήσεις του είναι σαν να ακούς την φωνή του Καζαντζίδη  , μια γνήσια λαϊκή φωνή  , που ποτέ δεν ξέχασε τις καταβολές της.

Για αυτό και δεν μας εκπλήττει το θέμα του νέου του βιβλίου το οποίο συστήνεται ως λεύκωμα αλλά είναι πολύ περισσότερα . Πρόκειται για πρωτότυπη ερεύνα  όπου μέσα από τη συστηματική δουλειά   μιας δεκαετίας , μελέτης εγγράφων και αρχείων  , συλλογής φωτογραφιών και συνεντεύξεων έρχεται να καλύψει ένα κενό της τοπικής ιστορίας ,  την εγκατάσταση, ενσωμάτωση και τελικά την αποχώρηση  των Αρμενίων στην πόλη του Ρεθύμνου.Σε μια από τις συναντήσεις μας για την έκδοση του ,  Ο Μανώλης σχολίασε πως οι άνθρωποι αυτοί έζησαν σαν σκιές , που με  πέρασμα του χρόνου εξαφανίστηκαν .Ειναι πράγματι εντυπωσιακό γεγονός  , ενώ η πόλη μας υποδέχτηκε  τους Αρμένιους πρόσφυγες και τους ενσωμάτωσε ιδιαίτερα ομαλά , τόσο κοινωνικά , όσο και επαγγελματικά  , διασκέδασε , χόρεψε  , αγωνίστηκε μαζί τους  , ξαφνικά  ξυπνάει ένα πρωί  και διαπιστώνει  πως ο γείτονας , ο φίλος , ο συνεργάτης είχαν φύγει. Το κενός της απουσίας , την χρονική ταύτιση , τα σημάδια που άφησαν πίσω τους , μάζεψε ευλαβικά  ο Μανώλης Καρνιωτάκης και μας τα καταθέτει  στο «Αρμενίων Νόστος»  100 χρόνια μετά .100 χρόνια μετά των ερχομό των Αρμενίων ,100 χρόνια μετά από τον ερχομό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας , πρόσφυγας τρίτης γενιάς και ο ίδιος .

Οι Ημέρες Ρεθύμνου δεν θα μπορούσαν να μην εντάξουν στο επετειακό πρόγραμμα τους τόσο την παρουσίαση του βιβλίου οσο και την Θεματική ξενάγηση που την συνόδευε.

Θεωρώ πως το τελικό αποτέλεσμα του βιβλίου δεν δικαίωσε μόνο τον συγγραφέα αλλά και τους απογόνους των Αρμενίων  της πόλης μας , σε ευχαριστούμε  Μανώλη  που ανέσυρες από τις σκιές όλα αυτά τα πρόσωπα και τα ξανά ζωντάνευσες. Πολλά συγχαρητήρια”

 

 Ένας ρομαντικός έρωτας

Αποκάλυψη της βραδιάς ήταν η κα Όλγα Σπυριδάκη – Πλαίτη που αναφέρθηκε στο ρομαντικό έρωτα ενός Ρεθεμνιώτη και μιας Αρμενοπούλας που δεν γέρασε ποτέ

Είπε στη δική της αναφορά η κα Πλαίτη γοητεύοντας το ακροατήριό της με την έκφραση και την γλαφυρή της αφήγηση :

” Βγάζω το γραμματάκι, γιάτο ! εδώ είναι ακόμη και κοντεύει να  σβήσει! Φεύγω ….. , 9 Νοεμβρίου 1947!

Οι αναμνήσεις, γράφει ο συγγραφέας, έχουν παντού και πάντα  μάτια που βλέπουν!

Όταν όμως τα μάτια θολώνουν και χάνουν τη λάμψη τους ,είναι  μέγιστο χρέος για κάθε ευαίσθητο αναζητητή, που είχε την καλή

τύχη να μάθει το χθες ,να το ταξιδέψει με κάθε τρόπο στο  σήμερα.

Έτσι απλά, γιατί οφείλει να το προσθέσει στην ιστορία του  τόπου.

Γιατί υπάρχει η μεγάλη ιστορία, με τις επαναστάσεις ,τους  ήρωες, τα περίτεχνα κτίρια κι αγάλματα.

Κι η μικρή ιστορία, που την γράφει η ζωή, τα αισθήματα, ο  μόχθος, η χαρά και η λύπη όλων που στεγάζουν την ανάσα τους

σε κάθε γειτονιά του κόσμου.

 

Εν αρχή ήν … ο Έρωτας;

Αυτός ο πλάνος ζωοδότης της νιότης, που σε σηκώνει απ’ τη γη  και σου χαρίζει δύναμη ακαταμάχητη ,μέχρι τη στιγμή που η

αλήθεια της ζωής θα μαζέψει τους ούριους ανέμους και θα σε  σκορπήσει ανήλεα στη βραχουριά.

 

Στα στενά της παλιάς πόλης με τις μυρωδιές της μαγειρικής και  τους ήσυχους ήχους , η βιοπάλη ανακατεύεται με το τραγούδι,

τα παραμύθια, τις εικόνες άλλων πατρίδων, τις ελπίδες για την  καινούργια μέρα.

Κι αν έχεις και το κάστρο κοντά σου, να απαντά στην αλμύρα ενώ το κύμα χαϊδεύει τ’ όνειρά σου κι η γλύκα της νιότης

ακουμπά στο περβάζι , έ τότες δα ο έρωτας έχει το σιγουράκι  του.

Αλλά ας επιστρέψουμε σε κείνο το Ρέθεμνος που βαριανάσαινε  ακόμη από τις πληγές της κατοχής , στην οδό Οπλιτών σημερινή

Πάνου Κορωναίου αριθμό 63.

