ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΣΑΝ ΡΟΜΑΝΟ

 

 

Η Απόδραση

Ελλήνων Αξιωματικών, από το Στρατόπεδο αιχμαλώτων του ΣΑΝ – ΡΟΜΑΝΟ της Ιταλίας

 

Από τα απομνημονεύματα του Γιώργη Καρατζιά

 

 

Όλοι οι αιχμάλωτοι Έλληνες του Ελληνο-Ιταλικού Πολέμου μεταφέρονταν από το προσωρινό στρατόπεδο του Φριέρι της Αλβανίας, στην Ιταλία, νύχτα και μάλιστα αφέγγαρη, από το φόβο των υποβρυχίων των συμμάχων, στο στρατόπεδο της Σουλμόνας.

Μετά την επίθεση των Γερμανών και την συνθηκολόγηση της Ελλάδας, μεταφερθήκαμε σ’ ένα μικρό στρατόπεδο κοντά στην Νεάπολη. Καθ’ οδόν προς την Νεάπολη, εξοργισμένα πλήθη μας πετροβόλησαν κι έδειξαν εχθρικές διαθέσεις. Το σημειώνω αυτό, γιατί, όπως θα δούμε παρακάτω, στη Βόρεια Ιταλία, που τελικά καταλήξαμε, οι διαθέσεις του λαού της Βόρειας Ιταλίας προς τους αιχμαλώτους πολέμου ήταν διαμετρικά αντίθετες.

Από την Νεάπολη μεταφερθήκαμε βορειότερα και κλεισθήκαμε σ’ έναν πύργο μεσαιωνικό που λεγότανε «Ο Πύργος του Δεσπότη», κοντά στο χωριό Μοντάλμπο.

Ο πύργος ήταν κυκλικός, με εσωτερική κυκλική αυλή, τριώροφος, με ζωγραφιές στους τοίχους χοντροκομμένες και ακαλαίσθητες, που μύριζαν μεσαιωνική βαρβαρότητα. Σκηνές από τα κυνήγια των αρχόντων της εποχής εκείνης. Τον Λατιφουτίστα πάνω στο άλογό του να επιτηρεί τους δουλοπάροικους στις αγροτικές εργασίες, με σιδηρόφραχτους ιππότες, έτοιμους να κατασπαράξουν κάθε αταχούντα.

Η ζωή μέσα στο συρματογυρισμένο και σκοτεινό αυτό πύργο κυλούσε δίχως ελπίδα. Ανήμποροι στα χέρια του κατακτητή, γράμμα από τους δικούς μας δεν είχαμε! Τι θ’ απογίνουμε; Θα μας γυρίσουν στην πατρίδα ή θ’ απομείνουμε όμηροι των Ιταλών; Όλα αυτά τα ερωτήματα, μας έκαναν ανήσυχους.

Σε λίγο κατέφτασε από την Ελβετία ο Ερυθρός Σταυρός για να μας προσγειώσει! Και να μας παρηγορήσει, λέγοντάς μας που οι Ιταλοί αρνούνται να μας στείλουν στην πατρίδα μας!

Αργότερα ο Ερυθρός Σταυρός μας έστειλε από την Ελβετία μερικά Ελληνικά βιβλία. Τα περισσότερα γραμμένα σε μια γλώσσα δισκολοδιάβαστη, αρχαΐζουσα, μ’ ένα ανούσιο περιεχόμενο. Ευτυχώς, που, ανάμεσα σ’ αυτά, υπήρχαν και μια σειρά αξιόλογα βιβλία της εποχής του Διαφωτισμού. Βιβλία του Κοραή, ποιήματα του Κάλβου, υποθήκες του Σολωμού. Μέχρι σήμερα, ενθυμούμαι ζωηρά τους στίχους του Κάλβου: «Ποτέ εις την γην οι αθάνατοι, τους ληστές δεν αφήνουν ατιμώρητους». Η ρήση αυτή του Κάλβου, μας έδωσε ελπίδα πως οι τωρινοί ληστές του κόσμου θα γκρεμιστούν στα Τάρταρα.

Επίσης, οι στίχοι του Σολωμού: «Κλείσε μέσα την Ελλάδα και θα νοιώσεις κάθε μεγαλείο» μας έκανε υπερήφανους. Το φρόνημα και το «αγάπα για να ζήσεις, ζήσε για ν’ αγαπάς» μας έδωσε διάθεση και αισιοδοξία. Τα μεγάλα αυτά λόγια των μεγάλων ποιητών και λογίων της πατρίδας μας, μας κάνανε να σταθούμε όρθιοι, αισιόδοξοι και την πεποίθηση πως, τελικά η Νίκη θα είναι δική μας. Όλα αυτά ενεργοποίησαν την βούληση πολλών, για πάλη και μέσα στο στρατόπεδο.

Δεν μπορώ να μην αναφερθώ και σ’ ένα τραγικό γεγονός που συνέβη σ’ αυτό το στρατόπεδο. Κάποια μέρα έφεραν στο στρατόπεδό μας τρεις στρατιώτες Εγγλέζους αιχμαλώτους. Κάποια νύχτα ένας από αυτούς αποπειράθηκε να δραπετεύσει και οι Ιταλοί τον εκτέλεσαν «εν ψυχρώ».

Λέω «εν ψυχρώ», γιατί το πρωί που άνοιξε η πόρτα του πύργου και βγήκαμε στη συρματοφραγμένη περιοχή του πύργου, είδαμε τον άμοιρο Εγγλέζο να κείτεται νεκρός όχι έξω από το συρματόπλεγμα, μα ούτε και μέσα στο συρματόπλεγμα. Ολόκληρος μόλις ακουμπούσε στο συρματόπλεγμα. Άραγε, απροειδοποίητα τον δολοφόνησε κάποιος φανατισμένος φασίστας. Από αυτό το στρατόπεδο, μας μετέφεραν βορειότερα και συγκεκριμένα στο στρατόπεδο «San Romano» κοντά στην Πίζα. Εκεί μας βρήκε ο Γερμανo-Σοβιετικός πόλεμος.

Στο τέλος του βιβλίου αυτού υπάρχει η Νο 1 Φωτογραφία που δείχνει το Σιδηροδρομικό Σταθμό του SΑΝ RΟΜΑΝΟ. Πίσω απ’ αυτόν σε κάποια απόσταση ήταν το Στρατόπεδο όπου μας έκλεισαν.

Όλες τις φωτογραφίες που παραθέτω, τις έβγαλε ο Παντελής Σαββάκης, όταν μετά τον πόλεμο πήγε με την γυναίκα του στην Ιταλία ως Τουρίστας.

