Αρκάδι 1866 -1966 Κώστα Απανωμεριτάκη

 

Το επικό τούτο ποίημα, αποτελούμενο από 150 τόσα τετράστιχα, κλείνει μέσα του την Αρκαδική εποποιία  με απόλυτη ιστορική συνέπεια.

 

Φεύγουν οι γι- ώρες, τ ‘ άστρι βασιλεύγει

μα ο Γουμενος δεν ξεκολά να φύγη.

ακίνητος στο δώμα νυχτερεύγει,

κι αμίλητος τον  ουρανό ξανοίγει.

 

Συχνά, στης αγρυπνιάς του τα νυχτέρια,

απόμενε βουβός να τον κοιτάζει,

σαν ένα δέντρο, π’ανθισε μ’αστέρια,

κι ολη την πλάση του Θεού σκεπάζει.

 

Μ’απόψε, όλα τ’ άστρα του χλωμιούνε,

κι είναι σά φύλλα χινοπωριασμένα,

που κιτρινοφυλλιάζουν και μαδούνε,

και πέφτουνε , και σβύνουν ένα- ένα.

 

Κι ο Γούμενος τα βλέπει και ντηράται,

λέει: κακό σημάδι τ’ ουρανού ναι,

κι όσα άστρα χύνουνται στης γης – νογάται-

τόσες ψυχές στ’ Αρκάδι θα χαθούνε..

 

 

Ο ύπνος, μαύρος ίσκιος του θανάτου,

βαραίνει και μαραίνει το κορμί του,

μα τ ‘ονειρο, με τ ‘ αλαφρά φτερά του,

παίρνει και γυροφέρνει την ψυχή του.

 

Σε μια βαθειά σπηλιά την κατεβάζει,

που οι κουβέντες σαν ψαλμοί αντηχούνε,

σαν κατακόμπη μυστική φαντάζει

σαν εκκλησά που κρυφολειτρουγούνε.

 

‘Αντρες, γυναίκες και παιδιά, και γέροι,

βρίσκουνται στο καβούκλι συναγμένοι,

κι ολοι σβυστά κεριά κρατούν στο χέρι,

σα να’ χουνε κεροδοσά ταμένη.

 

Κι εκείνος προχωρά στην Ωρια –Πυλη

την άσπρη του λαμπάδα να σηκώση,

απ’του Χριστου τ’ ακοίμητο καντήλι,

«Αγια – Φωτιά να πάρη και να δώση.

 

Κι όπως πάτησε το πόδι στη σολέα,

ο Ταξιάρχης τ’ Ουρανού προβαίρνει,

βαστά γυμνή την πύρινη ρομφαία,

κι  αντί για φως τη φλόγα του προσφέρνει.

 

Κι ως άπλωσε το χέρι του ν’ανάψη

από την Άγια –Λάβρα το δαυλό του,

άκουσε μια βουή, κι είδε μια λάψη ,

κι εξύπνησε, κι εχάθη τ’ονειρό  του…

……………………………………….

……………………………………….

 

Κι ο Γούμενος χτυπάει το κεφάλι

ολόρθος στου Γουμενικού  το δώμα:

«Πατήσανε τ’ Αρκάδι» αναγκαλιέται,

«κι εγώ πομένω ζωντανός ακόμα»!

 

Δίχως νταμπούρι πολεμά τ’ ασκέρια,

κατάστηθα το βόλι να τον πάρη,

για να μην πέση στων οχτρώ τα χέρια,

να τόνε πάνε του Πασά ζωντάρι.

 

Κι ήρθεν το βόλι, σπλαχνικό περίσσα,

στο στήθος του το διπλολαβωμένο,

κι εθόλωσαν τα μάτια του, κι εκλείσαν ,

πριχού να δουν τ’ Αρκάδι σκλαβωμένο.

 

 

 

Στη Μπαρουταποθήκη είναι κλεισμένοι

ουλα τα γυναικόπαιδα κι οι γέροι,

κι΄αλλοι πεντέξε άντρες λαβωμένοι,

κι ο Γιαμπουδής μ ετο δαυλό στο χέρι.

 

Κι ως άκουσε το θλιβερό μαντάτο:

πως  τ’ Αρκαδιού ο Γούμενος σκοτώθηκε

κι είδε των Τούρκων  τ’ αγριο φουσάτο

του Τσεπχανέ την ξώπορτα ν’ αμπώθη,

 

Την απροσκύνητη κουμπούρα βγάζει,

κάνει τον τύπο του σταυρού με δαύτη:

«Ελευτερια γη Θάνατος» φωνάζει,

κι απάνω στα μπαρούτι την ανάφτει!

 

Συθέμελα το Μοναστήρι εσείστη,

πύρινη γλώσσα ετύλιξεν τ’ Αρκάδι,

κι ο Καστρινός του τοίχος εγκρεμίστη,

κι έθαψεν Τούρκους και Ρωμηούς ομάδι…

 

Ο Γέρο – Ψηλορείτης εβρουχήθη,

κι ακούστη αλαλητό στην Οικουμένη:

-Κι αν έπεσε τ’Αρκάδι, δε νικήθη,

Κι αν κάηκε, η λάμψη του απομένει.

 

Γιατί η φλόγα π’αναψε στ’Αρκάδι,

με των παληκαριών του τη θυσία,

εφώτισε τη σκοτεινιά του Άδη,

Κι ο Θάνατος εγίνη Αθανασία!

 

΄Ενας αιώνας πέρασε, κι εδιάβη,

και  δε μολεύει οχτρός τα χώματά μας,

κι ακόμα η φλόγα τ’ Αρκαδιού θ’αναβη:

λάμψη στο νου και λάβρα στην καρδιά μας.

 

Δεν άφτει σα Μνημόσυνου λαμπάδα,

γιατί απομένει ζωντανό τ’ Αρκάδι,

μ’ αστράφτει σαν της Λευτεριάς τη δάδα,

που της σκλαβιάς σκορπίζει το σκοτάδι..

 

ΚΩΣΤΑΣ ΑΠΑΝΩΜΕΡΙΤΑΚΗΣ

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση