Απόσπασμα από το ομώνυμο αφηγηματικό ποίημα αφιερωμένο στην ολοκαύτωση του Αρκαδίου
ΑΡΚΑΔΙ
Στου λογισμού τον αργαλειό ένα πανί θα φάνω
Θα τραγουδίξω κι ύστερα γονατιστή θα ράνω
Το αίμα των παλληκαριώ λουλούδια να ξομπλιάσω
Το τιμημένο Αρκάδι μας με μύρα να σκεπάσω
Διστάζω κοντοστέκομαι εδά πως θ’ αρχινίξω
Να διηγηθώ τα’ αγώνες του και την καρδιά να σφίξω
Είμαι μια ταπεινή ψυχή πως θα σταθώ ομπρός του
Να νταγιαντίσω μην καώ απ’ το πολύ το φως του
Πως θα βαστάξω και το νου να στέσω μη σαλέψει
Που ο λογισμός μου οδηγά και πάει να στερέψει
Πως θα υμνήσω τη λαμπρή τη δόξα και τη φλόγα δίχως να σβύσω να χαθώ στσί πένας μου τα λόγια
Αρκάδι δος μου δύναμι για να θεριέψει η ελπίδα
Να γράψω και να διηγηθώ σε τούτη τη σελίδα
Την τρομερή επανάσταση που στα εξήντα έξι έφταξε ο Μουσταφά πασάς τα’ Αρκάδι να κουρσέψη
Χιλιάδες είκοσι οχτώ μπουρμάδες ακλουθούσαν
Μα τα μπεντένια ήταν γερά δεν τα καταπονούσαν
Κι ο Μουσταφάς εμύνησεν του Γούμενου Γαβρίλη να παραδώση τη μονή ν’ ανοίξη και τη πύλη γιατί αλλοιώς και δε δεχτεί θα τηνέ κάμει στάχτη
Τα μοναστήρι τα’ Αρκαδιού θα πάψη να υπάρχει
Κι ο Γούμενος του φώναξεν από την πολεμίστρα
Ίντα φωνιάζεις Μουσταφά ότι σου λέω γρόικα
Κόπιασε ανέ σου βαστά λέω σου και μυνώ σου
Τα’ Αρκάδι οσό μια ζωντανός δε γίνεται δικό σου
Όλοι μας θα ποθάνομε κι επά θα σκοτωθούμε
Παρά τα’ Αρκάδι μας κι εμείς να σου παραδοθούμε
Διακόσοι πενήντα εννιά ήταν οι πομεμάρχοι
Ξκοντά στο Δημακόπουλο, Γαβρίλη, Γιαμπουδάκη
Και μέσα στσι πολεμιστές η Δασκαλοχαρίκλεια
Πουχε τ’ αμάτι τ’ αετού καρδιά λεονταρίσια
Ομπρός εις τα ντο νεκρό τζη γυιό εχτύπα κι επολέμα
Κουράγιο έδιδεν τα’ αλλού τα σωθικά της τρέμα
Κι οντέ παιζε τη παλοτέ να και τον Τούρκο κάτω
Ζημιά μεγάλην έκαμε στο Τούρκικο φουσάτο
Δεν εσφάλενε μουδέ μια φορά σα θελά σημαδέψει
Τούρκο μ’ απ’ το τουφέκι τζη τούπεμπε το φυσέκι
Ψηλά ψηλά εις τα τειχιά λεβέντες πολεμούσαν
Μάνες γυναίκες κι αδερφές γερόντοι βοηθούσαν
Φυσέκια τονέ δίδασι και Τουρκοφάγες μπάλες
Πέφτουν οι Τούρκοι χάνουνται μα κλαίνε κι οι μανάδες
Τα’ αντρειωμένους σταυραετούς που κόψαν τα φτερά τους
Κι εκλείσανε τα μάθια τους κι εσβύσαν τα όνειρά τους
Για τα’ άγιο αίμα που θωρούν να χύνεται ποτάμι
Απ’ τα κορμιά που πέφτανε πτου Τούρκου το δρεπάνι
Κλαίνε κι οι νιές για τα’ άντερς τους πούχανε λία χρόνια
Και γύρου γύρου τρέμει η γης μουγκρίζουν τα κανόνια
Ο θάνατος στσι δόξες του επά κι εκεί γυρίζει κι ούλο τα’ ασκέρι τση Τουρκιάς γλεντά πανηγυρίζει
Με τα κανόνια ανοίγασι τρύπες εις τα τειχιά ντου
Και λίγοι λίγοι μπένασι να φάνε τα παιδιά ντου
Τ’ ΑΡΚΑΔΙ αντιστέκεται με λιονταρίσα χέρια
κορμιά κι ατσάλινες καρδιές θερίζαν τα μαχαίρια
Τσι Τούρκους πολεμούσασι δυό μέρες και μια νύχτα
Βοήθεια γυρεύγασι ποθές δεν τηνέ βρήκα
Οι καταράχτες τα’ ουρανού ανοίξανε κι εκείνοι
Τέθια πλημύρα από βροχή ποτέ τζη δεν εγίνη
Κι όσοι κι αν εκινήσασι βοήθεια να δώσουν
Δε τα’ άφικαν οι κεραυνοί στ’ Αρκάδι ν’ αποσώσουν
Με τη μπουρμπάρδα ο Μουσταφάς εχάλαγε κι εχτύπα
Και τα μπεντένια ανοίξασι σφαγιές ακολούθησα
