Απόκριες των Μικρασιατών του Ρεθύμνου

Σε συνομιλία μας με την κ. Βασιλεία Μαρίνου Καζαβή το Φεβρουάριο του 2009 ζήτησα να μου περιγράψει τις Απόκριες στο Ρέθυμνο από την σκοπιά των Μικρασιατών Παραθέτω απομαγνητοφωνημένη τη στιχομυθία μας
Χαίρομαι που βλέπω μια κοπέλα της σημερινής εποχής που θέλει να μάθει κάτι για το Ρέθυμνο, θέλει να μάθει πως περνούσαμε εμείς οι μεγάλοι πως περνούσαν οι φτωχοί πως περνούσαν οι πλούσιοι, τέλος πάντων να δώσουμε με νότα στην απόκρια.
Οι Απόκρια ξέρουμε πάντα ότι αρχίζουνε από το Τριώδιο. Ως εκκλησία αρχίζει από το ευαγγέλιο Τελώνου και Φαρισαίου. Ε! κυρίως η αρχή Τριωδίου δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο, συγκεκριμένο απλώς ξέρουμε πως μπαίνουμε στις Απόκριες. Ε! να γίνει μια ετοιμασία να γίνει κάτι, πρώτα από όλα να ετοιμάσουμε τα σπίτια να ‘ναι καθαρά γιατί θα είχαμε επισκέψεις να ετοιμάσουμε τις αυλές να ασπρίσουμε γιατί θα είχαμε επισκέψεις να είναι όλα καθαρά.
– Γινόταν αυτή η διαδικασία δηλαδή ….
Βασιλεία: Ε, βέβαια δεν μπορεί να μη γίνει. Μια ετοιμασία αφού περιμένεις ξένο, εδώ μόνοι μας είμαστε στα σπίτια μας και πάλι το θέμε καθαρό, πόσο μάλλον να περιμένουμε κάποιο ξένο. Και ήταν η αρχή Τριωδίου να ετοιμαστούμε παιδιά μου για τις απόκριες. Η πρώτη Κυριακή…. Σ’ αυτό που θα δώσουμε λιγάκι σημασία περισσότερη είναι στις δύο τελευταίες Κυριακές δηλαδή της Κρεοφάγου που λένε και της Τυροφάγου. Αλλά το πανηγύρι που λέμε των αποκρέων θα αρχίσει από την Τσικνοπέμπτη γιατί…
– Κι είμαστε στην εβδομάδα της Κρεοφάγου έτσι, η Τσικνοπέμπτη είναι στην εβδομάδα της Κρεοφάγου.
Βασιλεία: Ναι, ωραία. Την εβδομάδα της Κρεοφάγου ήτανε κυρίως οι απόκριες δυο Κυριακές η Κρεατερή που λέμε…
– Η Κρέτινη και η Τυρινή
Βασιλεία: Ναι, ωραία. Η Κρέτινη από το Σαββάτο από όλη τη βδομάδα είχαν ειδοποιηθεί οι οικογένειες δηλαδή ας πούμε η μαμά μου μας έλεγε για δε είπε ο παππούς η γιαγιά η θεία ο θείος ο φίλος του μπαμπά ότι θα έρθει να κάνουμε απόκριες μαζί. Ε! να ετοιμάσουμε, γιατί θα ‘ρθουνε συγγενείς και φίλοι. Πραγματικά λοιπόν από το Σάββατο το σπίτι μας ήταν έτοιμο αλλά αυτό που γινότανε πιο μπροστά ήτανε να μας ορμηνέψουνε οι γονείς μας να μην κάνουμε θόρυβο να μην βγάζουμε γλώσσα να μην πάμε και είμαστε μπροστά στο τραπέζι μας έβαζαν από όλα να φάμε σε ένα ιδιαίτερο μέρος.
– Τα παιδιά.
Βασιλεία: Τα παιδιά. Και αν έφερναν οι μουσαφιρέοι δικά τους παιδιά θελα γίνουμε μαζί με μένα το ένα μαζί με μας τα παιδιά να διασκεδάσουμε. Ε! βέβαια το απαραίτητο ήταν το κρέας, εντάξει, αλλά και οι πίτες όμως οι τυρόπιτες είχαν και αυτές το πρώτο λόγω μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό το κυρίως φαγητό το μεσημέρι είχαν ετοιμάσει από βραδύς κάτι κεφτεδάκια κάτι τέτοια κάτι χορταρόπιτες, τυρόπιτες τέτοια όλα για να τα προσφέρουνε στη αρχή μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό. Ετοιμαζόταν το φαγητό ήθελα ‘ρθει ο θείος η θεία δηλαδή όποιος καλεσμένος καλοδεχούμενος ο άνθρωπος να ‘ρθει στο σπίτι μας και από τη γειτονιά, όποιος και να ‘ναι. Δηλαδή είχε πανηγύρι όλος ο κόσμος. Μα φτωχοί μα πλούσιοι. Μην ακούς ότι…υπήρχε φτώχεια υπήρχε, αλλά εκείνη τη μέρα όμως έκανες τα μαλλιά σου φροκαλιά που λένε και έπρεπε να βγάνεις στο τραπέζι σου πλούσιο, ό,τι καλύτερο ό,τι νοικοκυρεμένο, ό,τι πιο καλό. Ωραία, ερχόταν καθίζανε το μεσημέρι μετά δηλαδή από τα πρώτα κρασάκια που πίνανε βγαίνανε στο κέφι και άρχιζαν τη διασκέδαση. Τι διασκέδαση, βέβαια δεν είχαμε όργανα όπως έχουμε βιολιά σαντούρια υπήρχανε κι αυτά, αλλά αν που είχαμε στο Ρέθυμνο ένα σαντουριέρη και έπεζε σαντούρι που είχαμε ένα και έπαιζε ούτι, αν αυτός ήτανε ελεύθερος και δεν τον είχανε καλέσει σε καμιά άλλη παρέα από χρήματα έκανε το βολτάκι στις παρέες. Και ερχότανε. Αν όχι ήθελα πάρει ο πιτίδιος άνθρωπος γυναίκα ή άντρας ένα ταψί – ταβά – να πάρομε λοιπόν το ταβά να αρχίσομε…. Παμ παραπαπαμ…. Και να αρχίσει ο καθένας με αυτό το ταψί να αρχίσει τα τραγούδια, βέβαια τα τραγούδια ήτανε αυτά που θυμάμαι εγώ μικρασιάτικα γιατί είμαι γύρω από μικρασιάτες αναθρεμμένη. Δεν έπαυαν όμως και τα Κρητικά δεν έπαυαν οι μαντινάδες δεν έπαυαν πολλά και γινότανε μια πολύ όμορφη παρέα. Τα πάντα όμως Τασούλα μου τα βγάνει το κέφι του σπιτονοικοκύρη, πως αυτός θα δεχτεί τους ξένους. Μπορεί να έβανε και ελίτσες στο τηγάνι που είναι μια ωραία συνταγή με ελιές και κρασάκι μπορεί να έβανε κάτι άλλο, είπαμε προηγουμένως ότι δεν έλειπε το κρεατάκι αλλά ότι είχαμε. Όλο το απόγευμα το τραπέζι δε σηκωνότανε…ε! το βράδυ να συνεχίσουνε πάλι