Το κτίριο που στεγασθήκαμε ήταν μοναστήρι, με αρκετούς τρόφιμους καλόγηρους. Το μισό κτίριο ήταν καλογερικό και το άλλο μισό μετατράπηκε σε στρατόπεδο αιχμαλώτων του πολέμου, καλά συρματοτριγυρισμένο, με πολλές γύρω – γύρω σκοπιές.

Η ζωή μας σ’ αυτό το στρατόπεδο καλυτέρευσε. Η διαμονή μας ήταν πιο άνετη και η διατροφή ικανοποιητική. Εκεί, όποιος το ήθελε, μπορούσε να ασχοληθεί για την εκμάθηση της Ιταλικής γλώσσας. Η διοίκηση μας προμήθευσε μέθοδο «άνευ διδασκάλου», γραφική ύλη και αρκετά ιταλικά βιβλία λογοτεχνίας, ανθρωπολογίας, ιστορίας, ακόμα και γεωπονίας.

Εγώ και πολλοί άλλοι, αρπάξαμε την ευκαιρία και αρχίσαμε ν’ ασχολούμαστε με τα Ιταλικά. Στο τέλος του 1942 μπορούσα να διαβάσω οποιοδήποτε Ιταλικό βιβλίο, με ελάχιστη χρήση Ιταλo-ελληνικού λεξικού. Επίσης μιλούσα την Ιταλική γλώσσα αρκετά καλά, μετέφραζα με ευχέρεια και έγραφα εύκολα. Ανάμεσα σ’ αυτούς που ασχολήθηκαν με την εκμάθηση της Ιταλικής γλώσσας ήταν και οι αγωνιστές που αργότερα, όπως θα δούμε, αποδράσαμε.

Μαθαίνοντας Ιταλικά ήρθαμε σε επαφή με τους φρουρούς μας που αργότερα μας βοήθησαν στην απόδραση.

Συνολικά στο Στρατόπεδο αυτό ήμασταν 33 Έφεδροι και μόνιμοι Αξιωματικοί οι περισσότεροι Ανθ/γοί και διμοιρίτες. Είχαμε ένα ταγματάρχη τον Βαρούχα Γεώργιο από την Κρήτη και 4 Λοχαγούς. Ονομαστική κατάσταση όλων των Ελλήνων Αξιωματικών Αιχμαλώτων με τον βαθμόν του καθενός να παρατίθεται στο τέλος του παρόντος βιβλίου.

Επίσης είχαμε και μερικούς Στρατιώτες που χρησιμοποιούντανε σε βοηθητικές υπηρεσίες (Μάγερας – Ράφτης κ.λπ.). Μέσα σ’ αυτούς και ο Στρατιώτης Πολιτικός Μηχανικός Κώστας Γεωργιάδης.

Τα πολεμικά και πολιτικά γεγονότα της εποχής εκείνης τα μαθαίναμε από το Ιταλικό ράδιο, κυρίως από τα στρατιωτικά δελτία ειδήσεων. Επόμενο ήταν να μην είχαμε αντικειμενική πληροφόρηση. Είχαμε μπει στο νόημα της παραπληροφόρησης των πολεμικών συγκρούσεων. Κάθε μικροεπιτυχία τους, αναγγελότανε με θριαμβολογία και ενθουσιασμό. Κάθε ήττα την ονόμαζαν τακτικόν αναγκαίον ελιγμόν για ευθυγράμμιση του μετώπου. Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και κομμένη την ανάσα, παρακολουθήσαμε την γιγαντομαχία στο Ανατολικό μέτωπο, που το 1942 αυτό ήταν και το μοναδικό μέτωπο πολέμου.

Οι σύμμαχοι σιωπούσαν ακόμα και προετοιμάζονταν. Όλοι είχαμε καταλάβει πώς η έκβαση τον τιτάνιου αυτού αγώνα θα έκρινε για πολλά χρόνια την τύχη ολόκληρης της ανθρωπότητας και τη δική μας. Όλοι σχεδόν πίστευαν πως ήττα της Σοβιετικής Ένωσης σήμαινε μακροχρόνιος καταστρεπτικός πόλεμος. Οι αριστεροί λέγαν ότι η Σοβιετική Ένωση τελικά θα νικήσει την Γερμανία. Τη θέση αυτή την αιτιολογούσαν ως εξής:

Μια που η Σοβιετική Ένωση έχει τέτοιο καθεστώς και οι Ρώσοι σαν έθνος στην διάρκεια της ιστορίας τους, επέδειξαν μεγάλη αγάπη για την πατρίδα τους, δεν πρόκειται να υποκύψουν και να δεχτούν την Γερμανική τυραννία. Και ο Μέγας Ναπολέων κατόρθωσε να μπει στη Μόσχα, τελικά όμως ηττήθηκε. Η ήττα του αυτή προκαθόρισε, κατά τη γνώμη μου και το Βατερλώ του.

Η δεύτερη γνώμη δειλά και καμουφλαρισμένη διατυπώνονταν ως εξής:

Άραγε θα μπορέσουν οι Σοβιετικοί να δαμάσουν την φοβερή στρατιωτική μηχανή, που σάρωσε την Ευρώπη στο άψε σβήσε;

Υπήρχε και ένας μικρός αριθμός που ενδόμυχα θα ήθελαν την νίκη της Χιτλερικής Γερμανίας. Έτσι εξηγείται δύο από το στρατόπεδό μας, να πάνε στη Βουλγαρία και ένας το 1942 να πάει στην Ελλάδα και μάλιστα να γίνει διερμηνέας των Ιταλών.

Υπήρχαν και μερικοί που δεν φανέρωναν την γνώμη τους περιμένοντας την ώρα να ιδούν προς τα πού θα κλείνει η πλάστιγγα. Καιροσκόποι παντού υπάρχουν. Σωστά ο Σόλων γι’ αυτούς που σ’ έναν πόλεμο ή σε μία εμφύλια διαμάχη σιωπούσαν, τους αφαιρούσε τα πολιτικά δικαιώματα, για πολλά χρόνια, για να μην απολαύσουν τα αγαθά της νίκης.

Από την Ελλάδα ελάχιστα μαθαίναμε. Στα μέσα του 1942 ήρθανε τα πρώτα μηνύματα για την αντίσταση του λαού μας ενάντια στους τρεις καταχτητές της πατρίδας μας.