Μέρες τώρα ,η Τακουί σιγοτραγουδεί πάνω στο κεντίδι και το  βλέμμα της ακουμπά στο καλντερίμι!

Όμορφος ο Γιάννης, κοντά στα χρόνια της και δουλευταράς από  παιδί , προχωρά χαμογελώντας στη ζωή με το θάρρος της

άγνοιας.

Κι είναι ή ώρα ακριβώς, που χάνεται η σταυροβελονιά και  μπερδεύεται η κλωστή στο δίχτυ της αγάπης.

Μιας αγάπης που έχασε το δρόμο της μέσα στα ομιχλώδη  χρόνια του εμφυλίου, στις βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις, στο

 

δόλωμα μιας θολής επιστροφής στη χαμένη πατρίδα.

Ο Μανώλης Καρνιωτάκης καιρό πολύ ,είχε τη σπίθα της  αναζήτησης για μια αγκαλιά ανθρώπων ,που ήρθαν στον τόπο μας κυνηγημένοι προσπαθώντας σκληρά να γλυκάνουν τον  ξεριζωμό τους.

Ο κυρ Γιάννης του έδωσε ένα πολυκαιρισμένο γράμμα ,θλιβερού αποχωρισμού κι αιώνιας υπόσχεσης, που άργησε πολύ να  διαβαστεί! Έτσι, μοιράστηκε μαζί του τον παντοτινό του έρωτα  με την αρμενοπούλα Τακουί.

Τα μάτια του μιλούσαν περισσότερο από τις λέξεις με τον πόνο  του Ζητιάνου της Αγάπης, όπως είχε γράψει ανέμελα κάποτε στο  νεανικό της λεύκωμα αλλά και τη χαρά να έχει μετά από 52  ολόκληρα χρόνια εκείνο το γράμμα. Εκείνο το γράμμα που

αρνήθηκε να κρατήσει τότε, μέσα στην απόγνωσή του  ανεκπλήρωτου .

Κι αυτό το γράμμα ήταν αρκετό για να πυροδοτήσει την αρχή  μιας διαφορετικής – δύσκολης έρευνας φωτίζοντας άγνωστες

ζωές που άφησαν τα χνάρια τους στη μικρή μας πολιτεία.

Αυτά τα χνάρια που η αχλή του χρόνου σκεπάζει κι όποιος τα  βρει στο δρόμο του και τα νοιαστεί , γίνονται καλή τύχη για  όλους μας.

 

Ας αρχίσουμε το ταξίδι μας μέσα από εκείνες τις λέξεις ,που το  μολύβι του χρόνου κράτησε το χρώμα τους.”

 

 

Ακολούθησε ένα απόσπασμα από το ντοκιμαντέρ της Εύας Λαδιά « Όταν ο έρως δεν γερνά…» που αναφερόταν στο ζευγάρι αυτό των ερωτευμένων σε μουσική Μπάμπη Πραματευτάκη

 

«Ένα σοβαρό βιβλίο αναφοράς»

Λόγω ασθενείας του κ. Χάρη Στρατιδάκη , τη δική του εισήγηση διάβασε ο αντιδήμαρχος κ. Θωμάς Κρεβετζάκης που ανέλυσε τη θαυμάσια αυτή έκδοση του Μανόλη Καρνιωτάκη αναφέροντας σχετικά  :

