Το χρονικό της ομηρίας μας
Το πρωί στις 22 Αυγούστου του 44 μας ξύπνησαν ο θόρυβος από τις μπότες των γερμανών και οι φωνές τους που μας καλούσαν να βγούμε στην πλατεία του χωριού. Ο Γερακάρης είχε κυκλωθεί από τα μαύρα χαράματα και ελάχιστοι κατάφεραν να ξεφύγουν από το στενό μπλόκο.
Στο σπίτι μας είμαστε η μάνα μας Ελένη, χήρα Αστρινού Αγγελάκη, ο αδελφός μου Νίκος 28 ετών, ο Φραγκιάς 18 ετών η μικρή μου αδελφή Βασιλική και εγώ. Ο Νίκος είχε γυρίσει το προηγούμενο βράδυ από μια βάφτιση που είχαν κάνει στο Γεράνι, έξω από Ρέθυμνο, και ο Φραγκιάς που αρχικά είχε κοιμηθεί στο βουνό, όμως ξύπνησε δυο φορές μέσα στη νύχτα και τελικά πήρε τη μοιραία απόφαση να κατέβει στο χωριό για να κάνει τον τελευταίο ύπνο του.
Φθάσαμε στην πλατεία που ήταν στημένα σειρά τα πολυβόλα. Ποτέ άλλοτε δεν είχε συμβεί τέτοια κινητοποίηση των κατακτητών, που συνήθως όταν κύκλωναν το χωριό ήθελαν να πάρουν άνδρες για να δουλέψουν σε καταναγκαστικά έργα κυρίως σε στρατιωτικά εργοτάξια, στα οποία είχαν υποχρεώσει να εργαστεί και τον πατέρα μου . Εκεί μας είπαν ότι θα καταστρέψουν το χωριό γιατί το πέρασμα των απαγωγέων κομμάντος με τον στρατηγό Κράϊπε βεβαίωνε την συνεργασία μας με την αντίσταση. Μας υπέδειξαν να επιστρέψουμε στο σπίτια, να βγάλουμε έπιπλα και γεννήματα στους δρόμους και βαστώντας ότι μπορούμε στο χέρι να συγκεντρωθούμε όλοι στην πλατεία του χωριού το αργότερο ως τις δώδεκα το μεσημέρι.
Μα αυτά που συνέβησαν το πρωινό της 22ας Αυγούστου ξεπερνούσαν τα συνηθισμένα και αυτό μας δημιουργούσε ιδιαίτερη ανησυχία και ένα φόβο που φώλιαζε στα φυλλοκάρδια μας. Και δεν είχαμε άδικο διότι μετά από λίγο έσυραν εκεί μπροστά μας δύο δεκαεξάχρονα παλικάρια τον Μανώλη Κων. Γιανακουδάκη και τον Στρατή Εμμ. Στρατιδάκη και τους εκτέλεσαν επί τόπου. Τα άτυχα παιδιά είχαν ένα πιστόλι, και πήγαν να το πετάξουν στους βάτους προς την πέρα βρύση, αριστερά από το σπίτι του δασκάλου Αλεξάνδρου Κοκονά. Μα το πιστόλι πέφτοντας χτύπησε σε πέτρες και οι γερμανοί που ήταν κοντά άκουσαν το θόρυβο, βρήκαν το πειστήριο του εγκλήματος και εκεί μπροστά στα μάτια όλων μας τους εκτέλεσαν μια πιστολιά στο κεφάλι. Αυτή τη τύχη θα είχαν λίγες ώρες αργότερα, οι πατεράδες και τ’ αδέλφια μας.