να πλύνουνε ‘κείνα τα πρώτα, την πρώτη ετοιμασία να συνεχίσει το βράδυ μέχρι αργά. Όταν πια κουραζόντουσαν από …. Ας πουμε από φαγοπότι από τούτο λένε μωρέ πάρτε το στην άκρια να παίξομε και κάτι τι. Οι μεζέδες όμως απάνω στο τραπέζι το κρασάκι απάνω στο τραπέζι και ‘θελα σηκωθούμε λοιπόν να κάτσουμε να κάνουμε ένα κύκλο και να πουν θα παίξομε τη «σαλάτα». Τι είναι η σαλάτα, κάναμε ένα κύκλο αλλά είμαστε γονατιστοί απάνω στο χαλί. Γιατί πάντα οι απόκριες είναι χειμώνα κι ήταν τα χαλιά στρωμένα, να κάνουμε ένα κύκλο και να πούμε εσύ είσαι το μαρούλι, η ντομάτα, ο κάρδαμος, το σκόρδο, η αγκινάρα ό,τι μπαίνει σε μια σαλάτα. Κάποιος μεγάλος έδενε ένα κόμπο σε μία πετσέτα και έπεφτε ο πρώτος και έλεγε καθώς ήτανε έτσι σκυμμένος έλεγε να σηκωθεί το μαρούλι να πέσει ηηηηηηη ηηη ντομάτα. Αλλά το ηηηη αργούσε να το πει και ο άλλος του ‘δινε με την πετσέτα στην πλάτη. Άντε πάλι να σηκωθεί η ντομάτα να πέσει οοοοοοο, το κάνανε επίτηδες και το τριγυρίζανε για να γίνει οχλαγωγία με την πετσέτα.
– Αυτουνού που τα ‘λεγε του χτυπούσαν την πετσέτα
Βασιλεία: Αμέ! Αυτός που χτυπούσε την πετσέτα …..
– Λοιπόν ήτανε ο κύκλος
Βασιλεία: Ωραία, αυτός στεκόταν όρθιος και έλεγε έπεσε ο πρώτος, μετά δε μιλούσε πια…..να σηκωθεί το μαρούλι να πέσει εεεεεε, το ‘κανε λάθος τάκα τάκα του χτύπαγε στην πλάτη και το ‘λεγε. Κι ύστερα πάλι ο διπλανός να σηκωθεί η ντομάτα να πέσει ο κάρδαμος αργούσε να το πει να του χτυπά με τη πετσέτα. Ύστερα λέγανε για δε, ήθελα βρούνε όμως αστείους ανθρώπους γιατί εάν στην παρέα δε δέχεσαι τα αστεία μη κάνεις και παρέα. Ύστερα θελα στρώσουνε μια κουρελού όπως έχω εγώ στρωμένη τη κουρελού κάτω και να πούνε σε κάποια γυναίκα αλλά να τα σηκώνει τα αστεία και να το κάνει, θα σου δέσομε τα μάτια και θα σε πάρομε από το χέρι να περάσεις τη κουρελού έτσι με ανοιχτά τα πόδια πρόσεχε μη πατήσεις τη κουρελού! Αλλά τι γινότανε στην κουρελού είχανε βάλει έναν άνθρωπο όταν αυτή είχε κλειστά τα μάτια της κι όταν άνοιγε τα μάτια έβλεπε αυτή τον άνθρωπο «όφου δε ντρεπόσαστε μωρέ να περνώ από πάνω από τον άνθρωπο». Ή να το κάνομε αντίστροφη μέτρηση. Της δέναμε τα μάτια πάλι και της λέγανε για δε θα πατήσεις τον άνθρωπο, κάτω είναι ένα παιδάκι, είναι ένας άνθρωπος. Πρόσεξε μην τον πατήσεις με δεμένα μάτια να κάνει αυτή προσοχή έτσι να ταλαντεύεται, ξέρω ‘γω να ανοίξει τα μάτια να μην είναι κανείς στην κουρελού. Άλλο γέλιο πάλι εκεί. Μετά έπαιζαν το πώς το τρίβουν το πιπέρι, «πως το τρίβουν το πιπέρι του διαβόλου οι καλογέροι», αυτό πάλι ήτανε κάτω ομάδα και λέγανε με τον άγκωνα το τρίβουν, με το πόδι με τη μύτη αααααα τα παίζανε πάλι αυτά τα διάφορα για να ξεκουραστούνε δηλαδή. Ύστερα πια ήτανε τα πρώτα πρωινά που έπρεπε να διαλύσουνε να πάνε στη δουλειά τους.
– Το ξημερώνατε δηλαδή μέχρι το πρωί
Βασιλεία: Ουου, μα δε σε άφηνε η όμορφη παρέα και το κέφι να φύγεις. Και απάνω που έλεγε ένας να φύγει, βρε που θα πας τώρα κάτσε εδώ να πέρα ακόμα λιγάκι. Άντε να κάτσουμε. Οι γυναίκες βέβαια συνέχεια να ετοιμάζουνε δηλαδή να ανανεώνουνε το τραπέζι να έχει πολλά πράγματα απάνω να φέρουνε και να καθίσουνε ωραία. Αυτό γινότανε την Κυριακή της Κρεοφάγου. Τώρα αν ντυνόντουσαν και μασκέ, μασκαράδες καλοδεχούμενοι γιατί στην παρέα που είμαστε κάποιος θελα φύγει κρυφά να πάει να ντυθεί μασκαράς να γυρίσει, ή να έρθουν οι γειτόνοι, ευχαρίστως αλλά ξεμουμούρωτοι όμως. Κανένας δηλαδή να έχει τα μούτρα του έτσι άλλος γινότανε Τούρκος και έκανε το γιαταγάνι και έκανε «ου θα σας σφάξω θα σας κάνω» «ε Παναγιά μου, Παναγιά μου, Παναγιά μου, μωρή ελάτε από ‘δω τα παιδιά πάρε κοντά» να φωνάζουνε. Άλλος γινότανε παπάς κι είχε ένα θυμιατήρι… δηλαδή κάνανε διάφορα σκέρτσα και μόνο και μόνο για να πάρει η παρέα και η μέρα μια όψη αποκριάς. Τελειώνομε τώρα με την Κυριακή μ’ αυτά τα διάφορα και κάτω όμως οι Ρεθυμνιώτες, αυτά γινήκανε που σου λέω στον Μασταμπά εκεί που ήμουνε εγώ. Αλλά και κάτω οι Ρεθυμνιώτες στην παλιά πόλη πια που είχανε πέσει πολλοί Μικρασιάτες αλλά και ντόπιοι ακόμη από εδώ τα ίδια κάνανε. Δηλαδή τώρα αν πηγαίνανε σε ταβερνάκια, γιατί δεν είχαν βέβαια τα σημερνά πολυτελή ταβέρνες ή να φεύγουνε γι’ αυτό μαζευόντουσαν στο σπίτι. Εάν ήτανε πηγαίνανε σε ταβερνάκια οι άντρες θα πάνε να πιούν το ρακί τους το κρασί τους κι ύστερα θα πει πάμε δα από το σπίτι να πιούμε ένα κρασί. Να ‘ρθει μια παρέα να πάμε ύστερα πάλι αυτοί από ‘δω άντε να πάμε από ‘κει άντε να πιούμε ένα κρασί και να λένε διάφορες μαντινάδες για τις απόκριες να λένε διάφορα πράγματα για τα μασκαράτα….