“Ο Μανόλης Καρνιωτάκης μου έκανε την τιμή να με περιλάβει την ομάδα

παρουσίασης του νέου του βιβλίου, αναθέτοντάς μου την αναφορά σε αδρές γραμμές στο
περιεχόμενό του. Για τον σκοπό αυτό προ μηνός και πλέον μου εμπιστεύτηκε ένα αντίτυπο
σε ψηφιακή μορφή, προκειμένου να προετοιμαστώ. Οπωσδήποτε δεν είναι συνηθισμένο όσοι
ισχυριζόμαστε ότι συγγράφουμε να εμπιστευόμαστε τα πονήματά μας λίγο πριν αυτά
φτάσουν στο τυπογραφείο, ακόμα και σε φίλους, αφού σ’ αυτή τη φάση -είναι
παρατηρημένο- όλοι κι όλες, έχουν κάτι να διορθώσουν, κάτι να προσθέσουν ή να
διαφωνήσουν. Σ’ αντίθεση με την προηγούμενη φάση, της συγκέντρωσης δηλαδή των
πληροφοριών, οπότε πολύ λίγοι είναι όσοι μας τις παρέχουν ή μας προσανατολίζουν προς
αυτές.
Στην πραγματικότητα απόλαυσα το νέο του βιβλίο. Ξενύχτισα μάλιστα το τελευταίο
βράδυ πριν αναχωρήσουμε για το γυναικοχώρι στη Σάμο διαβάζοντάς το, όπως
ξαναξενύχτησα όταν επέστρεψα και το ξανάπιασα στα χέρια μου, ομορφοτυπωμένο και
βιβλιοδετημένο πια, προκειμένου να γράψω και να διαβάσω σήμερα εδώ δυο ταπεινά λόγια.
Και διαπίστωσα εκείνο που ανέμενα εξ αρχής: ότι πρόκειται δηλαδή για βιβλίο εξαιρετικά
σοβαρό και ασφαλώς βιβλίο αναφοράς στο είδος του. Γιατί, έτσι ξεχωρίζει η ήρα από το
στάρι: αφήνουμε λίγο καιρό να περάσει προκειμένου να ξαναδούμε μια καλλιτεχνική
φωτογραφία, προκειμένου ν’ απολαύσουμε έναν πίνακα ζωγραφικής ή να ξαναδιαβάσουμε
ένα βιβλίο, έτσι ώστε ο χρόνος να σβήσει τις πρώτες εντυπώσεις και να μπορέσουμε να
κρίνουμε με καθαρό πια το μυαλό μας.
Αυτό ακριβώς είχε συμβεί και με το πρώτο του βιβλίο: αντέχει στον χρόνο. Έχουν
περάσει 16 χρόνια από τότε που το κυκλοφόρησε και η αξία του αυξάνεται κάθε μέρα και
περισσότερο. Τελικά ο «Ρεθυμνίων Νόστος» δεν ήταν ένα φωτογραφικό λεύκωμα, κι ας
έγραφε έτσι στο εξώφυλλό του. Οι λεζάντες του, αν θα χαρακτηριζόταν ως τέτοιο, ήταν πολύ
μεγάλες γι’ αυτό, ήταν κείμενα ολόκληρα, με πολλή οπωσδήποτε λογοτεχνία και συναίσθημα
αλλά και με πολλές πληροφορίες, συνδυασμένες μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις,
διαθεματικές θα τις λέγαμε σήμερα. Οπωσδήποτε το σύνολο συνιστούσε ένα σοβαρό βιβλίο
μικροϊστορίας.
Όμως, αν το βιβλίο εκείνο μας συγκινούσε τόσο την περίοδο εκείνη, αυτό τελικά
ήταν επειδή μας θύμιζε τη χαμένη μας νεότητα. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια για
να εντρυφήσουμε στα ιστορικά του στοιχεία, για να καταλάβουμε τελικά την αξία του.
Ψάχνοντας μάλιστα εκεί κάθε τόσο, για διάφορους λόγους, διαπίστωσα ότι η έκδοσή του
προετοίμαζε τελικά τη σημερινή. Ο καφετζής Μάρκος ο Αρμένης κι ο Μανούκ προετοίμαζαν
μια ακόμα μεγαλύτερη έρευνα, σ’ ένα θέμα ουσιαστικά άγνωστο μέχρι τότε.
Ακόμα κι οι καθαυτό Ρεθεμνιώτες, οι αστοί, αν μπορούμε να ονομαζόμαστε έτσι σε
μια πόλη που παραδοσιακά στηρίζεται στην ύπαιθρό της και στις εισροές απ’ αυτήν, δεν
γνωρίζαμε σχεδόν τίποτα για την εθνοτική εκείνη ομάδα, την οποία είχαν προλάβει να
ζήσουν και να συγγελαστούν μαζί της οι γονείς μας, όσων τουλάχιστον βρισκόμαστε πάνω
από τα -ήντα. Κι εμείς όμως τους είχαμε προλάβει, αφού οι τελευταίοι από εκείνους που
παρέμειναν στο Ρέθυμνο πέθαναν στις δεκαετίες του 1970 και 1980, άρα τους προφτάσαμε
αλλά δεν είχαμε, όπως συμβαίνει πολύ συχνά, ενδιαφέρον και μυαλό να τους γνωρίσουμε
καλύτερα. Στερνή μας γνώση να σ’ είχαμε και πρώτα!
Εκείνο που μας προξενούσε εντύπωση, πάντως, στις αναμνήσεις των γονέων μας,
ήταν ότι η αρμενική παροικία, σ’ αντίθεση με τη μικρασιάτικη, είχε ενσωματωθεί αμέσως