Μετά μας οδήγησαν στο αλώνι του Τίτο . Εκεί μας ξεχώρισαν άνδρες, γυναίκες με παιδιά έως δέκα πέντε χρονών και πιο πέρα οι κοπέλες από την κάτω μεριά τα’ αλωνιού για μην μπορούμε να αναμειχθούμε με τις μεγαλύτερες γυναίκες. Θυμούμαι τις σκηνές που ξετυλίχθηκαν όταν ξεχώριζαν τους άνδρες και ανάμεσά τους επήραν τον πρώτο μου εξάδελφο Γεώργιο Αγγελάκη, δάσκαλο. Την ίδια στιγμή ο θείος μου παπα Κωστής Αγγελάκης απευθύνθηκε στους γερμανούς ζητώντας ν’ αφήσουν τον δάσκαλο και να πάρουν στην θέση του τον ίδιο. Μάταια όμως. Λίγο πιο πέρα ανάμεσα στους απομονωμένους άνδρες σιγόκλαιγε ο δεκαεπτάχρονος Γιάννης του θείου μου Νικολή Κουτελιδάκη, αδελφού της μητέρας, και την ίδια ώρα από δίπλα του τον ενθάρρυνε ο μικρός μου αδελφός Φραγκιάς λέγοντάς του «Γιάννη, δε κλαίνε μωρέ οι άντρες». Όλα αυτά γινόντουσαν σε μικρή απόσταση και μέσα στην νεκρική σιωπή της εκφώνησης των ονομάτων των προγραμμένων και όσων επέλεγαν συμπληρωματικά για να ικανοποιήσουν την αχόρταγη εκδικητικότητά τους για την απαγωγή του Στρατηγού Κράϊπε που τον πέρασαν από οι απαγωγείς από τις ορεινές περιοχές του χωριού και μετά τον οδήγησαν στα νότια παράλια του νησιού με τελικό προορισμό την Αίγυπτο.
Το μεσημέρι προχωρούσε και θα ήταν γύρω στις μία ώρα όταν μας ανέβασαν στα φορτηγά. Μπορεί να ήμασταν 25 έως 30 νέες από το χωριό από δεκαπέντε έως είκοσι πέντε χρονών, δηλαδή όσες δεν κρατάγαμε μωρά στην αγκαλιά. Καταλαβαίναμε ότι εμάς θα μας πήγαιναν φυλακή, δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τι θα ακολουθούσε και ότι το χωριό και η ζωή μας δεν θα ήταν ποτέ όπως το τελευταίο βράδυ, ούτε μπορούσε ο νους μας να βάλει τι θα γινόταν με μας ή τους γονείς και τ’ αδέλφια που αφήναμε πίσω μας.
Τα φορτηγά ξεκίνησαν πάνω στο χωματένιο δρόμο συνοδευόμενα από μοτοσυκλετιστές και φρουρά πάνω σε κάθε καμιόνι με ομήρους άνδρες ή γυναίκες και πήραν κατεύθυνση προς τις Ελένες.
Λίγο αργότερα από μας ξεκίνησε και η βουβή πομπή, των μανάδων μας με τα μικρά στην αγκαλιά ή απ’ το χέρι και από δίπλα τους παπούδες ή τους γέρους θείους μας, που πήρε το δρόμο τις προσφυγιάς στα γύρω χωριά, ζητώντας καταφύγιο όπου είχε συγγενείς η κάθε οικογένεια. Η μητέρα μου Ελένη Αγγελάκη με την αδελφή μου Βασιλική, ένδεκα χρονών, ήταν σ’ αυτή την πομπή αφήνοντας πίσω τα αδέλφια μας Νίκο και Φραγκιά Αγγελάκη που δεν τους ξαναείδαμε ποτέ. Η μητέρα και η αδελφή μου βρήκαν ολιγοήμερο καταφύγιο στο Μέρωνα είχαμε συγγενείς από τους Σημαντήρηδες και τους Μοσχονάδες αφού η αδελφή της γιαγιάς μου είχε παντρευτεί με Μοσχονά.
Στις Ελένες περνώντας ο λίγος κόσμος του μικρού χωριού μας χαιρετούσε με βουρκωμένα μάτια κάτω από τα βλοσυρά βλέμματα των ναζιστών που μας συνόδευαν.