Η αρχή της αντίστασης του λαού μας ενάντια στους καταχτητές της, η ηρωική άμυνα των Σοβιετικών στο Λένινγκραντ και η καθήλωση των Γερμανών μπροστά στη Μόσχα δημιούργησε στη δική μας αριστερή ομάδα και σε πολλούς άλλους αιχμαλώτους μεγάλη αισιοδοξία για την τελική έκβαση τον Πολέμου.

Μέσα μας ρίζωσε η πεποίθηση πως τελικά ο άξονας Ρώμη – Βερολίνο – Τόκιο, Θα συντριβεί. Από καιρό, μέσα στην ομάδα μας, άρχισε να καλλιεργείται η ιδέα μιας απόδρασης. Την εποχή αυτή αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε μια ομάδα αντίστασης, χτυπώντας κάθε ηττοπάθεια στο στρατόπεδο και παράλληλα να προκαλέσουμε στη Διοίκηση του Στρατοπέδου ένταση και ανησυχίες.

Έτσι σχηματίσαμε ένα τριμελές γραφείο. Επικεφαλής του γραφείου θέσαμε τον Πολιτικό Μηχανικό Κώστα Γεωργιάδη. Τα άλλα δύο μέρη ήταν ο έφεδρος αν/γός Πλούτσης Χάρης κι εγώ. Στο γραφείο ήταν και άλλοι όπως ο ράφτης, ο μάγειρας και άλλοι. Αφού στην ομάδα μας καλλιεργήθηκε αρκετά η ιδέα της απόδρασης, σε μια συνεδρία του Γραφείου, αποφασίσαμε να ετοιμάσουμε την απόδραση. Την πράξη αυτή την κατατάξαμε σαν Πράξη αντίστασης στους καταχτητές της Πατρίδας μας.

Στην συνεδρίαση αποφασίστηκε η ομάδα απόδρασης, ν’ αποτελείται από δύο άτομα. Προσφέρθηκα εγώ και ο Χάρης Πλούτσης. Ακολούθησε συζήτηση για την προετοιμασία της απόδρασης. Πρώτο μέλημα να βρούμε ύφασμα για να φτιάξουμε δύο πολιτικές ενδυμασίες. Αν επιχειρούσαμε ν’ αποδράσουμε με στρατιωτικές ενδυμασίες, θα προκαλούσαμε άμεσα την σύλληψή μας. Δεύτερο να καθορίσουμε το σημείο απόδρασης και τρίτον, μέρα ή νύχτα θα επιχειρούσαμε την απόδραση;

Μέσα στο περίγυρο του στρατοπέδου υπήρχε μια σκάλα με μαρμαρένια σκαλοπάτια που άρχιζαν από την αυλή του καλογερικού και το πλατύσκαλό της κατέληγε στον δεύτερο όροφο του καλογερικού. Η σκάλα από την αυλή μας δεν φαινόταν γιατί ήταν κουκουλωμένη μ’ ένα κουβούκλιο, με ανοιχτή την πόρτα προς το στρατόπεδό μας (βλέπε φωτογραφία Νο 2). Το αδύνατο αυτό σημείο το γνώριζε η διοίκηση του στρατοπέδου, γι’ αυτό κάθε βράδυ επιθεωρούσε τη σκάλα ενώ την… πόρτα την άφηνε ακλείδωτη, ώστε να γίνει υποχρεωτικός έλεγχος κι εμείς να μην τολμήσουμε να την πειράξουμε. Τελικά «ο κύβος ερρίφθη». Ναι! είπαμε: «Από εκεί θα επιχειρήσουμε ν’ αποδράσουμε!». Ανάμεσά μας τέθηκε το ερώτημα «την ημέρα ή την νύκτα;» . Παράξενη βέβαια ερώτηση, κι όμως, αποφασίσαμε ν’ αποδράσουμε την ημέρα κι ακριβώς στις δώδεκα το μεσημέρι.

Η απόφαση αυτή είχε την λογική της Πρώτα, γιατί την ημέρα δεν ελέγχονταν η σκάλα. Δεύτερο, ξέραμε πως μέχρι το μεσημέρι οι καλόγεροι ήταν στους κοιτώνες τους και ακριβώς στις δώδεκα το μεσημέρι κατεβαίναν στο ισόγειο του Μοναστηριού για να γευματίσουν. Τρίτο, ξέραμε πως τη νύχτα η μεγαλόπορτα της εκκλησίας έκλεινε. Επίσης, ξέραμε πως τη νύχτα έστηναν διπλοσκοπιές. Επίσης, μας ήταν γνωστό πως οι καλόγηροι μετά το δείπνο τους περιφέρονταν μέχρι τις 2- 3 μ.μ. στα περιστήλια της εκκλησίας.

Για το εσωτερικό του μοναστηρίου είχαμε λεπτομερειακές πληροφορίες, από δύο Ιταλούς φρουρούς, που είχαμε συνδεθεί ως αντιφασίστες. Μας προμήθευσαν λιρέτες καθώς και ύφασμα για κουστούμια. Μονάχα την ημέρα της απόδρασης δεν ξέρανε. Θυμάμαι που μας είπαν: «Θα λυπηθούμε πολύ αν πάθετε κακό».

Μπορεί κανείς να διερωτηθεί γιατί τότε δεν σας άφηναν να φύγετε όταν αυτοί ήταν σκοποί; Νομίζομε πως είναι εύκολη η απάντηση «δεν θέλαμε να τους στείλουμε Στρατοδικείο για εκτέλεση». Δυστυχώς, δεν θυμόμαστε τα ονόματά τους. Μεγάλη παράλειψη αυτή. Τί να πρωτοθυμηθείς!

Ύστερα από την απόφαση, άρχισε με μεγάλη μυστικότητα η προετοιμασία. Ο ράφτης σιγά – σιγά και με απόλυτη μυστικότητα άρχισε να μας ετοιμάζει τα κοστούμια. Λέω άλλη μια φορά, κινούμασταν με μεγάλη μυστικότητα για να μην αντιληφθεί την κίνησή μας η διοίκηση του στρατοπέδου και οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι και ιδίως εκείνοι που είχαν ύποπτες σχέσεις με την διοίκηση. Σ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας αυτής, μας διακατείχε μια έντονη ανησυχία.