Τριάντα έξε μονομιάς εσφάξαν τα θερία
Στην ιερή την Τράπεζα ως λέει η μαρτυρία
Παραλοίθη ο Γούμενος γλακά ξεψυχισμένος
Και λαβωμένους δρασκελά στεκετ’ αλαφιασμένος
Δε μπόριε μπλιό ντου να θωρεί ν’ αφρίζει και να βράζει
Το αίμα των παλληκαριώ, γυρίζει και φωνάζει
Παιδιά μου αγαπημένα μου δεν έχουμε γλυτέρα
Μόνο να βάλωμε φωθιά τούτη την άγια μέρα
Όλοι να σκοτωθούμενε κανείς να μη γλυτώσει
Παρά ο τούρκος άτιμο θάνατο μα σε δώσει
Γροίκα λεβέντη Κωνσταντή παλληκαριάς ξαθέρι
Πάρε και ρίξε το δαυλό κάμε τη γης να τρέμει
Στέρεψε το τουφέκι σου τον πασσαλή στη θήκη
Σύρε και βάλε τη φωθιά στη μπαρουταποθήκη
Κι ο Γιαμπουδής δίχως στραφεί ρίχνει με τη μπιστόλα
Εις το Λαγούμι μπαλωθιά κα άναψεν η φλόγα
Κι ως εσμιξενε η φωθιά μαζί με το μπαρούτι
Βρούχος και μούγκρος απ’ τη γη στον Ουρανό ηκούστη
Ηφαίστεια ανοίξασι και τα βουνά μουγκρίζαν
Χώματα πέτρες και κοπριά στον άνεμο σκορπίσαν
Χωρίς τονε οι κεφαλές τα πόδια και τα χέρια
Και οι μαρτυρικές ψυχές πετούσανε στ’ αστέρια
Η έκρηξη τσι θέρισε σαν τα σπαρτά στον κάμπο
Τα’ Αρκάδι γέμισε ήρωες δόξα φλόγα και θάμπος
Τ’ Αρκάδι έπεσε θρηνώ το μέγα Μοναστήρι
Που τα παιδιά του χτίσανε τσι δόξας κοιμητήρι
Τ’ Αρκάδι έπεσεν ωιμέ χαλάσαν τα τειχιά του
Πέσαν οι ποεμίστρες του ραίσαν τα κελιά του
Μα μέσα από το χαλασμό την ιερή θυσία
Που χίλιοι ανθρώποι σφάχτηκαν για την Ελευθερία
Γεννήθηκε το σύμβολο παντοτεινά να μένει
Φιλοπατρίας και τιμής σ’ όλη την Οικουμένη
ΑΡΚΑΔΙ φάρος πύρινος μ’ αθάνατη λαμπράδα
Απαύγασμα της Λευτεριάς της Ρωμιοσύνης ΔΑΔΑ
Που φέγγει απ’ τις αχνές μορφές των πολιορκημένων
Των Ελευθέρω μαχητών των καθαγιασμένων
Ήχοι και φλόγες πλέκουνε τ’ αμάραντο στεφάνι
Αποκαίδια κι αίματα της Νίκης το γιορτάνι
Κι η Ιστορία που γράφτηκε ψηλά στους προμαχώνες
Θα στεφανώνει μάρτυρες θ’ ανθοστολίζει αγώνες
Γυναικοπαίδια γέροντες κομάθια στα λαγούμια
Και κεφαλές παλληκαριώ σ’ αυλές και μεσοκούμια
Κι η Μούσα από πάνω τους βαθειά θα παιανίζει
Τραγούδια νικητήρια μ’ αθάνατο σουραύλι
Κι η Κρήτη με ριζίτικο τραγούδι θα υμνύσει
Εκεί το φως κοιτάξετε το δοξασμένο ΑΡΚΑΔΙ.
Παραλλαγή
ΑΡΚΑΔΙ φλόγα πύρινη Λαμπάδα
Έλυωσες της σκλαβιάς τις αλυσίδες
Και μέσα από τις στάχτες και τη λάβα
Ανθίσαν μοσκολούλουδα κι ελπίδες
Ηφαίστειο εγίνης κι απ’ τη φλόγα
Και τη φωθιά π’ απλώθηκε στη πλάση επρόβαλεν η δόξα νικηφόρα
Της Λευτεριάς γεννήθη το γιορτάσι
Κι η Κρήτη με ριζίτικο τραγούδι
Θα ψάλη τον τρισένδοξο αγώνα
Κι ο Γαβριήλ με πυρομένο στόμα
Ελευθερία ή Θάνατο στ’ ΑΡΚΑΔΙ
Σ.Σ : Το ποίημα είχε υποβληθεί στο διαγωνισμό της Νομαρχίας το 1988 αλλά όταν μήνες αργότερα ζήτησα και πήρα όλες τις υποψηφιότητες για να μη χαθεί κανένα ποίημα από τις συμμετοχές δεν κατάφερα να βρω τα στοιχεία του ποιητή επειδή στο φάκελο με τα ποιήματα δεν υπήρχε ονοματεπώνυμο. Ήταν για το αδιάβλητο του διαγωνισμού να μην συνοδεύουν τα στοιχεία του υποψηφίου το ποίημα που αξιολογούσε ο κάθε κριτής Θα χαρώ αν κάποιος αναγνωρίσει το ποίημα και προσθέσει το όνομα του ποιητή Εύα Λαδιά