Λίγα χιλιόμετρα μετά φθάσαμε στο επόμενο χωριό το Μέρωνα όπου και σταματήσαμε για λίγο. Εκεί ο κόσμος του χωριού έτρεξε κοντά στα φορτηγά και προσπαθούσε να μας κάτι φαγώσιμο, μα η φρουρά δεν άφησε ούτε νερό να μας δώσουν. Μετά τα φορτηγά ξεκίνησαν και περνώντας όλη την διαδρομή από Αποστόλους, Πρασσές, Περβόλια φθάσαμε στη Χώρα τ’ απόγευμα της ίδιας μέρας και μας οδήγησαν στη Φορτέτζα όπου θα ζούσαμε φυλακισμένες για άγνωστο χρόνο.
Την άλλη μέρα οι γερμανοί μας έντυσαν με τα ρούχα της φυλακής δηλαδή μια μπλε ρόμπα και έδωσαν στην κάθε μια μας ένα πιρούνι και ένα πήλινο πιατάκι για να βάζουμε το συσσίτιο που μας μοίραζαν. Δύο μέρες μετά με επισκέφθηκε στη φυλακή ο αδελφός μου Γεώργιος Αγγελάκης που υπηρετούσε ως Ενωματάρχης στην Διεύθυνση Χωροφυλακής Ρεθύμνης. Μου έφερε δυο κουβέρτες και δυο μαξιλάρια που τα έδωσε με κοφτά λόγια και το πηλίκιό του κατεβασμένο έτσι που να μη βλέπω τα μάτια του και έφυγε αμέσως συνοδευόμενος από το φρουρό. Ό,τι μου έφερε τα μοιράστηκα με την Ελένη του Κασελά και άλλες συγκρατούμενες εξαδέλφες και φίλες από το χωριό μου. Ανάμεσα στις συγκρατούμενες θυμάμαι τις πρώτες εξαδέλφες μου Στέλλα Νικ. Κουτελιδάκη, την Δήμητρα παπά Κωστή Αγγελάκη, τη Χρυσή του Ξέκαλου, τη Χρυσούλα Ιωαν. Κουτελιδάκη, τη Στελιανή και Αμαλία παπά – Νικολή Γενεράλη, την Στελιανή Τζωρτζάκη, μα τώρα πια η ηλικία και ο χρόνος δεν μου επιτρέπει να τα θυμάμαι όλα. Αλλά ο αριθμός από τις κρατούμενες, μπορεί να είχαμε ξεπεράσει τις εκατό, είχε αυξηθεί με κοπέλες που είχαν συλλάβει από τα άλλα χωριά της επαρχίας Αμαρίου που κατέστρεψαν εκείνη την ημέρα στις 22 Αυγούστου 1944.
Νέα δεν είχαμε για την τύχη των δικών μας και ψηλά από τα παραθύρια τις Φορτέτζας βλέπαμε κάτω στο δρόμο κάπου – κάπου συγγενείς ή γνωστούς που τους χαιρετούσαμε με τα χέρια και αυτοί χωρίς να μας αναγνωρίζουν φώναζαν γενικώς «καλά είναι όλοι», θέλοντας να παρηγορήσουν την δυστυχία μας με ένα συμβατικό ψέμα.
Σε άλλο σημείο της Φορτέτζας ήταν η πτέρυγα των κρατουμένων ανδρών που έφεραν από το χωριό μου και τα γύρω χωριά, ή από παλαιότερες συλλήψεις. Ανάμεσά τους ήταν ο νονός μου Στεφανής παπα – Νικολή Γενεράλης. Εκεί είχαν κρατούμενο και τον Γιάννη Ταταράκη, γυιό του Δημήτρη Ταταράκη, προέδρου του χωριού. Μετά την ανάκριση τον εκτέλεσαν και τον έχωσαν στον τάφο που τον είχαν υποχρεώσει να ανοίξει μόνος του.