στο Ρέθυμνο, χωρίς να αντιμετωπίσει πολλές ρατσιστικές επιθέσεις. Παρά το ότι δεν ήταν
περισσότερο εγγράμματοι από εκείνους, στην κοινή μνήμη είχαν εξιδανικευτεί, ο Μπαγδίκ
Μπακογιάν με τα έπιπλά του, η Συρανούς με τα πουκάμισά της κ.ά. Η μητέρα μου για
παράδειγμα ήταν περήφανη για τα προικώα έπιπλά της του Μπαγδίκ, χωρίς όμως να είμαι
σίγουρος ότι συμβαίνει το ίδιο και με την κόρη μου που τα κληρονόμησε απ’ αυτήν.
Η βιβλιογραφία στην οποία ο Μανόλης είχε τη δυνατότητα να στηριχτεί ήταν
ελάχιστη και αμελητέα τελικά σε σχέση με το γιγάντιο έργο που σήκωσε στους ώμους του.
Κάτι τις είχαμε προσέξει οι υποψιασμένοι στον Δημήτρη Ποθουλάκη, κάτι είχαν πάρει τα
αυτιά μας για την αρμένικη πολυκατοικία στη Θεοτοκοπούλου, κι όσοι ανασκαλεύαμε τις
παλιές εφημερίδες κάτι λίγα συναντούσαμε διάσπαρτα κάθε τόσο, ιδιαίτερα στον τομέα του
αθλητισμού, αλλά και στην ομάδα του Αραράτ παλιότερα, που μας είχε καταταλαιπωρήσει
στο Κυνήγι του Θησαυρού.
Αυτά ήταν όλα κι όλα τα βρισκούμενα, εκείνο όμως που έβγαλε τελικά στ’ ανοιχτά
τον συγγραφέα ήταν η επικοινωνιακότητά του. Η επικοινωνιακότητα, η αυθεντικότητα, η
αμεσότητα και το πάθος με το οποίο καταπιάνεται μ’ όσα τον ενδιαφέρουν. Δείτε τις
αφιερώσεις του. Τον «Ρεθυμνίων Νόστο» τον έχει αφιερώσει στη μάνα και στη γυναίκα του,
τον «Αρμενίων Νόστο» στα εγγόνια του.
Ο Μανώλης Καρνιωτάκης «ξεψάχνισε» καταρχήν τη μητέρα του, την καλύτερη πηγή
πληροφοριών που θα μπορούσε να ονειρευτεί κανείς. Όντας σε προχωρημένη σχετικά ηλικία,
αποτελεί την επιτομή της μνήμης του Ρεθύμνου. Η κυρία Ανδρονίκη ανήκει στην χορεία των
Ρεθεμνιωτών στην οποία μπορεί να βασιστεί κανείς άφοβα. Σ’ αυτούς παλιότερα
περιλαμβάνονταν η Μαρία Τσιριμονάκη, ο Λεωνίδας Καούνης κι ο Μανόλης Κούνουπας και
σήμερα απομένουν ο Γιώργης ο Ζουρμπάκης, ο Νίκος Σταγάκης κι ο Αντρέας Σμαραγδάκης
κι ίσως και μερικοί ακόμα άλλοι. Με τη διαφορά ότι η κυρία Ανδρονίκη έχει πλήρη εποπτεία
τόσο στη φτωχολογιά του Ρεθύμνου, από την οποία ξεκίνησε, όσο και στα πλουσιόσπιτα, τα
οποία και υποστήριξε με τις υπηρεσίες της. Αλλά και κάτι ακόμα: έχει όχι μόνο
συγκροτημένη σκέψη αλλά και το μυαλό της στη θέση του, ακέραιο, πράγμα πολύ δύσκολο,
ακατόρθωτο σχεδόν στην ηλικία της.
Το ίδιο «ξεψάχνισε» ο Μανόλης κι όσους ακόμα μπορούσε: στα σπίτια τους, στον
δρόμο, σε καφενεία και στο τηλέφωνο, όταν χρειαζόταν. Σε μια περίοδο, μην το ξεχνάμε,
κορωνοϊού και καραντίνας. Έτσι, ανάκρινε με τον τρόπο του ούτε λίγους ούτε πολλούς, 60
ανθρώπους, από τους οποίους μάλιστα οι 14 Αρμένιοι. Αναρωτιέμαι, αλήθεια, πού τους
βρήκε;
Μπόρεσε να πάρει αυτό που ζητούσε, και με το παραπάνω μάλιστα, έχοντας εξαρχής
ξεκάθαρες τις ερωτήσεις που έθετε η παρουσία των Αρμενίων στο Ρέθυμνο, εκείνα ακριβώς
που οι ιστορικοί ονομάζουν ερευνητικά ερωτήματα:
-Πόσοι ήταν; -Σε ποια ή σε ποιες χρονικές στιγμές έφτασαν στον τόπο μας; Από που
μετεπιβιβάστηκαν για το Ρέθυμνο; Πώς ακριβώς έφυγαν; Πόσοι έφυγαν για την σοβιετική
Αρμενία και πόσοι για το Ηράκλειο, την Αθήνα και το εξωτερικό; Πώς τα πήγαν εκεί που
μετεγκαταστάθηκαν; Το μετάνιωσαν; Τι μετέφεραν στα παιδιά τους για το Ρέθυμνο που
γνώρισαν; Τι σχέσεις διατηρούσαν με την Αρμενική Κοινότητα του Ηρακλείου, η οποία -θα
πρέπει να σημειωθεί εδώ- υφίσταται μέχρι σήμερα; Πώς τους φέρθηκαν οι Ρεθεμνιώτες, ο
απλός λαός αλλά κι εκείνοι που είχαν κουμπουρανθρώπους στην υπηρεσία τους; Γιατί δεν
δέχτηκαν ποτέ να πάρουν την ελληνική υπηκοότητα, κρατώντας πεισματικά την τουρκική;
Γιατί όλοι τους- μα όλοι τους- δεν έμαθαν ποτέ καλά ελληνικά, καθιστώντας τους εαυτούς
τους υποκείμενα χιουμοριστικών ιστοριών; Γιατί ήταν τόσο μπροστά στην καλλιτεχνική ζωή,

στο θέατρο, στη μουσική και στον αθλητισμό, αλλά δεν είχαν καθόλου καλές επιδόσεις στα
γράμματα; Ποιες εκπαιδευτικές δομές δημιούργησαν και υποστήριξαν, παρόλη τη φτώχια
τους, προκειμένου να κρατήσουν ζωντανό τον πολιτισμό τους στη συνείδηση των παιδιών
τους; Γιατί ήταν τόσο ευγενικοί, συλλογικά και ατομικά, όπως φαίνεται και από τα
ευχαριστήριά τους στον Τύπο; Γιατί ήταν τόσο «όξω καρδιά», με τις διασκεδάσεις και τις
εκδρομές τους, και παρά την οικονομική τους κατάσταση; Πώς εξηγείται η διαφορετική
αντιμετώπιση που είχαν σε σχέση με τους άλλους πρόσφυγες, τους μικρασιάτες, και μάλιστα
το γεγονός ότι κάμποσοι απ’ αυτούς κι αυτές παντρεύτηκαν Ρεθεμνιώτισσες και
Ρεθεμνιώτες, κάτι που δεν συνέβη ουσιαστικά με τους υπόλοιπους πρόσφυγες αλλά έγινε
αργότερα, με διαφορά μιας γενιάς; Πώς δικαιολογείται το γεγονός ότι η συμμετοχή τους
στην εθνική αντίσταση επί Γερμανοκατοχής ήταν συγκριτικά αυξημένη; Ερωτήματα πολλά,
ερωτήματα ατελείωτα, ερωτήματα που εν πολλοίς απαντώνται.
Ο Μανόλης Καρνιωτάκης αποδείχτηκε τελικά εκτός από συλλέκτης αναμνήσεων και
ιστορικός ερευνητής και μάλιστα αρχειοδίφης. Ανακάλυψε όχι μόνο τον πλούτο των
πληροφοριών του τοπικού Τύπου, κατοικοεδρεύοντας στην Κεντρική Βιβλιοθήκη και
ρουφώντας τις εφημερίδες της, αλλά και τα αρχεία των Υπηρεσιών Πρόνοιας, τα οποία,
παραδόξως δεν είχαν καταστραφεί, παρότι δεν είχαν κατατεθεί στα Γενικά Αρχεία του
Κράτους. Είναι οι περίφημοι φάκελοι «Τρωγλοδυτών», πάνω στους οποίους ρίχτηκε με ορμή
και μπόρεσε έτσι να συγκροτήσει το δεύτερο τμήμα του βιβλίου του, ίσως το πιο ενδιαφέρον,
από ορισμένες απόψεις. Εκείνος βέβαια κρίνει ως τέτοιο το εισαγωγικό, την ιστορία αγάπης
του Γιάννη Πολιουδάκη και της Τακουί. Παραβλέποντας όμως το οιδιπόδειο του Μπαρμπα-
Γιάννη, ο αντικειμενικός αναγνώστης θα κρίνει ως ουσιαστικότερο το τελευταίο μέρος του
βιβλίου και τις ανθρώπινες ιστορίες που περικλείει, ιστορίες αληθινές, ιστορίες αυθεντικές.
Να είσαι καλά, Μανώλη Καρνιωτάκη, να συνεχίσεις, πάντα δημιουργικός, ορμητικός,
εργατικός, δύσπιστος όταν χρειάζεται, ερευνητικός-ψαχτήρι αληθινό, και, γιατί όχι,
αισθηματίας. Μελέτες σαν και την αποψινή μόνο έτσι πραγματοποιούνται: με κέφι, με
αφοσίωση και ανιδιοτέλεια, με έρωτα γι’ αυτές.
Να είσαι πάντα καλά και το νέο σου βιβλίο σου ν’ αποδειχτεί κι αυτό καλοτάξιδο και
καλότυχο. Κι είμαι σίγουρος, ανθεκτικό επίσης στον χρόνο, σαν το παλιό καλό κρασί, που
ολοένα και γίνεται καλύτερο.”