– Πειράγματα, φαντάζομαι πολλά πειράγματα μεταξύ τους με τις μαντινάδες ή με τα λόγια.
Βασιλεία: Με τις μαντινάδες. Ύστερα ξέχασα να σου πω το παιχνίδι τις τυφλόμυγες. Δηλαδή καθόντουσαν σε ένα γύρο, γύρω-γύρω πάλι ένα κύκλο άντρες και γυναίκες και κάποιος ήθελα να δέσει μια γυναίκα ή έναν άντρα τα μάτια του και να τον επέρνει από ‘δω να τον εβαστάει έτσι (αγκαζέ), και να τον πηγαίνει έτσι… και να τον καθίζει, και να του λέει…αν ήταν αστείος ελέγε «όφου μωρέ καλά που κάθομαι». Αυτός του κράταγε τα χέρια για να μην ακουμπούνε να μάθει ποιος είναι κι ήθελα πει «που κάθομαι», ας πούμε στση Βασιλείας, «αα!!! τη Βασιλεία θες εδά θα πάμε στση Βασιλείας, δεν είναι», να τον επάει αλλού. Όποιος ήτανε άντρας τον κάθιζε του κάνε χειρονομίες από πίσω τον πείραζε «μη μωρέ κακομοίρη γιατί δε μπορώ, φτάνει που ‘μαι στραβός και μου κολλάς κιόλας». Λέγανε και τα πειράγματά τους…. Και αν τον έβρισκε του δένανε αυτουνού τα μάτια, δένανε..
– Όπου καθότανε και τον έβρισκε του δένανε τα μάτια.
Βασιλεία: Ύστερα ‘θελα αρχίσουνε να λένε «ελά βρε Χαραλάμπη να σε παντρέψουμε» κι ήτανε αστείοι και κάνανε σκέρτσα. «Τούτου να τη δόκετε εμένα θα μου δώκετε βρε γυναίκα», «άμε στο διάβολο ψέματα βρε τα λέμε», ήταν ένας και τα πίστεψε μια φορά, του λένε το ‘παμε το τραγούδι «έλα βρε Χαραλάμπη να σε παντρέψουμε», λέει «εμένα μου το λέτε και που θα βρείτε τη γυναίκα να μου τη δώκετε εμένα».
– Ήθελε μάλλον
Βασιλεία: Ήθελε στραβός ήτονε. Αν το ‘θελε! Αλλά έλα ντε που ‘τανε και κομμάτι παράκαιρος, και δεν έβρισκε γυναίκα εύκολα, γι’ αυτό έλεγε μοναχός του που θα ‘βρούμε τη γυναίκα. Έτσι δα ξημερωνότανε, και ο καθένας στη δουλεία του στο σπίτι του. Και μπαίνομε τώρα στη βδομάδα της Τυροφάγου. Το κρέας αποκλείστηκε. Ότι τρώγανε εκείνη τη Κυριακή. Τη βδομάδα, τη Δευτέρα που άρχιζε της Τυροφάγου ήθελε να βάλουνε να πλύνουνε τα πιάτα, τα καζάνια, τα τεψιά, ότι χρησιμοποιήσανε με αλουσόνερο ξέρεις τι είναι το αλουσόνερο;
– Με σταχτόνερο ναι.
Βασιλεία: Να βράσουνε τη στάχτη να τη σουρώσουνε και άκουες τα πιάτα και τρίζανε από την ομορφιά και από τη λάμψη. Να τα διαρμίσουνε όλα και να πούνε ο μπαμπάς με τη μάνα, για δε, δεν θα κάνετε φασαρία το κρέας τέλειωσε. Θα το φάμε πάλι το Πάσχα. Αλλά θα περνούσε η βδομάδα όλο με τυριά. Γι’ αυτό λέγετε της Τυροφάγου.
– Τυρί και γάλα, γαλακτερά, τυριά…
Βασιλεία: Γαλακτερά, τυριά μπόλικα. Να αρχίσουνε τα «τουτουμάκια».
– Τι είναι αυτό;
Βασιλεία: Τα «τουτουμάκια» είναι ένα ωραίο ζυμάρι, ζυμωμένο με διάφορα μέσα είναι από προζύμι με αυγά με γάλα και τα στρίβανε με το δάχτυλο κι η τρυπούλα που γινότανε της βάζανε μέσα πάλι ένα κομματάκι τυρί. Εάν ήτανε….ναι…
– Τυλιχτό δηλαδή και στη μέση το τυρί.