Μέσα στη φυλακή οι μέρες και οι νύχτες ήταν δύσκολες και ατέλειωτες με αγωνία και αβεβαιότητα. Προσπαθούσαμε να δώσει η μια στην άλλη κουράγιο και όταν μας έβγαζαν για λίγο έξω από τα κελιά προσπαθούσαμε να δούμε σε ποια κατεύθυνση είναι τα απότομα βράχια του φρουρίου που παλιότερα τα βλέπαμε από την έξω μεριά στον κυριακάτικο περίπατο, μα τώρα είμαστε από μέσα. Το φαΐ βέβαια που μας έδιναν οι γερμανοί ήταν πανάθλιο, ξεπλύματα από τα δικά τους φαγητά. Θυμάμαι ότι μια φορά η φρουρά έφερε μια λαϊκή ορχήστρα να παίξει, λέει, μουσική, μα εμείς αρνηθήκαμε να πάμε στον χώρο που είχαν ορίσει και κλειστήκαμε στα κελιά και ψάλλαμε τον εθνικό ύμνο.
Όσο και αν δεν είχαμε νέα, διάφοροι ψίθυροι έφθαναν στα αυτιά μας και από τα προηγούμενα ακούσματά είχαμε την βεβαιότητα ότι θα μας ετοίμαζαν για αποστολή στην Γερμανία και γι’ αυτό κάναμε διάφορες σκέψεις πώς να αντιδράσουμε. Θυμηθήκαμε όσα μας είχαν μάθει ο δάσκαλός μας Αλέξανδρος Κοκονάς (1889-1969) και οι δασκάλες μας Ελένη Ριτσάτου και Γεωργία Φραδέλου, για τις Σουλιώτισες και αποφασίσαμε στην ανάγκη να χορέψουμε το δικό μας Ζάλογγο πέφτοντας από τα βράχια του φρουρίου, παρά να μας μεταφέρουν στην Γερμανία.
Θυμάμαι ακόμα με συγκίνηση και ευγνωμοσύνη ότι η ομηρία μας στην Φορτέτζα δεν άφησε αδιάφορους τους Ρεθεμνιώτες που με τον Σύλλογο Κυριών και την Επιτροπή γιατρών και δικηγόρων και άλλων ανθρωπιστικών συλλόγων προσπάθησαν να απαλύνουν τον πόνο και την δυστυχία μας. Μας έφερναν όποτε άφηναν οι γερμανοί τρόφιμα και ρουχισμό.
Οι μέρες περνούσαν και οι μάχες που γινόντουσαν στα διάφορα μέτωπα είχαν αλλάξει πλέον την πορεία του πολέμου και είναι δύσκολο να μάθει κανείς τι οδήγησε τους γερμανούς στην απόφαση να μας απελευθερώνουν, ίσως και να μην μπορούσαν να μας μεταφέρουν πλέον στην γερμανία, λίγες λίγες. Έτσι μετά από εγκλεισμό δύο εβδομάδων και κάτω από άγνωστες συνθήκες οι γερμανοί άρχισαν να μας ελευθερώνουν λίγες λίγες. Εγώ θυμάμαι πως διάβηκα την πόρτα της Φορτέτζας την 11η Σεπτεμβρίου βαδίζοντας προς την ελευθερία και την δυστυχία. Μα τι ελευθερία που το νησί ήταν ακόμα γεμάτο από στρατεύματα των κατακτητών. Σέρνοντας τα βήματά μου έξω από την φυλακή λίγο πιο πέρα συνάντησα την γυναίκα ενός συγχωριανού μου του Γιάννη Κοκονά που άρχισα να τη ρωτάω επίμονα τι έγιναν τα αδέλφια μου και αυτή μου είπε με σφιγμένη τη καρδιά «καλλίτερα να τα μάθεις από άλλους». Αυτό μου ήταν αρκετό, άρχισα να τρέμω σύγκορμη και να χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου. Την ίδια ώρα η Επιτροπή που κατευθυνόταν στην Φορτέτζα με παρέλαβε και σταματήσαμε σε ένα καφενείο όπου μου προσέφεραν καφέ. Από την ταραχή μου κρατούσα το φλιτζάνι του καφέ με τα δυο μου χέρια και ήπια δυο γουλιές χωρίς γεύση.
