ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΚΑΙΡΟΥ

 

 

ΑΗΒΑΣΙΛΙΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Του Δικηγόρου +  Μιχ. Παπαδακη

Πολλές φορές συλογούμαι, πως άλλοι καιροί ήταν τότες που ήμουν παιδί. Όχι οι σημερινοί με τις πολλές σκοτούρες της μιζέριες και τις στενοχώριες τους.  Γιατι, κατά το φανή, η ζωή ήταν πιο απλή χωρίς πολλές ανησυχίες, χωρίς πολλές επιδιώξεις. Λίγοι φεύγανε από το χωριό μου για τέχνες και λιγότεροι για σχολεία. Οι άλλοι πέφτανε στο ΄Αγιο χώμα της Κρήτης, το δουλεύανε και κείνο τους έθρεφε φιλόστοργα. Τα παιδιά διαδέχονται τους πατεράδες στα χωράφια στ’ αμπέλια, στα πρόβατα, έκαναν κι αυτά δικά τους, κ η  βιβλική ζωή συνεχιζόταν μέχρι που φτάσομε στις τραγικές μέρες τις δικές μας.

Γι’ αυτό και το κέφι, όταν ερχόταν η ώρα του, ήταν άφθονο, αυθόρμητο και άδολο.

Μα τα Σαββατοκύριακα της Τυρινής ήταν πάνδημο πανηγύρι. Γέροι, γριές, φτωχοί και πλούσιοι, άνθρωποι αμίλητοι τον άλλον καιρό, κι άλλοι που δεν τους είδα να γελάσουνε ποτές, γίνονταν αγνώριστοι. Φώναζαν, τραγουδούσαν, ντυνόντουσαν μασκαράδες και η τελευταία Αποκριά , η καθαρή Δευτέρα  και πολλές φορές και η καθαρή Τρίτη, περνούσαν με όλο χωριό στο πόδι του γλεντιού και της χαράς.

Και κείνου του χρόνου οι Απόκριες πέρασαν όπως κι άλλες. Μόνο εμείς στο σπίτι μας, είχαμε πένθος  λίγος καιρός ήταν που είχε πεθάνει ο Πατέρας της Μητέρας μου, που ήταν από άλλο χωριό, κι έτσι δειπνήσαμε το βράδυ της Τυρινής, κάναμε και απόδειπνο, ύστερα το σταυρό μας, και κοιμηθήκαμε, ακούγοντας το μακρινό αντίλαλο της αποκριάτικης κραιπάλης που έκαναν οι χωριανοί μαζεμένοι στο κάτω Αλετριβιδιό, που ήταν ευρύχωρο και τους χωρούσε όλους, για το χορό και για τα αστεία παιχνίδια της βραδυάς.

Το πρωί που ξυπνήσαμε, δε γινότανε βέβαια ο θόρυβος της νύχτας, μα παλι δεν είχε πάψει ολότερα. Στη μεσοχωριά ακουγόταν λύρα που έπαιζε και μαντινάδες.

Κι εγώ με τον πατέρα μου, πήγαμε στο αμπέλι μας, που είναι απέναντι στο χωριό, Σκουτάρα λένε το κατατόπι. Εκείνος, ενας ωραίος άντρας, ψηλός και λεβέντης, πιο ωραίος απ’ ‘ολους τους χωριανούς, που κι αυτοί ήσανε σπάνια δείγματα Κρητικής ράτσας έκανε δουλειά. Εμένα με πήρε προφανώς για να μην ανησυχώ στο σπίτι να υπερυφανευόμουνα γιατι πίστευα πως ήμουνα μεγάλος και πήγαινα να τον βοηθήσω.  Ετσι όπως είμαστε απασχολημένοι, ο πατέρας μου με τη δουλειά, κι εγώ με το παιχνίδι που έκανα με μερικά αρνάκια που είχαμε εκεί  είδαμε στην έξοδο του χωριού μας στον κεντρικό δρόμο που είναι εξω από τη βυζαντινή εκκλησία του αγίου Νικολάου, μερικούς χωριανούς μας πεζούς που λυροπαίζανε και τραγουδούσαν, κι είχανε στη μέση τους καβαλάρη, σ’ ένα μαύρο γάϊδαρο μεσοψοφισμένο από την κακοπέραση, επίσης ένα χωριανό μας, που τραγουδούσε κι αυτός φώναζε. Ο γάιδαρός του, παρά την κακοπέραση και την αδυναμία του, έτρεχε και χλιμιντρούσε και καμιά φορά κατάβαλε προσπάθεια ακόμη και να γκανίσει.