Βασιλεία: Εάν ήτανε…αν δεν ήτανε δηλαδή σαρακοστινά βάνανε κιμά. Αλλά στα σαρακοστινά τους βάνανε τυράκι. Ωπ! Να τα ψήσουνε στο τσικάλι. Τα βράζανε, τύπου μακαρόνι είναι, τύπου ζυμαρικό, «τουτουμάκι» είναι ζυμάρι. Ε! μ’ αυτά. Είχαν τα «κουρκουμπίνια», που κι αυτά είναι νηστίσιμα κι αυτά με τυρί. Όλη τη βδομάδα. Ερχότανε η Τσικνοπέμπτη, την αφήσαμε όμως θαρρώ την Τσικνοπέμπτη. Θα γυρίσω λίγο πίσω. Της Τσικνοπέμπτης το φαί και της Μεγάλης Πέμπτης και την ημέρα της Λαμπρής στους ουρανούς ευρέθη. Οπωσδήποτε την Τσικνοπέμπτη πρέπει να δόσεις ένα πιάτο φαί, διότι η επομένη της Τσικνοπέμπτης την είχαμε για πρώτη σαρακοστή. Γιατί μπαίνομε στα Σάββατα τα τρία Σάββατα τα ψυχοσάββατα. Το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο. Το πρώτο της Κρεοφάγου, το δεύτερο της Τυροφάγου και το τρίτο Σάββατο το Πρωτοκύριακο των Αγίων Θεωδώρων. Την Τσικνοπέμπτη ‘θελα κάνουν ένα γαλακτομπούρεκο, μια γιαουρτόπιτα ήταν το γλυκό τους κείνη τη μέρα και να φτιάξουνε και κρέας. Να ψήσουνε κρέας όπως, όπως αλλά το πρώτο πιάτο να φύγει στο γείτονα, στο ζητιάνο. Και όχι στο γείτονα που έχει και παρέχει σε κάποιον που να το ‘χει ανάγκη. Ας πούμε, ξέρεις μια οικογένεια στη γειτονιά, μια οικογένεια πιο πέρα που ξέρεις πως σήμερα δεν τα βγάνουνε πέρα να της πας εσύ από το φαί που έψησες και ψημένο και άψητο. Θα της δώσεις λίγο να το ψήσει στα παιδιά της αλλά θα ταΐσεις και τα παιδιά της το μεσημέρι. Το φαί αυτό δε το θυμιάζαμε γιατί ήτανε για όλους, θυμιάζαμε της Παρασκευής της επομένης. Η Τσικνοπέμπτη ήτανε για όλους, για όλο τον κόσμο. Το Ψυχοπάρασχο όμως το θυμιάζαμε. Λοιπόν, την Τσικνοπέμπτη μαζευόντουσαν όμως πάλι παρέες που ερχόντουσαν την προηγουμένη Κυριακή, λέγανε «μωρέ καλά περάσαμε θέτε να ξαναπάμε;», «όχι να τους πούμε να ‘ρθουνε αυτοί!». Εμείς δεν επήγαμε ποτέ πουθενά γιατί ήμασταν πολλά παιδιά. Πέντε παιδιά, οι γονείς δυο εφτά, η γιαγιά που είχαμε στο σπίτι….ε! να πάρεις οχτώ άτομα να πας σε άλλο σπίτι. Ήταν το σπίτι μας πιο μεγάλο πάντοτε και τους λέγαμε ελάτε εδώ. Το Σάββατο το βράδυ η μαμά μου με το μπαμπά μου να κοιμηθούν αλλού να δώσομε το κρεβάτι στ’ αντρόγυνο. Τα παιδιά τα κοιμίζαμε μαζί μας και εκεί γινότανε το έλα και να δεις όλη νύχτα γαυριάζαμε όχι να πειραζόμαστε όχι να λέμε τι θα βάλουμε εμείς να ντυθούμε μασκαράδες. Δηλαδή είχαμε ένα…μια όμορφη παρέα μια γλυκιά συντροφιά. Πώς να την πω…
– Περίμενες πως και πώς να έρθει η μέρα αυτή.
Βασιλεία: Περίμενες να έρθουν επισκέψεις για να περάσουμε καλά για να περάσουμε και εμείς τα παιδιά άλλα και οι γονείς. Τέλος πάντων πέρασε η Τσικνοπέμπτη τα ίδια πάλι με πιτούλες με τούτο με εκείνο. Την Παρασκευή … την Τσικνοπέμπτη το βράδυ να βάλουμε σταράκι στο νερό για να κάνουμε τα κόλλυβα του Ψυχοσάββατου. Την Παρασκευή το πρωί να σηκωθούνε να πάρουνε να πάρουνε εκείνο το ζουμάκι χωρίς να βράσουν το κόλλυβο, το ‘χανε καλά, καλά πλυμμένο και χωρίς να το βράσουν ακόμα παίρνανε το ζουμάκι και το φυλάγανε σε μια κανάτα ας πούμε.
– Γιατί;
Βασιλεία: Που όταν βράζαμε το κόλλυβο και λειβότανε νερό θελα βάλομε εκείνο που έχει την ίδια γεύση. Ε! να βράσουμε τα κόλλυβα όπως είναι να βάλουμε το ρόδι να βάλουμε τα καρυδάκια να βάλουμε διάφορα και να τ’ απλώσουμε στο τραπέζι να στεγνώξουνε. Το ζουμί τώρα το λέγαμε «χοσάφι», αυτό το ζουμί. Γιατί εβάνανε μέσα σταφίδες έβαναν αμύγδαλα κοπανισμένα πάντα, καρύδια δηλαδή όπως να τον πούμε σήμερα «χυλό» εμάς έβαναν καρυκεύματα έβαναν πολλά πράγματα και το έδεναν και το έδεναν με αλεύρι καβουρντισμένο για να μυρίσει. Γιατί το αλεύρι βγάνει την αλευρέ. Ήτανε πιο ωραίο από το χυλό. Την Τετάρτη την παραμονή της Τσικνοπέμπτης ήθελε η μαμά μου, ήθελαν δηλαδή να καβουρντίσουμε το αλεύρι για την Παρασκευή να το ‘χομε έτοιμο. Και είχαμε πάντα ένα τηγάνι παλιό. Τι εννοώ παλιό. Δεν τηγανίζαμε διάφορα άλλα πράγματα το ‘χαμε μόνο για αυτές τις ώρες και θα σου πω και παρακάτω που χρειαζότανε το τηγάνι. Να βάλουμε το τηγάνι και το αλεύρι να ‘ρθει το αλεύρι να μοσχομυρίσει να πάρει ένα χρώμα ρόδινο, να το φυλάξομε. Την Παρασκευή μετά που απλώνανε πια το στάρι να ετοιμάσουνε το χοσάφι βάνανε αυτό το αλεύρι και τα διάφορα μυρωδικά μέσα και το φυλάγανε. Το βράζανε καλά, καλά