Μετά πήρα το δρόμο και πήγα στο σπίτι της θείας μου Μαρίας Νενεδάκη. Εκεί συνάντησα την μητέρα μου και την αδελφή μου βασιλική όπου είχαν φθάσει στο Ρέθυμνο από ημέρες, κάνοντας τη διαδρομή με τα πόδια, μαζί με άλλες χαροκαμένες μανάδες με τα παιδιά και τους ανήμπορους γερόντους, που ζητούσαν καταφύγιο σε συγγενικές οικογένειες. Στης θείας μου το σπίτι έμαθα όλη τη πικρή αλήθεια της καταστροφής του χωριού και της εκτέλεσης των αδελφών μου Νίκου και Φραγκίσκου και όλων των συγγενών που είχαν ξεχωρίσει οι γερμανοί. Στης θείας μου μείναμε λίγες μέρες και τα ξαδέλφια μας Γιώργης, Ανδρέας ή Βαγγελιώ, προσπαθούσαν να γλυκάνουν τον πόνο μας. Μετά πήγαμε με λεωφορείο στο Αμάρι και μείναμε για λίγες μέρες στο σπίτι του θείου μου του Μπέη δηλαδή του Κωστή Φωτάκη, που συγγενεύαμε από την γιαγιά μου την Αμαριανή, Αμαλία Βενιέρη.
Η αγάπη και φιλοξενία των συγγενών μας στο Αμάρι δεν μπορούσε όμως να σβήσει την αγωνία μας για το τι απέγιναν οι σκοτωμένοι μας. Έτσι ξεκινήσαμε ένα πρωϊνό η μητέρα μου, εγώ και με παρέα τη Πόπη Γεωργουλάκη και τη Νίκη Φωτάκη, κόρη του Κωστή του Μπέη φύγαμε με τα πόδια για το χωριό ακολουθώντας το δρόμο από την Ελενιανή χαλέπα. Όσο πλησιάζαμε στο χωριό η καρδιά μας σφιγγόταν πιο πολύ και όταν φθάσαμε στο έμπα του χωριού συναντήσαμε το θείο μου Σταυράκι Κουτελιδάκι, πρώτο εξάδελφο της μητέρας μας, που της είπε «μη πας κακομοίρα μου, επήγα και εγώ φώναξα τα παιδιά μου Γιάννη, Βασίλη, Παναγιώτη μα δεν επήρα απάντησα». Μα η μάνα μου δεν κρατιόταν. Επήγαμε κατ’ ευθείαν στο τόπο όπου εκτέλεσαν τα αδέλφια μας και τους θείους μας. Το σπίτι του Σιραγαντώνη, που μέσα σ’ αυτό τους εκτελούσαν, ήταν καμένο και ανατιναγμένο και κάτω από τα χαλάσματά του βρίσκονταν τα άψυχα κορμιά των αγαπημένων μας. Μπροστά στο θέμα αυτό η μάνα μας δεν άντεξε και έβγαλε κραυγή μεγάλη μέσα από τα βάθη της ματωμένης καρδιάς της και αποκαμωμένη σωριάστηκε κατά γης. Σαν συνήλθε σηκώθηκε, στάθηκε μπροστά στο κατεστραμμένο σπίτι που είχε ο τάφος των δικών μας και εκεί απευθυνόμενη στα νεκρά παιδιά της τους είπε «χαλάλι για την πατρίδα σκοτωθήκατε τιμημένοι». Ύστερα, πριν μπει το απόγευμα η ίδια σιωπηλή συνοδεία άφησε το κατεστραμμένο χωριό και πήρε το δρόμο του γυρισμού στο Αμάρι.
Πριν φτάσει το τέλος του Σεπτέμβρη του 44, πήραμε την απόφαση να πάμε στον Μέρωνα όπου φιλόξενα μας προσέφερε ένα δωμάτιο η Παναγιωτίτσα Στρατιδάκη , το γένος Χατζηδάκη. Η Παναγιωτίτσα θυμάμαι ότι πρόσφερε και άλλο δωμάτιο για μια άλλη οικογένεια από το Γερακάρη, μα δεν μπορώ να θυμηθώ ποια ήταν αυτή.