 

 

 

 

«Δεν κόλλησε κομμάτια των ήδη ειπωμένων …»

Εξαιρετική και η εισήγηση του συναδέλφου κ. Σταύρου Ρακιντζή που είπε  :

” Πριν από 16 χρόνια, λίγο παρακάτω από εδώ, παρουσιάζαμε ένα βιβλίο και συγκεκριμένα ένα λεύκωμα, το οποίο τότε είχε προκαλέσει εντονότατο ενδιαφέρον. Το θέμα του, το  περιεχόμενό του, ο τρόπος γραφής του και γενικότερα η ποιότητα του αποτελέσματος δεν  ήταν δυνατό να μην ευαισθητοποιήσουν εκείνον ή εκείνη που αγαπά και σέβεται το

Ρέθυμνο και την ιστορία του. Το λεύκωμα είχε τίτλο «Ρεθυμνίων Νόστος» και συγγραφέας  και δημιουργός ήταν ο Μανώλης Καρνιωτάκης.

Όπως ήταν αναμενόμενο το βιβλίο εξαντλήθηκε πολύ γρήγορα, αφού συζητήθηκε πολύ και  το κοινό έσπευσε να το αποκτήσει. Όμως τι ήταν εκείνο που προκάλεσε όλο αυτό το  ενδιαφέρον για το συγκεκριμένο λεύκωμα, που ακόμα και σήμερα το αναζητά ο κόσμος, ο  οποίος θέλει να γνωρίζει την ιστορία του Ρεθύμνου και κυρίως τους ανθρώπους του. Ποιο  ιδιαίτερο στοιχείο έβαλε μέσα στον περιεχόμενό του ο συγγραφέας για να το κάνει

ελκυστικό ακόμα και τώρα.

Η ιδέα ήταν φαινομενικά απλή. Όμως το αποτέλεσμα έδειξε ότι το εγχείρημα ήταν πιοπερίπλοκο και πιο σύνθετο, που έδωσε τελικά μία νέα δυναμική στην έρευνα για το  Ρέθυμνο. Ο Μανώλης Καρνιωτάκης αναζήτησε με ιδιαίτερο ζήλο και εντόπισε ένα μεγάλο  αριθμό φωτογραφιών που έδειχναν την καθημερινότητα των ανθρώπων δεκαετίες πριν.

Πρόσωπα ασπρόμαυρα, χαμογελαστά, αλλά και κουρασμένα, τις περισσότερες φόρες  σκαμμένα από τον κόπο για το μεροκάματο, την ώρα της δουλειάς ή τις στιγμές της  προσωρινής και εφήμερης ξεγνοιασιάς, στα λίγα λεπτά ξεκούρασης. Άνθρωποι τις ώρες της  δημιουργίας ή της ρουτίνας τους, που τους γνωρίσαμε ή τους θυμόμασταν και έπιανε τον  αναγνώστη μία έντονη νοσταλγία για το Ρέθυμνο του χθες, αλλά με αντίκτυπο στο σήμερα.

Γιατί όπως μας λέει πολλές φορές ο Μανώλης Καρνιωτάκης αυτοί οι άνθρωποι, αυτές οι  στιγμές, αυτές οι γωνιές της πολιτείας μας, είναι και η ιστορία του Ρεθύμνου. Το λεύκωμα  αυτό ανέσυρε από τον εσωτερικό κόσμο του αναγνώστη αναμνήσεις, συναισθήματα, αλλά  και προβληματισμούς για το μέλλον αυτού του τόπου. Ήταν μία αυτόματη διαδικασία  ενδοσκόπησης, σε ατομικό, αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο.

Όμως το λεύκωμα εκείνο, εκτός από τη συναισθηματική διέγερση και τη συγκίνηση που  προκαλούσε στον αναγνώστη, αποτέλεσε και ένα σημείο ορόσημο για την τοπική έρευνα.