να πιούνε οι επισκέψεις, εμείς αλλά το περισσότερο το φυλάγανε. Δεν είχαμε βέβαια ψυγεία και τα βράζανε βράδυ μόνο και μόνο για να διατηρηθούνε. Αλλά ως επί το πλείστον όπως ξαναείπα οι απόκριες είναι χειμώνας και διατηρότανε. Το Σαββάτο το πρωί να στολίσουνε ένα πιατάκι, όχι ποσότητα, ένα πιατάκι κόλλυβα να το πάνε στην εκκλησία με το συχωροχάρτι κι ύστερα να το γυρίσουν από την εκκλησία να μοιράσουν στην γειτονιά και να το φυλάξουνε. Το βράδυ που θα ‘ρθουν οι επισκέψεις να τους βγάλουν από ‘κείνο το κόλλυβο μια κουταλιά. Ή δε το χυλό, αυτό που κάνουμε το χοσάφι το έκαναν κι αυτό και το διατηρούσαν όλο με ζεστά. Δηλαδή το ξαναζέσταναν πάλι. Και να ‘ρθομε τώρα στην τελευταία Κυριακή. Η τελευταία Κυριακή μας είναι… δεν παύει βέβαια όλη τη βδομάδα να είχαμε ετοιμασία. Όλη τη βδομάδα να μπαινοβγαίνανε χαρές το ‘να τ’ άλλο. Δεν παύει να υπήρχε κι η φτώχεια κι η ανέχεια στους μικρασιάτες προπαντός. Δε παύει τα μάτια τους να έτρεχαν, θυμόντας τις απόκριες της Μικράς Ασίας στη δικιά τους πατρίδα στα δικά τους χώματα αλλά θελα ‘μπει μια μεγάλη στη μέση, «για δε ήρθαμε να διασκεδάσομε, τι να κάνομε; Δεν πειράζει την υγειά μας να ‘χομε και ‘δω καλά είμαστε, μωρήήή καλά που γινήκανε και τούτα και βάλαμε το κεφάλι σε μια τρύπα μέσα κι ησυχάσαμε». Αλλά από μέσα η καρδιά τους το ‘ξερε. Τέλος πάντων. Απαραίτητη όμως την Κυριακή της Τυροφάγου ήταν η ρυζόπιτα. Γιατί αφού είπαμε ότι επιτρεπότανε μόνο τυρικά και γαλακτερά, ήτανε η ρυζόπιτα. Θελα βράσουνε ρύζι καλά ωραίο να το περιχύσουνε με καμμένο λάδι, να ανοίξουνε φύλλο και από πάνω να το ζεματίσουνε πάλι με λάδι κουταλιά, κουταλιά να αλειφτεί όλο το τεψάκι με λάδι και στο ρύζι μέσα να βάλουνε πολλά αυγά, αν όχι και τόσα αυγά, όσο πολύ τυρί. Γι’ αυτό τη λέγαμε και τυρόπιτα. Λίγο πιπέρι, πιπέρι αλάτι, τυράκι μπόλικο και αυγά και ρύζι. Να τα χτυπήσουνε καλά, καλά να αλείψουνε όλο το τεψί μ’ αυτό το υλικό. Από πάνω να βάλουνε άλλο ένα φύλλο να το αλείψουνε πάλι με λίγο λάδι, από πάνω άλλο ένα φύλλο και να τελειώσει με λάδι πάντα καμμένο. Για να μη βγάνει παιδί μου τη λαδέ δεν επιτρεπόταν να βάλουνε βούτυρα και τέτοια αφού νηστεύαμε και βάναμε το λάδι. Αν ήτανε, αν ας πούμε λέω τη λέξη νηστεύαμε, το αυγό….δηλαδή φτάνει να μη τρώγαμε κρέατα, το αυγό όμως λεγότανε. Και να έρθουνε πάλι να καθίσουνε να βγάλουνε το τυρί να βγάλουνε μακαρόνια με τυρί. Είναι ένα είδος μακαρόνια και λέγεται «μάτσι», δηλαδή πάλι χειροποίητα, τα πάντα που σου λέω ήταν χειροποίητα. Χειροποίητο, και το κόβανε όπως είναι οι ….. τέλος πάντων μικρά, μικρά, τόσα, τόσα…..ήταν τόσο μικρό ε! βέβαια σαν τις χυλόπιτες. Όπως είναι οι χυλοπίτες. Αυτό όμως ζυμωνόταν το ζυμάρι με αυγά και γάλα, δεν ήτανε σκέτο, λαδάκι, τυρί, αυγά και γάλα. Να το ζυμώσουν και να ανοίξουνε κρούστα να τη διπλώσουν να τη ξαναδιπλώσουν να την ξαναδιπλώσουνε και να αρχίσουν να κόβουνε. Να την τραβήξουνε από το βεργί καθώς τη διπλώνανε, την περνούσανε στο βεργί, να την τραβήξουνε ύστερα από το βεργί να μείνει η πίτα να μείνει το δίπλωμα και να το κόβεις σταυρωτά, έτσι, έτσι και γινότανε όπως είναι οι σημερινές χυλοπίτες. Αυτά θελα τα βράσουμε σε πολύ, πολύ νερό να το ζεματίσουνε πάλι με λάδι και από πάνω τυρί. Ή να κάνουνε ψεύτικο παστίτσιο, από μακαρόνια πάλι χειροποίητα τα μακαρόνια ένα, ένα να κάνουνε τα μακαρόνια να τα βράσουν και να τα βάλουν στο τεψί μέσα. Γι’ αυτά γινότανε και προετοιμασία, γιατί δεν είχαμε ψυγεία να διατηρηθούνε σηκωνόντουσαν και νύχτα. Υπήρχε ένα τραπεζάκι στρογγυλό, «σοφρά» τον ελέγαμε, η γιαγιά και η μαμά ήτανε συνέχεια πάνω εκεί. Είχανε ετοιμάσει ένα φαγητό ένα μεζέ πάλι νηστίσιμο μια τυρόπιτα, τούτα κείνα, να φάνε οι άντρες ή αν έρθει κανένας ξένος κι η μαμά να κάνει αυτά τα μακαρόνια γιατί αυτά τα ‘κανες θένε ψήσιμο ή ψυγείο που δεν είχαμε. Ήθελα να βράσουνε τα μακαρόνια, να αλείψουνε όλο το ταψάκι με λαδάκι, να το κουκίσουνε με τυρί και να καλύψουνε τον πυθμένα του τεψιού με τυρί, να βάλουμε μακαρόνια, τυρί, μακαρόνια, τυρί, μακαρόνια, λαδάκι, τυρί, μακαρόνια να γεμίσει. Και από πάνω να βάλουμε την κρούστα. Αυτή τη σάλτσα που λέμε σήμερα μπεσαμέλ δεν την ξέρανε. Στο τελευταίο μέρος έβαναν φύλλο το άλειβαν με λαδάκι και