ΑΠ’ΟΣΑ ΘΥΜΟΥΜΑΙ

ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΡΕΘΥΜΝΟ

 

Όπως έλεγα προχθές, πήγαμε με το μακαρίτη Γιωργάκη Λάριο στο
πέραμα.
Αμα φθάσαμε, μας ρώτησε λίαν φιλοφρόνως : «που θέλαμε να μας ε-
φκαιρέσει»
Ο συνοδός μου, ήτο Αθηναίος ευτυχώς, δεν κατάλαβε το φιλοφρόνημα.
Ο Γιωργάκης παρομοίαζε το αμάξι του , με καρό του Δήμου και μας, για
ανάλογο περιεχόμενο που ήθελε να δει πού προτιμούσαμε να μας
«φκαιρέσει».
Δεν ήτο δύσκολη η εκλογή γιατί ολο και όλο ήτο ένα μαγαζάκι, δεξιά ως
μπαίνομε στο χωριό Περαμα. Εκεί κάθονται 2-3 άνθρωποι και κλαίγαν
τη μοίρα των γιατι εκείνη τη νύχτα μετετέθησαν» «αι Αρχαί» στο
Πάνορμο.
Ητο πράγματι ένα περίεργο φαινόμενο με τις αρχές του Μυλοποτάμου
της μεγαλυτέρα Επαρχίας του Νομού.
Στο Μελιδόνι ήτο η υποδιοίκησης Χωρ/φυλακής και το Αγρονομείο.
Στο Πάνορμο, όλες οι άλλες.
Στο Πέραμα την ημέρα παρουσιάζετο κάποια κινησις. Αμα νύκτωνε
ομως οι Γραμματικοί του Ειρηνοδικείου, οι δικηγόροι, οι
συμβολαιογράφοι και οι διάφοροι μαγαζάτορες, έφευγαν και πήγαιναν
στα χωριά των .
Οικογένειες δεν υπήρχαν περισσότερες από 2-3 και έτσι έμενε ο
Ειρηνοδίκης μόνος.
Επειδή φαίνεται πως δεν είχε διάθεση να γίνει ασκητής ίσως να
φοβόταν και το βράδυ τα φαντάσματα. Έκανε κάθε μέρα και από μια
αναφορά μετα δακρύων ισχυριζόμενος μεταξύ των άλλων και ότι τον
τρέλαιναν οι πυρετοί και έτσι η προϊσταμένη του Αρχή τον λυπήθηκε
και διατάγματος διέταξε την μεταφορά της έδρας εις το Πάνορμο.
Επειδή όμως εφοβάτο πως θα το κακοποιούσαν οι περίοικοι εν μια
νυκτί και μόνη «αντιστάσεως μυούσης» εφόρτωσε το αρχείο σε ένα

μουλάρι και έφυγε, χωρίς κανείς να πάρει «μυρωδιά» αφού αλλως –
ως είπαμε – το Πέραμα τη νύκτα ήτο ακατοίκητο.
Την επόμενη λοιπόν μέρα – μέρα πένθους βρέθηκα εκεί. Θλίψις και
κατήφεια κατείχε τους ενδιαφερομένους. Με τα χρόνια, τα πράγματα
αποκαταστάθηκαν. Όταν σήμερα βλέπω το Πέραμα που είναι μια
ωραία Κωμόπολης. Όταν βλέπω την εμπορική της ζωή την τόση κίνηση
την συγκέντρωση των επαγγελματιών. Όταν βλέπω την τόση
συνεταιριστική κίνηση και πρόοδο τη τόση πυκνή και φθηνή
συγκοινωνία. Δεν πιστεύω στα μάτια μου. Γιατί ξέχασα να σας πω ότι ο
Γιωργάκης εζήτησε κι έλαβε για να μας «φορτώσει και ξεφορτώσει ένα
χρυσό ναπολεόνι.
Επιμένω πώς δεν έχουν δίκιο οι γκρινιάρηδες».

«ΕΝΑΣ ΠΑΛΑΙΟΣ»
Εφημ «ΤΟ ΒΗΜΑ»
22/11/1953

Αφήστε μια απάντηση