Το αντικείμενο με το οποίο ασχολήθηκε, αλλά και η μορφή που έλαβε αποτέλεσε και  πρότυπο για τη συνέχεια. Ουσιαστικά ο Μανώλης Καρνιωτάκης ανέσυρε από τη λήθη και το  περιθώριο τα τμήματα εκείνα της τοπικής κοινωνίας, που η ίδια η έρευνα τα είχε  παραμελήσει και τα έβαλε στη θέση που τους άξιζε. Ήταν η βάση της κοινωνίας και της  οικονομικής παραγωγής. Ο μόχθος και οι πόθοι των ανθρώπων που κινούσαν τα γρανάζια  της παραγωγικής μηχανής. Το κάθε λεπτό των ανθρώπων, μίας καθημερινότητας της  πλατιάς μάζας, που μέχρι τότε είχε παραμεληθεί. Ήταν οι γνωστοί μας, οι φίλοι μας, οι  συγγενείς μας. Άνθρωποι για τους οποίους είχαμε ακούσει, αλλά και εκείνοι για τους  οποίους την ύπαρξη τους αγνοούσαμε. Ήταν όμως εμείς οι ίδιοι, η πλευρά του εαυτού μας  που αγαπούσαμε, αλλά η φυσική υπεροψία δεν μας επέτρεπε να την προσεγγίσουμε.

Ο Μανώλης Καρνιωτάκης έβγαλε λοιπόν το όμορφο περιτύλιγμα το οποίο κάλυπτε την  ιστορία του Ρεθύμνου και έστρεψε το βλέμμα του ερευνητή χαμηλά. Έδωσε έτσι μία νέα  και δυναμική ώθηση στην αναζήτηση. Η πρωτοτυπία ήταν ότι το έκανε συστηματικά και με  συνέπεια και όχι περιστασιακά. Είχαν προηγηθεί παρεμβάσεις του στο ραδιόφωνο, το

STUDIO ΡΈΘΥΜΝΟ 980 και στον τύπο, την εβδομαδιαία εφημερίδα Ρέθεμνος. Ήδη μας είχε  συστήσει με τους ανθρώπους αυτούς, επαναοριοθετώντας τη σχέση μας με τον ίδιο μας τον  τόπο. Κάτι που μας έκανε να αναγνωρίσουμε ακόμα περισσότερο της αξία του και να τον

εκτιμήσουμε περισσότερο.

Ανέδειξε ότι το Ρέθυμνο του σήμερα δεν προέκυψε από παρθενογένεση. Ήταν οι άνθρωποι  που σε δύσκολα και πέτρινα χρόνια αγωνίστηκαν, δούλεψαν, ίδρωσαν, για να  καρπωνόμαστε εμείς σήμερα αυτά, για τα οποία κάποιοι εκείνοι μάτωσαν. Δεν ήταν μόνο  οι νομάρχες, οι δήμαρχοι, οι βουλευτές, οι αξιωματούχοι, οι επιχειρηματίες, η καλή  κοινωνία. Τα μεγαλοπρεπή σπίτια, τα σαλόνια, οι λέσχες. Αυτή ήταν η όμορφη πλευρά  εκείνης της εποχής που με πολύ ρομαντισμό και ίσως με μια δόση αφέλειας νομίζουμε ότι

αυτό επικρατούσε και έτσι ήταν η καθημερινότητα, περίλαμπρη και αστραφτερή, μα και  λίγο ξεθωριασμένη από την αχλή του χρόνου. Ήταν οι εργάτες, οι αγρότες, οι  μεροκαματιάρηδες, οι αλιείς, οι υπηρέτριες, οι άντρες στο καφενείο και οι μάνες στο σπίτι.

Ήταν τα παλιά σπίτια, το λιμάνι, η μαυρίλα στη βιοτεχνία. Αργότερα ήταν οι παρέες των νεαρών στις καφετέριες και τα πειράγματα που έκαναν. Ήταν το Ρέθυμνο που ο Μανώλης

Καρνιωτάκης με εκείνο το λεύκωμα ευφυώς το έφερε με σαρωτικό τρόπο στα πραγματικά  του όρια και αντιμέτωπο με τον εαυτό του, δίνοντας όψη σε όλες του τελικά τις πτυχές.

Ήταν οι βασικές λεπτομέρειες της κοινωνικής ιστορίας του Ρεθύμνου.

Όμως ο Μανώλης Καρνιωτάκης ως ακούραστος και ακαταπόνητος ερευνητής και λάτρης  του Ρεθύμνου δε σταμάτησε εκεί. Με τον αθεράπευτο ρομαντισμό που διακατέχει το  χαρακτήρα του συνέχισε να αναζητά, εκεί που λίγοι θα τολμούσαν να ψάξουν. Συνεχίζοντας  να έχει το βλέμμα στραμμένο χαμηλά. Θέλοντας ακόμα μία φορά να βρεθεί ανάμεσα σε  ανθρώπους αυτού του τόπου χαρούμενους και δημιουργικούς, μέσα όμως στις δυσκολίες  και τα βάσανα της καθημερινότητας, αλλά και της ιστορικής συγκυρίας. Αυτή τη φορά

σειρά να πάρουν τη θέση που τους αξίζει στην τοπική έρευνα ήταν οι Αρμένιοι του  Ρεθύμνου. Ιδέα επίσης πρωτότυπη και μοναδική για μία κοινότητα που ελάχιστοι είχαν  εκδηλώσει ενδιαφέρον να ασχοληθούν μαζί της. Όμως ο Μανώλης Καρνιωτάκης τόλμησε  και αποφασιστικά έψαξε, αναζήτησε στοιχεία, βρέθηκε σε μέρη που ζουν οι απόγονοι των  ανθρώπων αυτών, συνέλεξε υλικό και φωτογραφίες και το καταθέτει μέσα από το νέο του

δημιούργημα, με ένα νέο λεύκωμα. Ο νόστος ως όρος και ως έννοια εμπνέει τον

συγγραφέα και για μία ακόμα φορά βρέθηκε στον τίτλο της νέας του δουλειάς. Το  «Αρμενίων Νόστος».