το ράντιζαν με ρακί για να ήτανε τραγανό το φύλλο. Ορισμένες βάνανε και φύλλο από κάτω. Και το γυρίζανε σαν το μπακλαβά. Αυτά όμως γινόντουσαν από το Σάββατο γιατί το πρώτο που έβρισκαν ήταν τα ξύλα, πώς να ανάψουνε φούρνο ξυλόφουρνο, δεν υπήρχαν κουζίνες και ευκολίες που υπάρχουν σήμερα. Ήθελα να ανάψουνε πρωί, πρωί το φούρνο να τα ‘χουν έτοιμα από το Σάββατο το βράδυ έτοιμα να τα φουρνίσουνε. Το γλυκό που θα παρουσιαζότανε ήτανε κυδώνι με γιαούρτι, δηλαδή καθάριζαν τα κυδώνια τα έκοβαν πολύ χοντρές φέτες τ’ άλειβαν με λεμόνι για να μη μαυρίσουν τα άλειβαν απ’ έξω με λίγο βούτυρο αλλά εμείς είχαμε δικά μας βούτυρα στακοβούτυρα αυτά που ακούω και εγώ απ’ τη Μικρά Ασία είχανε δικά τους βούτυρα κι ήθελα πάρουνε λιγάκι να το αλείψουνε το κυδώνι για να μη ξεραθεί. Να το βάλουμε στο ξυλόφουρνο, τεψιά, να τα βγάλουνε και μετά να ‘χουνε το πετιμέζι έτοιμο το σιρόπι γιατί τα πάντα γινόντουσαν τότε γιατί δεν είχαμε πολλές ζάχαρες να πάρουμε αλλά είχαμε το πετιμέζι και ήθελε λοιπόν να το βουτήξουμε το κυδώνι αυτό στο πετιμέζι και να βάλουνε σε μια πιατέλα το γιαούρτι στη μέση. Και γύρω, γύρω ήθελα βάλουνε το κυδώνι. Αυτό ήταν το πασχαλινό γλυκό που θα παρουσιαζόταν στο τραπέζι την Κυριακή της Κρεοφάγου μαζί με το καφέ το απόγευμα. Γιατί το απόγευμα κάποιοι θέλανε καφέ κάποιοι θέλανε ένα τσάι είχανε κουραστεί με το να γυρίζουνε όλη μέρα στα καφενεία οι άντρες να φάνε το μεσημέρι και το απόγευμα θελα παρουσιάσουνε αυτό το γλυκό και να παρουσιάσουνε και ένα καφεδάκι θα το πω πάλι αν υπήρχε καφές. Πολύ δύσκολα χρόνια πολύ στερημένα και το μόνο που στεναχωρεί είναι που έφυγαν οι δικοί μου στεναχωρημένοι στερημένοι. Την Κυριακή της Τυροφάγου το γλυκό ήτανε άλλο, ήτανε η πλακωτή πίτα. Δηλαδή ήθελα ζυμώσουνε ένα ζυμάρι πάντοτε με προζύμι, ό,τι γινότανε, γινόταν με προζύμι. Να ζυμώσουνε ένα ζυμάρι με προζύμι να βάλουνε μέσα κανέλα, μαστίχα, κοπανισμένα γαρίφαλα. Κανελογαρίφαλα, κοπανισμένα όλα, μαστίχα λίγο λαδάκι και να ζυμώσουν ένα ζυμάρι. Να το βάλουν σ’ ένα τεψί… η μάνα μου είχε ένα τεψί και μας έλεγε: «άκου το τεψί της πίτας φυλάξετε», γιατί το είχε μετράδι. Ήξερε πόσο θα βάλει εκεί μέσα, πόσο θα φουσκώσει και πόσο θα γίνει ύστερα… να το φτιάξει. Βάζανε λοιπόν αυτό το τεψί στο φούρνο και όταν ψηνότανε το δοκιμάζανε είναι ψημένο; Ήθελα ‘χουνε το πετιμέζι να το περιχύσουνε από πάνω όλο, πολύ πετιμέζι να το βάλουνε πάλι στο φούρνο που να ‘ρθει να ζουμωθεί το πετιμέζι με το υλικό το ψημένο για να το παρουσιάσομε τη Καθαρή Δευτέρα, γιατί έχουμε και την Καθαρή Δευτέρα τι γλυκό θα παρουσιάζαμε; Το παρουσιάζανε λοιπόν αυτό το γλυκό. Της Τυροφάγου ήτανε το αποκορύφωμα της αποκριάς, να παίξουνε πάλι παιχνίδια, στο τέλος εβάνανε ένα σαρίκι στο κεφάλι τους τύπου σαρίκι μια πετσέτα να την εδέσουνε να πειράζουνε ο ένας τον άλλον και να ‘χουνε ένα όμορφο κέφι παρέες, παρέες. Όλες οι παρέες δηλαδή σάμπως τις βλέπω μπροστά μου έτσι δα περνούσανε με συγγενικά πρόσωπα με κουμπάρους με νονούς. Έτσι λοιπόν με τη δύναμη του Θεού να φύγω από την Τυροφάγου να ξημερώσουμε την Καθαρά Δευτέρα. Το αποκορύφωμα ήταν η Καθαρά Δευτέρα. Ήθελα να σηκωθούμε νύχτα να πλύνουμε πάλι όλα τα πράγμα τα με το αλουσόνερο, και μετά ε! τώρα που θα πάμε; Πάμε στη θάλασσα. Αυτό που είναι ο Άγιος Νικόλαος εδώ στο Ρέθυμνο από αυτού μέχρι και πέρα το Κουμπέ ήτανε όλο βράχια. Δεν ήτανε αυτά τα ξενοδοχεία που είναι σήμερα. Και ήθελε να πάνε παρέες, παρέες να πάνε στη θάλασσα να έχουνε όμως ετοιμάσει, παπούλες, λουμπίνους, ελιές, να πει η μαμά μου από την Κυριακή «α!! μωρή τα κουκιά να βάλουμε στο νερό», βρεχτοκούκια, φασόλες βρεγμένες, ρεβύθια. Να τα βάλουν όλα αυτά, να τα πάρουν αυτά να πάρουν ελιές να στρώσουνε κουρελούδες απάνω στα βράχια απάνω στο ίσιο μέρος να βγάλει η καθεμιά παρέα το τι είχε κάνει. Πολλοί αν έτρωγαν λάδι έκαναν ντολμαδάκια. Εμάς η μαμά μου αφού είχε αναμμένο το φούρνο έβανε πατάτες στο φούρνο, κρεμμύδια, μελιτζάνες και τα ‘κανε όλα αυτά ψητά. Που τα ‘βανε όμως, στο τηγάνι που σου λέω για να μη τα βάνει μες στη στάχτη τα βανε μέσα στην τηγάνα αυτή να τα βάλει οφτά που να τα ‘χουμε την Καθαρή Δευτέρα μαζί μας να βάλουμε αλάτι και λεμόνι ή ξυδάκι να το τρώνε. Να πάμε