Παρ’ όλα αυτά δύο συναιχμάλωτοί μας, ο έφεδρος αν/γός Σχίζας Παναγιώτης και εύελπις αν/γός Σαββάκης Παντελής από την Κρήτη, αντελήφθηκαν την κίνησή μας και μάλιστα τις μέρες που είχαν αρχίσει να εκτελούν τα σχέδια της απόδρασής τους. Δεν θυμάμαι πώς ακριβώς έγινε η επαφή μας. Ο Σαββάκης μας πλησίασε και μας πρότεινε να συνεργαστούμε για μια κοινή απόδραση. Εμείς, ύστερα από συζήτηση που κάναμε με το γραφείο της οργάνωσής μας, απαντήσαμε καταφατικά στην Πρόταση του Σαββάκη. Αμέσως ο Σαββάκης μας οδήγησε στο κελί του Σχίζα και μας έδειξαν το άνοιγμα μιας τρύπας, κάτω από το κρεβάτι του Σχίζα. Πράγματι! το άνοιγμα ήταν αρκετά προχωρημένο. Όταν τους ρωτήσαμε ποιό είναι το σχέδιό τους και γιατί αποφάσισαν να κάνουν εδώ το άνοιγμα μας είπαν τα παρακάτω περίπου: ‘Διαλέξανε αυτό το μέρος γιατί κάτω από το κελί αυτό είναι ένας θολωτός πλίνθινος διάδρομος που οδηγεί στην πλατεία της εκκλησίας.

Όταν τους ρωτήσαμε με τι εργαλεία ανοίγετε την έξοδό σας, μας έδειξαν ένα κοινό μαχαίρι του εστιατορίου μας και μια μικρή γυάλινη φιάλη γιομάτη ξίδι. Προς τί το ξύδι; τους ρωτήσαμε. Το ξύδι, μας απάντησαν, κάθε βράδυ το ρίχνουμε στα τούβλα του θόλου, αυτά όλη τη νύχτα ποτίζονται, μαλακώνουν αρκετά, και το πρωί τα ξύνουμε με το μαχαίρι με προσοχή. Και τα κομμάτια που βγάζετε, τί τα κάνετε;

Τα κομματάκια, που ήταν σχεδόν σκόνη, τα βάζαμε στις τσέπες του παντελονιού και μετά πηγαίναμε στον κήπο και λύναμε τις τρύπες που είχαμε κάνει στις τσέπες και έτσι η σχεδόν κεραμιδί σκόνη έπεφτε μέσα από το παντελόνι στο χώμα του κήπου. Έτσι δεν γινόμαστε αντιληπτοί στη μεταφορά. Ακόμα την ρίχναμε σε διάφορα μέρη του κήπου, για να μη φαίνεται το κεραμιδί χρώμα των ξυσμένων τούβλων που διέφερε από το χρώμα που είχε το κοινό χώμα.

Ύστερα απ’ όλα αυτά συμφωνήσαμε να πάρουμε κι εμείς ενεργό μέρος στην όλη διαδικασία της απόδρασης. Κάθε πρωί ένας έμπαινε στο κελί των Σαββάκη – Σχίζα και άρχιζε την εργασία. Ο δεύτερος καθόταν σκοπός σ’ ένα παράθυρο που έβλεπε προς την Διοίκηση του Στρατοπέδου για να ελέγχει τις κινήσεις της. Ο τρίτος καθόταν στην αυλή του Στρατοπέδου ακριβώς απέναντι από τη μοναδική είσοδο του Στρατοπέδου ώστε αν μπει κανείς, να τον αντιληφθεί και να ειδοποιήσει συνθηματικά. Εκεί ήταν ένα περιστήλιο όπου καθόταν. Το περιστύλιο αυτό φαίνεται στην Νο 3 φωτογραφία.

Η αγωνία μας όσο πλησίαζε το άνοιγμα, κορυφωνόταν! Τα κουστούμια ο ράφτης μας τα τελείωνε. Επίσης, είχαμε κατορθώσει να οικονομήσουμε αρκετές λιρέτες που θα μας χρειαζόντουσαν μετά την απόδραση.

Η δουλειά αυτή άρχισε στις αρχές του Νοέμβρη 1942 και συνεχίστηκε, αν δεν κάνω λάθος, μέχρι τις 17 του Νοέμβρη. Μια μέρα, ίσως να ήταν η 18η Νοεμβρίου, σκοπός στο παράθυρο που έβλεπε προς την διοίκηση του στρατοπέδου ήγουν εγώ.

Βλέπω έναν καλόγερο αναμαλλιασμένο με τα ράσα του ν’ ανεμίζουν και τροχάδην να τρέχει στον αυλόγυρο του μοναστηρίου και να μπαίνει στη διοίκηση. Κατάλαβα αμέσως πως ο καλόγερος αντιλήφθηκε ότι κάποιος προσπαθεί ν’ ανοίξει τρύπα στο θόλο του διαδρόμου της εκκλησίας για ν’ αποδράσει. Έτρεξα αμέσως στο κελί των Σαββάκη – Σχίζα, χτύπησα συνθηματικά την πόρτα. Κατάλαβαν και αυτοί ότι κάτι ύποπτο τρέχει. Σκέπασαν με το πατάκι την τρύπα και βγήκαν έξω. Τώρα περιμέναμε να δούμε τί θ’ απογίνει!

Πράγματι! Ύστερα απο 5-6 λεπτά, μια ομάδα Ιταλών μ’ επικεφαλής έναν αξιωματικό, όρμησε τρεχάτη στο στρατόπεδο, ανέβηκαν γρήγορα τη σκάλα που οδηγούσε στο δεύτερο πάτωμα του στρατοπέδου και μπήκανε στο διάδρομο που ήταν τα μικρά δωμάτια, όπου κατοικούσαν αρκετοί Έλληνες αιχμάλωτοι. Άρχισαν να ερευνούν ένα – ένα τα δωμάτια. Εμείς από μακριά παρακολουθούσαμε πότε θα μπουν στο δωμάτιο των Σαββάκη – Σχίζα. Αφού ερεύνησαν τα πρώτα δωμάτια, νά που έφτασαν μπροστά στο δωμάτιο των Σαββάκη – Σχίζα. Η αγωνία μας κορυφώθηκε! Μπήκανε μέσα και σε λίγο βγήκαν από το δωμάτιο και συνέχισαν να ερευνούν και τα υπόλοιπα δωμάτια. Καταλάβαμε πως το άνοιγμα που ήταν κάτω από το κρεβάτι του Σχίζα και σκεπαζόταν με ένα πατάκι δεν το αντιλήφθηκαν και όπως ήταν φανερό, ανασάναμε! Ίσως, είπαμε, να τη γλυτώσουμε…

Για λίγο ησυχάσαμε, ξέραμε πια πως η διοίκηση του στρατοπέδου δεν μπορούσε να ησυχάσει και το ευαίσθητο αυτό σημείο θα το είχε νύχτα-μέρα στο στόχαστρό της γι’ αυτό και αποφασίσαμε να διακόψουμε την προσπάθεια αυτή, για πολύ καιρό, ώσπου η διοίκηση να πειστεί ότι ο καλόγερος παράκουσε.