 

Ο Μανώλης Καρνιωτάκης θα δώσει μία ακόμα νέα διάσταση στην έρευνα, με την  πρωτοτυπία της σκέψης του, την ευρηματικότητα και με την καθημερινή του επαφή με  τους ανθρώπους του Ρεθύμνου. Διότι η έρευνα που διεξάγει επηρεάζεται από τα βιώματα  τα οποία έχει από μικρό παιδί, συνεχίζει μέχρι σήμερα και διαμορφώνουν το χαρακτήρα  και τη μέθοδο της δουλειάς του. Ακόμα και ο τρόπος γραφής του αναδεικνύει ευαισθησία  και έγνοια για τον συνάνθρωπο και αγάπη για τον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Με

αυτή ακριβώς την ευαισθησία προσεγγίζει την κοινότητα των Αρμενίων στο Ρέθυμνο, η  οποία ξεριζώθηκε, περιπλανήθηκε και μέρος της έφτασε σε αυτόν εδώ τον τόπο. Αποτέλεσε  μέρος της, δημιουργικό, αλλά και μία μειονότητα για την οποία το κράτος έπρεπε λόγω του  ξεριζωμού να μεριμνήσει. Σε αυτούς, τους αδελφούς Αρμενίους, η πατρίδα των οποίων  μαστίζεται ακόμα και σήμερα, λόγω των πολεμικών συγκρούσεων, ο Μανώλης Καρνιωτάκης έστρεψε το ενδιαφέρον του και τη δουλειά του αυτή μας την παραδίδει, μέσα

από ένα πολυτελή και πολύ προσεγμένο λεύκωμα.

Ο Μανώλης Καρνιωτάκης εξελίσσει την έρευνα. Μέσα από το λεύκωμα ξετυλίγει την  ιστορία των Αρμενίων. Ακριβώς 100 χρόνια μετά τον ξεριζωμό. Μέσα από ένα σπάνιο υλικό,  φωτογραφίες και στοιχεία, παρελαύνουν στιγμές εκείνης της καθημερινότητας μίας άλλης  εποχής. Με ονόματα που ακούγονταν τότε εξωτικά, όμως ανθρώπων που αγαπήθηκαν από  τους ντόπιους και δέθηκαν μαζί τους. Άνθρωποι που εργάστηκαν, μόχθησαν και συνέβαλαν

με τον τρόπο τους στην πρόοδο αυτού του τόπου. Έφεραν την κουλτούρα τους, τις  συνήθειες τους και τις γνώρισαν στους ρεθυμνιώτες. Όπου και αν βρίσκονται οι σημερινοί  τους απόγονοι νοσταλγούν το Ρέθυμνο, που αν και τις περισσότερες φορές δεν το έζησαν,  το έχουν μέσα τους, με τις αφηγήσεις και τις αναμνήσεις των συγγενών τους.

Ο Μανώλης Καρνιωτάκης αναδεικνύεται σε έναν ερευνητή που τον χαρακτηρίζει η  πρωτοτυπία, η ευφυΐα, αλλά και η ευαισθησία. Ξεφεύγει από την αυστηρή διαδικασία και  μέθοδο της έρευνας και την κάνει με το ύφος και το χαρακτήρα του περισσότερο προσωπική, αλλά με τρόπο που την αναδεικνύει και δεν αλλοιώνει την αξία της τελικής  εργασίας. Μιλάει όταν έχει κάτι νέο και πρωτότυπο να πει. Θα ψάξει αυτό το οποίο πρέπει  να βρει, ακόμα και αν χρειαστούν χρόνια αναζήτησης. Με σεβασμό στην πολιτεία και τους

ανθρώπους της. Δε θα αντιγράψει και δε θα κολλήσει κομμάτια των ήδη ειπωμένων, για να  τα εμφανίσει στη συνέχεια ως μόχθο δικό του. Κάτι που δυστυχώς συνηθίζεται σήμερα.

Αυτό όμως δε θα συμβεί με τον Μανώλη Καρνιωτάκη, κάτι το οποίο αναδεικνύει και την  εντιμότητα στη δουλειά του.

Το «Αρμενίων Νόστος» ήδη έχει δώσει μία νέα δυναμική στην τοπική έρευνα, με δυνατότητες και προοπτικές. Οι τοπικές κοινότητες αποτελούν ένα νέο δυναμικό  αντικείμενο και αυτή είναι η παρακαταθήκη της δουλειάς του Μανώλη Καρνιωτάκη για το  Ρέθυμνο. Κάτι το οποίο και θα συνεχίσει να κάνει. Διότι το μεράκι, η δημιουργικότητα, το ανήσυχο πνεύμα τον παρακινούν διαρκώς να ψάχνει και να αναζητά μέχρι να εντοπίσει την ουσία των πραγμάτων. Ξεκινώντας από τη βάση, από μέρη που δύσκολα μπορεί κάποιος να  προσεγγίσει, μέχρι να αγγίξει την κορυφή και να συνθέσει έτσι ένα μοτίβο κατανόησης της  πολιτείας που αγάπησε, του Ρεθύμνου, μαζί με τους ανθρώπους του. Πάνω εκεί δίνει  πατήματα για την εξέλιξη αυτής της αξιοσημείωτης δουλειάς. Οι Αρμένιοι είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Θα μπορούσε να ακολουθήσει μία κοινότητα με εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον, που θα ήταν η εβραϊκή κοινότητα του Ρεθύμνου. Μπορεί να γίνει

κατανοητός ο λόγος που το αντικείμενο αυτό θα προσελκύσει την προσοχή.