λοιπόν στην Καθαρή Δευτέρα να αρχίσουνε. Να φωνάζει ο ένας να φωνάζει ο άλλος παρέες, ελάτε από ‘δω ελάτε από ‘κει. Εμένα ο πατέρας μου πήγαινε πάρα πολύ νύχτα για να βγάλει αχινούς και πεταλίδες. Κι ήθελα πάνε να πάρουνε ένα από τη παρέα από βραδύς να του πει το πρωί θα πάμε να βγάλουμε αχινούς και πεταλίδες. Να πάμε. Και όταν πήγαιναν οι παρέες να γυρίζει σε όλες τις παρέες να δίνει αχινούς και πεταλίδες. Αχινούς πολλούς γιατί η πεταλίδα ήτανε μικρή, ήτανε δύσκολο στο βγάλσιμο της. Ενώ όμως ο αχινός τον βουτάς τον βγάνεις. Μα τον ανοίγουνε αυτοί οι πιτίδιοι και να ‘χουνε ένα κουβά μπροστά τους να πετούνε τα τσόφλια και ένα άλλο κύπελο, να βάλουνε αυτό να πούνε την αχινοσαλάτα. Ο μπαμπάς μου να πάει να βγάλει ένα καλάθι, μισό κοφίνι αχινοί και να αρχίσει να μοιράζει σ’ όλες τις παρέες. Να τον εκερνάνε να φέρνει παρεές στη δικιά μας παρέα. Να παίζανε το «γάιδαρο», δηλαδή να ντυνότανε κάποιος με ρούχα παράξενα να ‘βανε μια περικεφαλαία και από μέσα να γκανίζει. Εκεί πάλι να κάναμε άλλα. Ο γάιδαρος πήγαινε στις παρέες και πείραζε. Τον φωνάζανε. «Βρε! Όξω από το γάιδαρο», «βρε! Το νου σας το γαϊδούρι θα περάσει», να πάει αυτός να κάνει πως τσαλαβουτάει κοντά τσι γυναίκες να πάει να τις πειράζει, «ουστ», γκάνισμα, να γκανίζει αυτός να περνάει η μέρα. Ήτανε όμως και λυρατσίδες. Οι παλιοί λυρατσίδες τσι Ρεθύμνης ήτανε εκεί, γιατί όλο το Ρέθυμνο μαζευόταν εκεί. Στα χωριά που δεν μπορούσανε να κατεβούνε στην θάλασσα πηγαίνανε πάλι παρέες, παρέες και αν υπήρχε μεγάλη αυλή στρώνανε τραπέζια απέραντα. Μέσα στην αυλή «άντε έλα εδώ, ελάτε από ‘δω»και να ‘χουνε πάλι ‘κείνοι τη δικιά τους παρέα αλλά οι λυρατσίδες ούτε λεφτά παίρνανε εκείνη την ημέρα ούτε τίποτε. Το σαντούρι, το ούτι, θυμάμαι δύο σαντούρια – σαντουρτσίδες και θυμάμαι και το ούτι. Σκέψου ότι το ούτι το πούλησε αυτός που το είχε για τέσσερα κιλά αλεύρι. Από την πείνα της κατοχής με τα παιδιά του δεν είχε τι να κάνει και το πούλησε για τέσσερα κιλά αλεύρι. Μάλιστα τότε ήτανε οι οκάδες και του δώσανε τέσσερις οκάδες αλεύρι και έδωκε το ούτι. Όταν το έδωσε μόνο που δεν λιποθύμησε από το κλάμα, γιατί ήταν η ζωή του αυτό, το ‘φερε απ’ τη Μικρά Ασία. Αλεξίου με το όνομα λεγότανε, το ‘φερε από τη Μικρά Ασία, ήτανε δηλαδή η πνοή του, ήτανε οι παρέες του και εδώ πηγαίνανε αυτοί οι άνθρωποι και παίζανε. Εάν δεν είχανε που να πάνε να παίξουνε ερχόταν στα σπίτια. Αφιλοκερδώς, χωρίς λεφτά, μόνο και μόνο για παρέα. Να αφήκουν τσι γυναίκες τους και εκεί να πάνε στην μία παρέα στην άλλη παρέα ούτως ώστε να δημιουργηθεί ένα πράγμα και λες, «μα Παναγία μου με τους αγγέλους μιλάμε;». Ένα γέλιο όμορφο χωρίς παρεξηγήσεις χωρίς να πετάξουνε κουβέντες να προσβάλουνε. Βέβαια δεν έπαυαν τα κρητικά κοτσάκια με τους Μικρασιάτες. Αλλά ύστερα όμως ζήλευαν τσι παρέες μας και ερχόταν και ‘κείνοι. Ο μπαμπάς μου ήτανε πολύ καλοδεχούμενος, πάρα πολύ. Ψωμί να μην είχε να φάει ο ξένος έπρεπε να φάει στο σπίτι μας. Τίποτα να μην είχε ήθελα πάει να το χρεωθεί όχι θα έρθουνε οι ανθρώποι, λεφτά δεν έχουμε θα πάμε να χρεωθούμε βερεσέδες είναι, που λέει η κουβέντα. Όλοι τον αγαπούσανε γιατί είχε έρθει δύο φορές στην Κρήτη. Το ’14 και το ’22. Και τέλος πάντων δεν ήταν και κακός άνθρωπος ξορισμένος ήτανε ξεριζωμένος ήτανε αλλά ήτανε πολύ καλοδεχούμενος. Προτιμούσε να φάει ο ξένος παρά να φάνε τα παιδιά. Προτιμούσε να φάει ο ξένος να κοιμηθεί ο ξένος να περάσει ο ξένος καλά και τι να κάνουμε παιδιά μου μας έτυχανε οι ανθρώποι. Έκανε βέβαια την κουβάνια του έκανε τον προορισμό του και αυτός και η μαμά μου να κουράζεται πολύ με τα διάφορα. Να ανοίγει πίτες να ανάβουνε φούρνο όχι πήγαινε στο φούρνο να δεις το φαί, όχι πήγαινε να δεις το φούρνο να δεις το γλυκό να δεις ετούτα. Οι ελιές στο τηγάνι ήτανε το κάτι άλλο. Να βάλουνε το λάδι να κάψει και να βάλουνε ελιές μέσα λίγη ντομάτα μια πιπεριά και να πίνουνε κρασάκι και να λένε τι είναι τούτο. Αυτά μας θρέψανε κοπέλα μου αυτά μας ζήσανε. Οι απόκριες ήτανε πολύ όμορφες παλιά, ξέρεις γιατί; η φτώχεια ενώνει τον κόσμο. ………..Ο νταβάς σου έδινε νότα για τραγούδι και χορό, και τα κουτάλια. Άλλος έπαιζε τα κουτάλια άλλος έπαιζε το τεψί αλλά το γούστο το πολύ το είχαν τα διάφορα παιχνίδια που ήτανε πια αποκαμωμένοι από το φαγοπότι από τις ρακές διάφορα….