Αυτός ο χωριανός μου, ο καβαλάρης λεγότανε Καμνής. Νύχτα έφευγε από χωριό και νύχτα γύριζε. Είχε οικογένεια και παιδιά, μια μέρα δεν τα είδε ποτές. Δούλευε ολο στα χωράφια, κι ολομόναχός του.

Δώδεκα χρόνια εδαπάνησε για να χρίση έναν τοίχο  σ’ αμπέλι του και τώρα φαίνεται σαν το Κυκλώπειο τεύχος. Κι άλλες πολλές δουλειές

έχει κάνει, ελαιόδεντρα εχει φυτέψει, σπιτάκια έχει οικοδομήσει σ’ ερημιές που είχε περιουσία, κι όλα θα φαίνονται στον αιώνα τον άπαντα .

Ο Καμνής, ήταν ο άνθρωπος στο χωριό, που ζούσε μόνο με τον εαυτό του. Καμιά παρέα ούτε και κουβέντα έκανε ποτέ στη ζωή του, οξω από τον χαιρετισμό του θεού.

Τούτος λοιπον ο παράξενος χωριανός περνούσε το πολύ πρωί της καθαρής Δευτέρας, από τη μεσοχωριά και πήγαινε κάπου να δουλέψει. Μα εκεί του έτυχεν ο πειρασμός. Οι χωριανοί που ξενυχτίσανε στο γλέντι, τον αιχμαλωτίσανε μαζί με τον γαϊδαρό του, τους βάλανε μέσα σε ένα καφενείο και τους πότισαν άφθονο κρασί. Στου ζώου το στόμα έβαλαν με ένα χωνί και το θαύμα έγινε. Ο αμίλητος Καμνής, φώναζε τώρα χαρούμενα προσπαθώντας να τραγουδήσει, πανω στο γάιδαρο καβαλάρης και το υποζύγιο του πήρε δυναμη και ζωή από το πιοτό, ξύπνησαν τα νεύρα του, θυμήθηκε παλιές καλές μέρες και από κει που ήτανε ψόφιος, τώρα χλιμιντρούσε κι έτρεχε και τα πόδια του μπέρδευε τόσο που θα ρίχνανε το αφεντικό τους, αν δεν τον κρατούσαν οι συνοδοιπόροι τους.

Σ ’αυτό το σκηνικό η παρέα, στο αμπέλι μας, στο γάιδαρο του Καμνή ήσαν φορτωμένοι εκτός από αυτόν μεζέδες και κρασί. Σκόλασαν τον πατέρα μου από τη δουλειά, που πολύ αστείο του φάνηκε το θέαμα του Καμνή και του γαιδάρου του, κι άρχισεν εκεί το φαγοπότι.

Σιγά – σιγά μαθεύτηκαν από στόμα σε στόμα τα γεγονότα του αμπελιού μας, κι έφταναν οι χωριανοί με φαγιά και πιοτά πατείς με πατώσε , ώστου μαζεύτηκαν όλοι, κ και μέσα σε μια όμορφη και γλυκιά λιακάδα, και σε απέραντη χαρά και αγαλίαση. Ετσι άνοιξαν εκείνο το χρόνο την Σαρακοστή με αδιάκοπο γλέντι. Ήταν το πρώτο και το τελευταίο όμως του Καμνή.

Το πρωί της Καθαρής Τρίτης  πήγε να πάρει το γάιδαρο του να πάει στην εξοχή μα τον βρήκε ψοφισμένο. Το πιο λιτοζώητο και πιο  βολικό ζώο της οικουμένης που απέραντες πείνες και κακοπεράσεις μοιράστηκε με τον αφεντικό του χρόνια και χρόνια, τώρα ήταν νεκρό.

Σαν το έμαθαν οι χωριανοί και σήκωσαν τον γάιδαρο να τον πάνε στο ρυακί τη Λυνές, να τον πετάξουν να μην βρομέσει το χωριό. Και καθώς τον μετέφερναν συλλογισμένοι και οι άνθρωποι σαν να τον κλαίγανε, ο Θείος μου ο Ηλίας ενας έξυπνος χορατατζής όταν έπινε λίγο κρασί (γιατι το πολύ τον χαλούσε), τους έκαμε κι έσκασαν στα γέλια γιατι αποδίδονταν πως έκλαιγαν του γάιδαρο και τους παρορούσε: Ούλοι μας θα ποθάνωμε κανεις δεν απομένει ο γεις τον άλλον κλαίμενε οι κακομοιριασμένοι.

«ΤΟ ΒΗΜΑ»

Κυριακή 15 Μαρτίου 1959

Αφήστε μια απάντηση