Με τις σκέψεις αυτές καθίσαμε στο περιστύλιο (αυλή) του μοναστηρίου, που βρίσκονται στην είσοδο του στρατοπέδου. Η είσοδος ήταν διπλαμπαρωμένη με μια σκοπιά απ’ έξω. Εκεί που συζητούσαμε το πρόβλημα, μπουκάρει απρόσμενα μια ολόκληρη διμοιρία, μ’ ένα λοχαγό επικεφαλής της διμοιρίας. Καταλάβαμε πως θ’ αρχίσει καινούργια έρευνα.

Η αγωνία μας μεγάλωσε και πάλι. «Δεν θα τη γλυτώσουμε είπαμε. Η διμοιρία χωρίστηκε σε ομάδες και αρχίσανε να ερευνούν λεπτομερειακά τα δωμάτια. Μια ομάδα μπήκε και στο δωμάτιο των Σαββάκη – Σχίζα. Ε, τώρα είπαμε, θ’ ανακαλύψουν την τρύπα. Έτσι και έγινε. Ο επικεφαλής της ομάδας βγήκε έξω, έτρεξε στον λοχαγό και όπως καταλάβαμε του ανακοίνωσε το εύρημά τους. Ο λοχαγός μπήκε τρεχάτος στο δωμάτιο και ύστερα από λίγο, κάλεσε με έντονα αυστηρό ύψος τον Σχίζα. Ο Σχίζας, όπως ήταν επόμενο είπε «ναι, εγώ την άνοιξα την τρύπα». Αμέσως τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στο πειθαρχείο του στρατοπέδου. Ήταν βλέπεις η τρύπα κάτω από το κρεβάτι του Σχίζα και όπως κατέθεσε ο Σχίζας, ο Σαββάκης δεν ήξερε τίποτα, για να μη υποστεί κι ο Σαββάκης τις ίδιες συνέπειες. Να επικοινωνήσουμε πια με τον Σχίζα ήταν αδύνατον! Είχαμε όμως την πεποίθηση πως κατά την ανάκριση δεν θα μαρτυρούσε την συμμετοχή μας. Έτσι και έγινε!

Ανάλαβε μόνος τον την ευθύνη της απόπειρας δραπέτευσης. Η έρευνα συνεχίστηκε σε όλο το στρατόπεδο. Ότι ύποπτο για απόδραση εύρισκαν το έπαιρναν. Πάντως τα κοστούμια που είχαμε κάνει, δεν τα βρήκανε.

Το ίδιο βράδυ κρυφά και προσεκτικά, σε μια απόμερη σκοτεινή γωνία του στρατοπέδου, συγκεντρωθήκαμε για να εξετάσουμε το όλο πλέον πρόβλημα. Αφού βεβαιωθήκαμε πια πως ο Σχίζας δεν κατέδωσε στην Ιταλική Διοίκηση την συμμετοχή μας στην προσπάθεια απόδρασής μας, μπήκε αμέσως το ερώτημα: «να σταματήσουμε την προσπάθεια ή να την συνεχίσουμε;».

Εγώ κι ο Χάρης είπαμε στον Παντελή να επιχειρήσουμε την απόδραση από την σκάλα, δηλαδή από το σημείο που είχαμε επιλέξει να αποδράσουμε πρωτού συνδεθούμε με την ομάδα ΣΑΒΒΑΚΗ – ΣΧΙΖΑ.

Ο Παντελής συμφώνησε με το σχέδιό μας. Δίχως άργητα, αμέσως μάλιστα, την επομένη μέρα, εγώ και ο Παντελής μπήκαμε στο κουβούκλιο της σκάλας (βλέπε φωτογραφία Νο 2), κλείσαμε από μέσα την πόρτα και μ’ ένα αιχμηρό σίδερο προσπαθήσαμε να ταρακουνήσουμε ένα από τα μαρμάρινα σκαλοπάτια (βλέπε φωτογραφία Νο 4). Με την πρώτη μας προσπάθεια, το σκαλοπάτι υποχώρησε αμέσως. Δεν προχωρήσαμε παραπέρα, νομίζοντας πως σε πέντε – δέκα το πολύ λεπτά της ώρας μπορούσαμε να βγάλουμε το σκαλοπάτι. Φροντίσαμε με προσοχή να βάλουμε το σκαλοπάτι στη θέση του ακριβώς όπως ήταν πριν την προσπάθεια, για να μην υποπτευθεί τίποτα ο αξιωματικός που κάθε βράδυ επιθεωρούσε τη σκάλα.

Για να βεβαιωθούμε, το βράδυ κάναμε τάχα περίπατο κοντά στη σκάλα περιμένοντας τον αξιωματικό υπηρεσίας να κάνει τον έλεγχο. Πράγματι! Στην ώρα του, ο αξιωματικός της υπηρεσίας μπήκε στο κουβούκλιο (φωτογραφία Νο 2) και αφού έκανε, όπως συνήθως, τον έλεγχο της σκάλας βγήκε ήσυχος και αμέριμνος! Τον χαιρετήσαμε όπως συνήθως στρατιωτικά και μας ανταπέδωσε τον χαιρετισμό λέγοντάς μας «bona sera» «Καλησπέρα» και έφυγε.

Την επομένη ημέρα, πήραμε την απόφαση ν’ αποδράσουμε στις 22 του Νοέμβρη (1942). Όλα ήταν έτοιμα. Σκεφτήκαμε πως οι Ιταλοί δεν θα μπορούσαν ποτέ να σκεφτούν πως ύστερα από την αποτυχημένη προσπάθεια του Σχίζα θα μπορούσε να υπάρχει άλλη μια ομάδα που θα επιχειρούσε να δραπετεύσει ύστερα από τρείς (3) ημέρες από άλλο σημείο του Στρατοπέδου. Άλλωστε, ο Ιταλός διερμηνέας μας, Γκιουζέπε Κοτσολίνο, την άλλη μέρα μπήκε στο στρατόπεδο και χαμογελώντας έλεγε «είδατε τι έπαθε ο Σχίζας; Όποιος θα διανοηθεί να δραπετεύσει, όχι μονάχα δεν θα το πετύχει, μπορεί μάλιστα να χάσει και τη ζωή του. Θα πάθει ότι έπαθε ο Εγγλέζος που θέλησε να δραπετεύσει από τον «Πύργο του Δεσπότη». «Α, καημένε Γκιουζέπε! Δεν κατάλαβες πως όταν ο άνθρωπος πιστεύει σε κάτι, υπερβαίνει τον εαυτό του και δεν τον νοιάζει, αν την άλλη μέρα θα ζήσει ή θα πεθάνει!».