όταν λοιπόν αφού κάναμε εκείνο το χοσάφι και το κρύβαμε, την Καθαρά Δευτέρα το απόγευμα αντί για καφέ ήθελα βάλουνε στο φλιτζάνι από ‘κείνο να λέει η μαμά μου «για δε έχομε και το χοσάφι, βάλε μας». Να το ζεστάνουνε πάλι να τους βάλουνε από μια φλιτζάνα να το πιούνε και να κάτσουνε. Το βράδυ όμως, την Καθαρά Δευτέρα το βράδυ με τα διάφορα νηστίσιμα ε κάπου δηλαδή…. Και ήθελα κάμει η μαμά μου τραχανά σαρακοστιανό τον λέγαμε νηστίσιμο τον κάναμε το καλοκαίρι, να βράσει πιπεριές, κρεμμύδια, σε ένα μεγάλο καζάνι σε ένα μεγάλο τσικάλι ας πούμε να βράσει πιπεριές πολλές κρεμμύδια ντομάτες και πατάτες να τα βράσει να τα βράσει και μετά να τα περάσει από μύλο και ‘κείνο το υλικό το ζύμωνε με προζύμη πάλι και γινόταν ο τραχανάς. Να το κόψουμε κομμάτια, κομμάτια να τ’ απλώσουμε στον ήλιο στο σεντόνι να βάλομε ένα μεγάλο σεντόνι να τα απλώσουμε εκείνα τα κομματάκια στον ήλιο. Κι όταν ξεραινόντουσαν λίγο ήθελα τα τρίψομε ψιλά, ψιλά να τα κοσκινίσομε και το αλευράκι που έπεφτε απ’ αυτά να είναι ο τραχανάς μας ο νηστίσιμος. Και την Καθαρά Δευτέρα το βράδυ ήθελα πει «βρε να κάνομε ένα τραχαναδάκι; Ο!!!! κάνετονε». Να κάνομε ένα τσουκάλι τραχανά να σηκώσουν όλα τα πράγματα από τραπέζι και να βάλουν από ‘να πιάτο τραχανά και μια ρακί γιατί ο τραχανάς δεν πάει με το κρασί, μωρέ με το κρασί παν τα πάντα και ο μπαμπάς μου αγαπούσε το κρασάκι και έλεγε άμα δεν είχε καλό μεζέ «δε βαριέσαι μουστάκι μεζέ». Κι ήθελα στρίψει το μουστάκι του κι ήθελα μας επεί «μουστάκι μεζέ». Να πιούνε ‘κείνο τον τραχανά οι ανθρώποι να τα σηκώσουμε πάλι όλα και να βγάλει ύστερα, γιατί ζυμώναμε σταφιδόψωμα, νηστίσιμα κι αυτά. Ούτε λαδάκι μέσα ούτε τίποτα σταφίδες στο ζυμάρι που ζυμώναμε το ψωμί ήθελα κρατήσει ή μαμά μου κάνα δυο οκάδες από ‘κείνο το ζυμάρι σταφίδες είχαμε μπόλικες και να βάλει σταφίδες μέσα να κάνει μικρά, μικρά σταφιδόψωμα να τα βγάλομε τότε κι αν περισσεύανε να τα ‘χομε όλη τη βδομάδα. Ύστερα άλλο γλυκό την Καθαρά Δευτέρα είχαμε τις σταφίδες τα σύκα μουσταλευριά ξερή και τα ρατσέλια. Τα ρατσέλια τα έφτιαχναν όταν έφτιαχναν το καλοκαίρι το πετιμέζι κι ήταν πια η ώρα να το κατεβάσουνε, το κατεβάζανε τελειώνανε. Παίρνανε μέρος του πετιμεζιού το ξαναβάζανε στη φωτιά και βάνανε μέσα κυδώνια, μελιτζάνες, συκαλάκι, και κάτι κουλουράκια τα κάνανε επί τόπου και τα βάνανε μέσα και βράζανε όλα αυτά και αυτά τα έβαναν ιδιαίτερα από το πετιμέζι που χρησιμοποιούσανε και την Καθαρά Δευτέρα έλα μωρέ να βγάλουμε ένα κομμάτι «ρετσέλι». Το συκαλάκι τι ήτανε, το καλοκαίρι δε πέφτουνε ορνές απ’ τσι συκές; Ο μπαμπάς μου τα μάζευε και τα έβανε στον ήλιο και ξεραινότανε. Όταν τους χρειαζότανε τον καιρό που θα έβγαζαν το πετιμέζι τα μάζευε τα ξερά τα έπλενε καλά, καλά, καλά και τους έκανε κάτι τρυπούλες. Αυτό το πράγμα το βάνανε μέσα στο πετιμέζι. Δεν μπορώ να σου πω τι ήτανε μ’ αυτά μεγαλώσαμε, αυτά ήταν τα γλυκίσματά μας. Αυτά τα βγάναμε όλα την Καθαρή Δευτέρα. Μαζί με τα νηστίσιμα που προείπα τις πατάτες τούτα ‘κείνα που είπα το χταπόδι δε ήτανε το απαραίτητο. Γιατί ανάβανε πάλι φούρνο ή τζάκι. Ήθελα πετάξει ο μπαμπάς μου δύο χταπόδια μέσα στο τζάκι σ’ αυτήν την τηγάνα όπως σου είπα να ‘ρθει να μολοψηθεί. Το τηγάνι το βάζε πάνω στα κάρβουνα για να μη λερωθεί το χταπόδι και το μεταγύριζε και σκάλιζε τη φωτιά από κάτω. Το παρουσιάζαμε με ούζο στην αρχή ή ρακί ή κρασί. Τώρα γαρίδες και τέτοια δε θυμούμαι να παίρνανε. Εγώ αυτά που σου διηγήθηκα ήταν αυτά που σήμερα κλείνω τα μάτια μου και τα βρίσκω μπροστά μου, στις όμορφες απόκριες. Απάνω λοιπόν στο ζενίθ της αποκριάς ήθελα βγει μια γριά στη μέση και να λέει (τραγουδιστά),
«τώρα είναι απόκριες
που χορεύουν κι οι γριές,
μια γριά ασκημομούρα
στραβοκάνα και καμπούρα
– όχι εγώ βέβαια –
άντρα ήθελε η καρδιά της
για να δει στην αγκαλιά της
τα κορίτσια την ακούσαν
και την επεριγελούσαν
μωρ’ γριά μωρ’ ζαρωμένη
δεν εντρέπεσαι καημένη
άμα θες να κατουρήσεις
στο ντουβάρι να ακουμπήσεις
κι άμα θες και για να κλάσεις
στο ντουβάρι ακουμπάς.
«τι να αυτά που με λέτε μωρή;
Εσείς τα ξέρετε ούλα»
να ψυχομαχώ στο στρώμα
άντρα θα ζητώ ακόμα».

Αφήστε μια απάντηση