Στο φιλόξενο Μέρωνα μας βρήκε ο καιρός του σαρανταήμερου. Το μνημόσυνο διαβάστηκε στην Μονή Ασωμάτων όπου συγκεντρωθήκαμε όλοι οι χωριανοί και ο μπαρμπα Σταυράκης κρατούσε τη σημαία του χωριού. Το λόγο του μνημόσυνου εκφώνησε από στήθους ο αδελφός μου Γιώργης Αγγελάκης. Εύκολα μπορεί να φαντασθεί κανείς την ατμόσφαιρα εκείνης της ημέρας. Ένας αμέτρητος κόσμος αποτελούμενος από μαυροφορεμένες μανάδες, χήρες, νέες κοπέλες και κορίτσια και τους άντρες με τα μαύρα κεφαλομάντυλα συμπλήρωναν το τραγικό σκηνικό που σκέπαζε τα χωριά του Κέδρους. Μετά το μνημόσυνο τα απομεινάρια της κάθε οικογένειας πήραμε το δρόμο της επιστροφής στα γύρω χωριά, που είχαν ξεφύγει από την καταστροφική μανία των ναζιστών, όπου μας προσφερόταν φιλοξενία και συμπαράσταση από συγγενείς και φίλοι. Σ’ αυτά τα σπίτια συνεχίσαμε τις φθινοπωρινές δουλειές, πάτημα σταφυλιών που τα φέρναμε από τις Κεφάλες, μεταφέραμε τις ελιές και βγάλαμε το λάδι της ορφανεμένης χρονιάς.
Σχεδόν ένα χρόνο μετάτ η καταστροφή γυρίσουμε, όπως και οι άλλοι συγχωριανοί μας, στον τόπο μας. Τώρα είχαμε μείνει στο σπίτι τρεις γυναίκες ο αδελφός μας Γιώργης, ενωμοτάρχης της χωροφυλακής και ο αδελφός μου Μανώλης γεωργοκτηνοτρόφος, που είχε γλιτώσει γιατί βρισκόταν στο βούνο την αποφράδα ημέρα της καταστροφής και ο Χαρίλαος που βρισκόταν από χρόνια στην αδελφή του πατέρα μας στην Κεφαλονιά. Εκεί πάνω στα χαλάσματα προσπαθήσαμε και ξαναρχίσαμε τη ζωή γιατί έπρεπε να ζήσουμε και να κρατήσουμε ζωντανή τη μνήμη των νεκρών μας.
Εξήντα χρόνια μετά την καταστροφή τα παιδιά μου ζήτησαν επίμονα να καταγράψουν τις αναμνήσεις μου από εκείνες τις μέρες και εγώ υπογράφω και επιβεβαιώνω τα όσα διηγήθηκα.
• Επίκαιρο απόσπασμα από τις διηγήσεις της Μαρίας, χηράς Μιχ. Κοκονά.
Αστρινός Φραγκ. Αγγελάκης, εκτελέστηκε στις 6 Ιουνίου 1943 την ώρα που πότιζε στο περβόλι του.
Ριτσάτος Τίτος
Οι κομμάντος πέρασαν τον Στρατηγό από τις ορεινές περιοχές του Γερακάρι και κατευθύνθηκαν στα νότια παράλια του νησιού για να μεταφερθούν όλοι μαζί στην Αίγυπτο.
Η γιαγιά ήτο η Αμαλία Βενιέρη, από το Αμάρι, χήρα Κωνστ. Κουτελιδάκη
Στο Ρέθυμνο
Ελένη Χαρ. Κουτελιδάκη
Βρύσες, Άνω Μέρος, Καρδάκι, Σμιλές
Οι συγγενείς μας από τις Ελένες μας είπαν ότι ακούστηκε ως εκεί η πονεμένη της κραυγή, και όσοι ρωτούσαν έπαιρναν την απάντηση «πρέπει πως είναι η Αστρινίνα στα χαλάσματα».
‘Ηταν το γένος Χατζηδάκη, θεία, του ορθοπεδικού Κωστή Χατζηδάκη, από τον πατέρα του.