Η αποτυχία της προσπάθειάς μας και η σύλληψη του Σχίζα καθησύχασε τη Διοίκηση. Η απόφαση για άμεση απόδραση πάρθηκε ομόφωνα. Επίσης καθορίστηκε να γίνει στις 26 του Νοέμβρη 1942 και ώρα 12 το μεσημέρι.

Καθορίσαμε στις 12 η ώρα το μεσημέρι, γιατί καθημερινά την ώρα αυτή όλοι οι καλόγεροι κατεβαίνανε από τα κελιά τους στην τραπεζαρία, για να γευματίσουν με την συνηθισμένη και καθορισμένη τελετουργία του γεύματός τους: με «τον άρτον ημών τον επιούσιον» και με όλα τα ευχολόγια προτού αρχίσουν να τρώνε, χωρίς να παραλείψουν να ευλογούν και την «πόσιν και βρώσιν».

Επίσης, ξέραμε πως θα ακολουθούσε ο περίπατός τους, στα περιστύλια τον μοναστηριού, οπότε στα κελιά τους θα γύριζαν στις 2.30′ με 3 το απόγευμα και έτσι θα μπορούσαμε να γλιστρήσουμε απαρατήρητοι στην εκκλησία και ν’ αποδράσουμε, ίσως και ανενόχλητοι. Ο μάγειρας ήταν μέλος του γραφείου και ήξερε από βραδύς το σχέδιό μας. Τον παρακαλέσαμε να προετοιμάσει το γεύμα, τουλάχιστον μισή ώρα γρηγορότερα οπότε θα κερδίζαμε κι άλλη μισή ώρα.

Έτσι και έγινε! Στο αναμεταξύ εμείς στου θαλάμους, προτού πάμε στην τραπεζαρία να γευματίσουμε, κάτω από τη στρατιωτική στολή φορέσαμε τα πολιτικά κοστούμια που είχαμε ετοιμάσει.

Μόλις ο μάγειρας χτύπησε το κουδούνι του γεύματος, εγώ, ο Σαββάκης και ο Πλούτσης, μπήκαμε στην τραπεζαρία, φάγαμε γρήγορα – γρήγορα, και ένας ένας, αποχωρήσαμε γρηγορότερα από τους άλλους αιχμαλώτους μας, χωθήκαμε στο κουβούκλιο της μαρμάρινης σκάλας (φωτογραφία Νο 2) κλείσαμε από μέσα την πόρτα του κουβουκλίου και αρχίσαμε το έργο, προσπαθώντας να βγάλουμε το μαρμάρινο σκαλοπάτι (φωτογραφία Νο 4). Το σκαλοπάτι, ενώ στις αρχές βγήκε εύκολα από το δεξιό μέρος, από τ’ αριστερά αντιστεκόταν με πείσμα. Έτσι, ενώ υπολογίσαμε πως θα μπορούσαμε να το βγάλουμε σ’ ένα τέταρτο, με πολλές προσπάθειες, κατορθώσαμε να το βγάλουμε ύστερα από τρία τέταρτα της ώρας. Βγάλαμε το σκαλοπάτι και ανεβήκαμε την σκάλα (βλέπε φωτογραφία Νο 5) και συναντήσαμε μια πόρτα.

Η ώρα ήταν κρίσιμη! Μήπως συναντήσουμε κανένα καλόγερο που τελείωσε γρήγορα το γεύμα του και είναι στο δωμάτιό του ή στο διάδρομο που θα περνούσαμε για να βγούμε στην εκκλησία; Δύσκολα και επικίνδυνα ερωτηματικά! Όμως εκείνη την ώρα που παίζαμε «κορώνα – γράμματα» τη ζωή μας είπαμε: «ή θ’ αποδράσουμε ή θα πεθάνουμε! Πίσω στο στρατόπεδο δεν γυρίζουμε». Αιφνιδιαστικά, εκείνη την κρίσιμη ώρα, μας παρουσιάστηκε ένα καινούργιο και ανυπέρβλητο εμπόδιο. Για να βγούμε στο διάδρομο που οδηγούσε στην εκκλησία η πόρτα ήταν κλειστή και το πόμολο της κλειδαριάς ήταν βγαλμένο. Τώρα τι κάνουμε! Εκεί που εγώ κοιτούσα το δάπεδο και σκεπτόμουν πώς μπορούμε να ανοίξουμε την πόρτα, έφτασε πράγματι, ο από μηχανής θεός, όπως στις αρχαίες τραγωδίες. Είδα στο δάπεδο, κοντά στην κλειστή πόρτα, ένα σκουριασμένο δίστομο μαχαιράκι. Το αρπάζω αμέσως, το βάζω στην κλειδαριά της κλειστής πόρτας, το γυρίζω με δύναμη προς τ’ αριστερά και το θαύμα έγινε. Η πόρτα άνοιξε για να περάσουν οι δραπέτες Έλληνες Αξιωματικοί που, με τόση τόλμη και λαχτάρα επί ένα σχεδόν μήνα, προετοίμαζαν με πείσμα την απόδρασή τους, για τη λευτεριά τους, για την πατρίδα τους, εμπνευσμένοι από την αντίσταση του λαού μας και όλων των υποδουλωμένων λαών της Ευρώπης.

Η πόρτα προς την ελευθερία άνοιξε! Ναι, άνοιξε! Κι όμως, ο θάνατος ήταν μπροστά μας! Ο άνθρωπος ή καλύτερα κάθε άνθρωπος, δεν γεννιέται ήρωας. Ήρωας όμως μπορεί να γίνει ο κάθε άνθρωπος όταν υπερβεί τον εαυτό του. Προϋπόθεση της υπέρβασης του εαυτού του είναι και θα είναι κάθε φορά που ο άνθρωπος παλεύει για ιδανικά και ελευθερία. Τότε δίνει ακόμα και τη ζωή του αλόγιστα και παλληκαρήσια!

Με το άνοιγμα της πόρτας, βγάλαμε γρήγορα τα στρατιωτικά και τα παπούτσια. Δέσαμε το ένα παπούτσι με το άλλο, με τα κορδόνια κρεμασμένα στο λαιμό, και βγήκαμε στο διάδρομο του καλογερικού, προκειμένου να περάσουμε τον εξώστη (βλέπε φωτογραφίες Νο 6 και Νο 7).