Ο Μανώλης Καρνιωτάκης ανέδειξε την οικονομική και κοινωνική πλευρά της εξέλιξης του  Ρεθύμνου. Έδειξε τις σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί και με τις οποίες πορευόταν. Αυτό το  έκανε με το να συνομιλήσει με τους ανθρώπους του, χωρίς διαχωρισμούς και να μας τουςσυστήσει. Να συστήσει εμάς και να συνειδητοποιήσουμε ότι ο χρόνος, με τον οποίο ο  Μανώλης Καρνιωτάκης έχει μία ιδιαίτερη σχέση, είναι απλά μία συνθήκη και ένα εργαλείο

κατανόησης του τόπου μας και της ίδιας μας της υπόστασης. Η ουσία βρίσκεται στον  καθένα κάτοικο αυτού του τόπου, από όποια πλευρά και αν προέρχεται, όποιος και αν είναι  αυτός.

 

 

Μια σημαντική παρουσία

Από τις πιο ενδιαφέρουσες παρουσίες της βραδιάς ήταν η κ Τακουί  Βακιρτζιάν  που ασχολείται με εξαιρετική προσπάθεια  στην καταγραφή της παρουσίας Αρμενίων στην Κρήτη  Με πολύτιμα βοηθήματα που της εξασφάλισαν άλλοι δήμοι κυρίως ο δήμος Αγίου Νικολάου  ολοκληρώνει ένα τεράστιο έργο που καλύπτει ένα μεγάλο κενό της σύγχρονης ιστορίας Με την εμπειρία της αυτή ήταν ίσως η πλέον κατάλληλη να αξιολογήσει την εργασία του Μανόλη Καρνιωτάκη που όπως ειπώθηκε και από τον ίδιο συνεργάστηκε μαζί του με σχολαστική αξιολόγηση κάθε στοιχείου Και η κα Βακιρτζιάν εξήρε τη σημαντικότητα του βιβλίου ενώ δεν παρέλειψε να αναφερθεί με συγκίνηση στις αφορμές που κάνουν το Ρέθυμνο τόσο πολύτιμο στις παιδικές της μνήμες

«Η τοπική βιβλιογραφία εμπλουτίστηκε με ένα εξαιρετικό λεύκωμα»

 

 

Όπως πολύ εύστοχα τόνισε στο χαιρετισμό του στη συνέχεια ο δήμαρχος Ρεθύμνου κ Γιώργος Μαρινάκης, « η επίκληση της συλλογικής μας μνήμης για τα πρόσωπα και τα γεγονότα που αποτέλεσαν μέρος της τοπικής ιστορίας συνιστά μια ενδιαφέρουσα πρόκληση Όταν όμως έχει αναφορά σε μια λιγότερο φωτισμένη πτυχή της ιστορίας εκεί όπου οι πρωταγωνιστές μοιάζουν με σκιές που άλλοτε στοιχειώνουν και άλλοτε εξαγνίζουν την αναδρομή μας στο παρελθόν τότε γίνεται μια δοκιμασία που διεκδικεί αλήθειες σχεδόν απαιτητικά

Οικειοθελώς ανέλαβε αυτή την δοκιμασία ο Μανόλης Καρνιωτάκης Με επιμονή και αποφασιστικότητα κίνησε να δαμάσει μιαν αστραπή του χρόνου την οποία μοιράστηκαν οι πρόγονοί μας στα ομιχλώδη χρόνια που μεσολάβησαν από τη δεκαετία του 20 μέχρι και το ΄60

Κόπιασε μα τα κατάφερε Αναμενόμενη η επιτυχία

Χάρη στην αφοσίωση και τη συστηματική επίμονη έρευνα του Μανόλη Καρνιωτάκη  η τοπική βιβλιογραφία εμπλουτίστηκε με ένα εξαιρετικό λεύκωμα

Το συγκεκριμένο λεύκωμα  κινητοποιεί ένα πανόραμα αισθημάτων που εναλλάσσονται σε κάθε σελίδα του και επιβεβαιώνει μεταξύ άλλων ότι το παρελθόν του Ρεθύμνου είναι συνυφασμένο με την προσφυγιά , τις απώλειες , τον καθημερινό αγώνα επιβίωσης …

Ευχαριστώ το Μανόλη Καρνιωτάκη και όσους συνεργάστηκαν μαζί του στη δημιουργία αυτού του αποκαλυπτικού πρωτότυπου οδοιπορικού που ξεκλείδωσε  ένα από τα θησαυροφυλάκια της τοπικής μας ιστορίας , παρέχοντάς μας το προνόμιο να γίνουμε μύστες  και κοινωνοί μιας αθέατης μέχρι σήμερα , πλην αξιομνημόνευτης  πτυχής της υπαρξιακής περιπέτειας του Ρεθύμνου…»

Η εκδήλωση έκλεισε με τη συγκινητική προσλαλιά του συγγραφέα και τις ευχαριστίες σε όλους τους συντελεστές

Από την άρτια σε οργάνωση εκδήλωση δεν έλειψε και το παραδοσιακό κέρασμα στο τέλος ,μια προσφορά των φίλων του συγγραφέα κ.κ. Χριστουλάκη και  Βούρβαχη  που έδωσε την ευκαιρία να ξυπνήσουν και άλλες μνήμες από τα πηγαδάκια που σχηματίστηκαν

Η καλύτερη ανταμοιβή ίσως για τον συγγραφέα που διαπίστωνε την επιθυμία όλων να μείνουν λίγο περισσότερο Και τι περισσότερο θα μπορούσε να ποθήσει;

Εύα Λαδιά

Αφήστε μια απάντηση