ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΑΡΩΜΑ

Όταν άκουσα τη διήγηση της κυρίας Βασιλείας Καζαβή, είχα μεταφερθεί σε ‘κείνη την εποχή της δικιάς της αθωότητας και παιδικότητας, τότε που οι αποκριές είχαν διαφορετική μορφή και άρωμα από τις σημερινές. Ξεκινήσαμε να ταξιδεύουμε σ’ αυτήν την εποχή από την Τσικνοπέμπτη και φτάσαμε μαζί να ξεδιπλώνουμε μέσα από θύμησες αλλιώτικες, μαγικές, όλη την περίοδο των αποκριών μέχρι και την Καθαρά Δευτέρα.
Την Τσικνοπέμπτη τα σπίτια ήταν έτοιμα, καθαρά να υποδεχτούν τους ξένους. Τα γλυκίσματα εκείνη την ημέρα ήταν συγκεκριμένα, γαλακτομπούρεκο και γιαουρτόπιτα. Φυσικά το φαγητό ήταν κρέας και το πρώτο πιάτο έπρεπε να φύγει στο γείτονα ή σε κάποιον που ήξεραν ότι έχει ανάγκη. Εκτός από το ψημένο φαγητό θα έδιναν και άψητο για να ψήσει η οικογένεια ακόμα μία φορά. Και όπως μου είπε: «Της Τσικνοπέμπτης το φαί και της Μεγάλης Πέμπτης και την ημέρα της Λαμπρής στους ουρανούς ευρέθη».
Οι συγγενείς και οι φίλοι που φτάνουν στο σπίτι έχουν φορέσει την καλύτερη τους διάθεση, παρόλο την οικονομική ανέχεια της εποχής και αρχίζουν ένα όμορφο γλέντι, με μουσική και τραγούδια της Μικράς Ασίας αλλά και κρητικές μαντινάδες με γεμάτες πειράγματα που όμως δεν πρόσβαλαν κανέναν και έφερναν ένα γέλιο αυθόρμητο και ξένοιαστο. Ξεχνούσαν όλα τα προβλήματα και το κέφι και η φιλοξενία του σπιτονοικοκύρη έδινε στους καλεσμένους την αίσθηση της άνεσης και τη οικειότητας. Η μουσική ερχόμενη από το νταβά (ταψί) και τα κουτάλια έδινε το ρυθμό στα τραγούδια των καλήφονων της παρέας και ο χορός δε σταματούσε. Το τραπέζι ήτανε συνέχεια στρωμένο με μεζεδάκια και το απαραίτητο κρασί.
Όταν σταματούσαν το τραγούδι άρχιζαν τα παιχνίδια. Συνήθως καθόταν κάτω στις κουρελούδες με τα γόνατα ή οκλαδόν και παίζανε τη «σαλάτα» ή τις «τυφλόμυγες». Για να ξεκουραστούν από τα γέλια και τα χωρατά τραγουδούσαν και έπαιζαν «το πως το τρίβουν το πιπέρι» και «….έλα βρε Χαραλάμπη να σε παντρέψουμε..», σαν διάλλειμα των προηγούμενων παιχνιδιών. Ανάμεσα σ’ όλα αυτά κάποιοι ντυνότανε μασκαράδες. Η πιο συχνή μεταμφίεση ήταν τούρκοι με γιαταγάνια – ότι δηλαδή τους πονούσε πιο πολύ το διακομοδούσαν. Όταν η νοσταλγία για την πατρίδα ερχόταν σε κάποιους από την παρέα έφερνε και δάκρυα αλλά ξεπερνιόταν πολύ εύκολα.
Κάπως έτσι ξημερωνόταν οι παρέες. Αλλά ανάμεσα σε όλα αυτά οι νοικοκυρές δε ξεχνούσαν να βάλουνε στάρι στο νερό για να ετοιμαστούν τα κόλλυβα του Ψυχοσάββατου. Από αυτήν την διαδικασία έκαναν και ένα ρόφημα το «χοσάφι» το οποίο το διατηρούσαν ζεστό, το ανανέωναν συνεχώς και θα έπιναν οι επισκέπτες τις μέρες αυτές.
Έτσι κάπως περνούσανε και την Κυριακή της Κρεοφάγου, μαζευόταν πάλι οι ίδιες παρέες αλλά και οποιοσδήποτε άλλος ήταν καλοδεχούμενος. Το ιδιαίτερο γλύκισμα της ημέρας ήταν το κυδώνι με γιαούρτι. Την επόμενη μέρα οι νοικοκυρές έπλεναν τα πιάτα με αλουσόνερο για να καθαριστούν από το κρέας που από εκείνη την ημέρα δεν θα ξαναέτρωγαν μέχρι το Πάσχα.
Η εβδομάδα της Τυροφάγου είχε τη δικιά της διαδικασία. Η ρυζόπιτα ήταν απαραίτητη την ημέρα αυτή. Τα άλλα φαγητά ήταν τα «τουτουμάκια» από ζυμάρι με τυρί, τα «κουρκουμπίνια» επίσης με τυρί. Ένα άλλο χειροποίητο ζυμαρικό ήταν το «μάτσι» κάτι σαν τις δικές μας χυλοπίτες. Και πάντα τελείωναν με ένα γλυκό που στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν η «πλακωτή πίτα». Η ζύμη της ήταν απλή αλλά πολύ νόστιμη.
Την Καθαρά Δευτέρα πήγαιναν όλοι στη θάλασσα με τα σαρακοστιανά τους. Από πολύ νωρίς κάποιοι πήγαιναν για να βγάλουν πεταλίδες και αχινούς και όταν μαζεύονταν οι παρέες τα «κερνούσαν», ή έφτιαχναν μια μεγάλη αχινοσαλάτα. Κάποια στιγμή εμφανιζόταν και «ο γάιδαρος», κάποιος δηλαδή με πολύ χιούμορ και φοβερή ετοιμολογία που πέρναγε από τις παρέες και έκανε διάφορα πειράγματα. Επίσης οι λυρατσίδες του Ρεθύμνου βρισκόταν εκεί και έπαιζαν αφιλοκερδώς εκείνη την ημέρα για όλες τις παρέες. Το απόγευμα που ήταν αποκαμωμένοι από το τρελό γλέντι των ημερών έπιναν από το «χοσάφι» που είχαν φτιάξει από την Τσικνοπέμπτη.
Κάπως έτσι περνούσαν εκείνες τις απόκριες, ξέφευγαν τελείως από τα καθημερινά τα τετριμμένα γινόταν όλοι μαζί μια όμορφη παρέα.

Εύα Λαδιά

Αφήστε μια απάντηση