Ο εξώστης ήταν από την μία του πλευρά ανοιχτός προς τη σκοπιά. Ο κίνδυνος ήταν άμεσος. Έπρεπε να περάσουμε αθόρυβα, προσεκτικά και σκυμμένοι.

Κατά κακή μας τύχη, μόλις βγήκαμε στο διάδρομο και προτού περάσουμε τον εξώστη, νάσου μπροστά μας, ένας γεροντάκος! Η ώρα ήταν κρίσιμη! Αν έβαζε τις φωνές, ο σκοπός θα μας πυροβολούσε. Με το δάχτυλο στο στόμα, του κάναμε νόημα να μην φωνάξει. Μας λυπήθηκε, μας φοβήθηκε έτσι όπως ήμασταν εξαγριωμένοι; Ο γεροντάκος, ο καλός γέροντας δεν φώναξε, αλλά απλώς παραμέρισε και εμείς περάσαμε απαρατήρητοι και τον διάδρομο και τον εξώστη. Κατεβήκαμε μια σκάλα, που νομίζαμε πως έβγαινε στον προθάλαμο της εκκλησίας και αιφνιδιαστικά πέσαμε στην πλάτη του σκοπού που κατασκόπευε το αντίθετο μέρος του στρατοπέδου μας. Γρήγορα και αθόρυβα ξανανεβήκαμε τη σκάλα και είδαμε άλλη μια σκάλα να κατεβαίνει προς τον προθάλαμο της εκκλησίας.

Κατεβήκαμε τη σκάλα για να βρεθούμε αμέσως στην κυρίως εκκλησία. Κοιτάξαμε με προσοχή μήπως ήταν κανένας προσκυνητής μέσα στην εκκλησία. Ευτυχώς, που στην εκκλησία δεν ήταν ψυχή! Τότε βάλαμε τα παπούτσια και βγήκαμε στην κεντρική είσοδο της εκκλησίας (φωτογραφία Νο 8). Μπροστά μας μια μικρή πλατεία. Συμπτωματικά εκείνη την ώρα στο δημόσιο δρόμο περνούσε μια στρατιωτική φάλαγγα με θερινή στολή και κοντό παντελονάκι. Στα παράθυρα των γύρω σπιτικών, αρκετός κόσμος κοιτούσε με περιέργεια την διέλευση του στρατιωτικού τμήματος, και εμείς όρθιοι στην πύλη της εκκλησίας, διερωτηθήκαμε αν έπρεπε να βγούμε και ν’ ακολουθήσουμε την φάλαγγα ή να παραμείνουμε στην πύλη της εκκλησίας, μέχρι το πέρασμά της. Τελικά στα γρήγορα συμφωνήσαμε να βγούμε από την εκκλησία, να μπούμε στα δεξιά της φάλαγγας και να συμπορευθούμε.

Η απόφαση αυτή είχε το λόγο της. Ξέραμε πως τα πρόσωπά μας ήταν γνωστά στη γειτονιά, γιατί δύο φορές την εβδομάδα, με ένοπλους φύλακες βέβαια, μας έβγαζαν περίπατο και με τους κατοίκους ανταλλάσαμε «buon jorno» «καλημέρα».

Βγήκαμε σαν κύριοι από την εκκλησία και με βήμα αργό μπήκαμε στη δεξιά της φάλαγγας. Και οι τρείς μας ήμασταν αρκετά προχωρημένοι στα Ιταλικά. Καλύτερα όμως χειρίζονταν την Ιταλική γλώσσα ο Χάρης που στην Αθήνα είχε τελειώσει Γαλλική Σχολή. Ο Χάρης λοιπόν ρώτησε έναν στρατιώτη Ιταλό, «από πού έρχεστε;». Η απάντηση για μάς ήταν κεραυνός «Από την GRΕCΙΑ «ΕΛΛΑΔΑ». Συμπορευθήκαμε κάμποσο δρόμο με την στρατιωτική φάλαγγα και σε μια στροφή του δρόμου, βλέπουμε ένα δρομάκι ν’ ανεβαίνει στα υψώματα. Εγκαταλείψαμε την φάλαγγα και πήραμε την ανηφόρα προσπαθώντας να πορευθούμε προς Βορρά και τούτο γιατί ο σκοπός μας ήταν να περάσουμε τα Ιταλo-ελβετικά σύνορα στη λίμνη Κόμο λάθρα, με αντικειμενικό σκοπό να παρουσιαστούμε σε κάποια συμμαχική πρεσβεία να την παρακαλέσουμε να μας στείλει στην Ελλάδα κρυφά για να ενταχθούμε σε κάποια ένοπλη αντιστασιακή ομάδα ή σε κάποιο Πολεμικό μέτωπο των Συμμάχων, ή τέλος να μας στείλουν στην Αίγυπτο που ήταν η Ελληνική Κυβέρνηση με Ελληνικό Στρατό για να πολεμήσουμε τον Άξονα. Στον Ελληνικό αυτό Στρατό πήγε τελικά ο Σαββάκης Παντελής μετά την τελευταία επιτυχή του απόδραση και πολέμησε τους Γερμανούς στη ΡΟΔΟ ως Κομάντος και Αλεξιπτωτιστής.

Για το σκοπό αυτό είχαμε λεπτομερειακό τοπογραφικό χάρτη της περιοχής. Τον χάρτη τον είχαν πάρει ο Σχίζας με τον Σαββάκη από δύο Εγγλέζους αξιωματικούς που είχαν παραμείνει στο στρατόπεδο περίπου δύο μήνες. Οι Εγγλέζοι τον χάρτη αυτό τον είχαν τυπώσει στην μία όψη του μαντηλιού.

Έτσι, όταν περνούσαν στον έλεγχο των Ιταλών, έβγαζαν από την τσέπη τους το μαντηλάκι διπλωμένο και κρατώντας το στο χέρι προσεκτικά, με την άγραφη καθαρή όψη του μαντηλιού. Οι Ιταλοί, ήταν αδύνατο να φανταστούν, πως το μαντηλάκι αυτό, στην άλλη του όψη, είχε τοπογραφικό χάρτη!

Όλο το απόγευμα περπατούσαμε συνεχώς στην περιοχή του Σάν – Ρομάνο, από χωράφι σε χωράφι, από λόφο σε λόφο, προσπαθώντας ν’ αποφύγουμε τις κατοικημένες περιοχές. Κατά το βραδάκι διψάσαμε πάρα πολύ και έπρεπε κάπου να βρούνε νερό. Νηστικός μπορείς να πορεύεσαι και ν’ αντέξεις, μα χωρίς νερό είναι πολύ δύσκολο να συνεχίσεις την πορεία σου.

Με τις σκέψεις αυτές, όπως προχωρούσαμε και συνεχώς ανεβαίναμε, είδαμε μια αγροικία και έναν Ιταλό αγρότη να περιφέρεται έξω από το σπίτι του. Αμέσως σταματήσαμε και συζητούσαμε, αν πρέπει ή όχι να τον πλησιάσουμε. Τελικά, η δίψα είχε φουντώσει και αποφασίσαμε να τον πλησιάσουμε. Παράλληλα όμως δεν έπρεπε να δώσουμε υποψία πως είμαστε αλλοδαποί και κυρίως πως είμαστε φυγάδες από το Στρατόπεδο Σαν – Ρομάνο, γνωρίζοντας ότι η απόδρασή μας μέρα – μεσημέρι, θα έγινε αντιληπτή στη διοίκηση του στρατοπέδου, πολύ γρήγορα, και η στρατιωτική διοίκηση της περιοχής θα κινητοποιούσε όλη την αστυνομία. Έτσι αναθέσαμε στον Χάρη να μιλήσει με τον νοικοκύρη του σπιτιού.

Πλησιάζοντάς τον, είδαμε να βγάζει από το πηγάδι του νερό, ακριβώς αυτό που θέλαμε και εμείς, και μας ήταν τόσο αναγκαίο, το είχαμε πια μπροστά στο καταδιψασμένο στόμα μας. Τον πλησιάσαμε γελαστοί και πρόσχαροι. Ένα «buon jorno αmico» «καλημέρα φίλε» και από τους τρείς μας, έκανε τον Ιταλό να μας απευθύνει ευγενικά «ben venuti» «καλωσορίσατε».

Τα παραπέρα τ’ ανέλαβε ο Χάρης. Τον παρακάλεσε να μας δώσει νερό. Ο Ιταλός αμέσως, με ευγένεια μας απάντησε: «adiamο a caza» «παρακαλώ περάστε σπίτι». Αυτό το «πάμε στο σπίτι» μας αναστάτωσε και μας ανησύχησε! Τι να κάνουμε; Ν’ αρνηθούμε; Το θεωρήσαμε επικίνδυνο και τον ακολουθήσαμε. Μπροστά ο Ιταλός, πίσω του και εμείς, δρασκελίσαμε το κατώφλι του οβορού του και μπήκαμε στην χωριάτικη αυλή. Στην άκρη της αυλής υψώνονταν ένα χωριάτικο σπίτι με κατώι και μια ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στην κατοικία του, με μια πόρτα στο πλατύσκαλο και δύο μικρά παράθυρα προς την αυλή. Μας σταμάτησε και μας είπε «περιμένετε εδώ στην αυλή». Τα χρειαστήκαμε! Χίλιες υποψίες τριγυρίσανε στο μυαλό μας. Ψυχραιμία είπαμε. Ο Ιταλός μπήκε στο κατώι του σπιτιού του. Σε λίγο, νάτος χαρούμενος, κρατούσε στα χέρια του μια φιάλη γιομάτη κρασί. Βρεθήκαμε σε αμηχανία! Εμείς φλεγόμασταν από την δίψα. Να πιούμε θέλουμε νερό! Δύσκολα θα μπορούσαμε να το πούμε αυτό. Θα προσβάλαμε την φιλοξενία του. Άλλωστε ήταν γνωστό σ’ εμάς πως οι Ιταλοί αντί για νερό πίνουν κρασί. Οι αμπελώνες τους είναι υποδειγματικά καλλιεργημένοι και ο μούστος άφθονος. Θέλοντας μή Θέλοντας, ήπιαμε από ένα ποτήρι κρασί! Μας πρότεινε δεύτερο ποτήρι, του είπαμε ένα μεγάλο ευχαριστώ και ανηφορίσαμε αμέσως, αποφεύγοντας τη συζήτηση, γιατί μπορούσε να ρωτήσει «από πού έρχεστε», «που πηγαίνετε» κ.λπ.

Συνεχίσαμε την πορεία μας με κατεύθυνση προς Βορράν. Σε λίγο άρχισε να σουρουπώνει και να ψιλοβρέχει. Έπρεπε κάπου να σταματήσουμε για να περάσουμε τη νύχτα. Πού όμως; Σε λίγο άρχισαν να ανάβουνε τα φώτα στις αγροικίες της περιοχής και η βροχή να δυναμώνει. Τα σκυλιά άρχισαν να γαυγίζουν. Νύχτωσε! Κοντά σ’ ένα σπίτι είδαμε μια καλυβούλα. Την πλησιάσαμε. Με προσοχή μπήκαμε κάτω από τη αστρέχα της. Όπως ακουμπήσαμε στα σανίδια της, από μέσα ακούσαμε θόρυβο και αμέσως κακαρίσματα.

Οι κότες άρχισαν ν’ ανησυχούν και να κακαρίζουν. Υπήρχε φόβος ν’ ακούσει ο νοικοκύρης τα κακαρίσματα, να υποψιαστεί την αλεπού και νάρθει να δει τι γίνεται, και ν’ αντικρύσει τρείς ξένους ύποπτους ανθρώπους, οπότε θα ξεσήκωνε τη γειτονιά και αλλοίμονό μας! Μείναμε ακίνητοι, σκουντώντας ο ένας τον άλλον, διακόψαμε κάθε ψίθυρο! Κουρνιάσαμε και εμείς μαζί με τις κότες.

Η πρώτη ελεύθερη νύχτα στο Ιταλικό κοτέτσι, έξω από τα συρματοπλέγματα, δίχως σκοπούς, με την αίσθηση ότι κάνουμε μια πράξη πατριωτική, αντιφασιστική, συμμαχική, μας προξένησε μια τέτοια ψυχική, χαρούμενη διάθεση, που κοιμηθήκαμε σαν τον παλιό καλό καιρό. Από τον ύπνο μας ξύπνησε το δυνατό κικιρίκου του κόκορα.

Ξεκινήσαμε με κατεύθυνση προς το Βορρά. Ώσπου να ξημερώσει βαδίζαμε και οι τρείς μαζί, ο ένας πλάι στον άλλον. Μόλις γλυκοχάραξε, πήραμε άλλη διάταξη. Οι δύο προχωρούσανε μπροστά και ο τρίτος πίσω από τους δύο πρώτους, για να μην δώσουμε υποψία, ξέροντας πια ότι η διοίκηση του στρατοπέδου κινητοποίησε την κρατική διοίκηση της περιοχής κι ασφαλώς θα είχε δώσει και τον αριθμό των φυγάδων κι’ ορισμένα χαρακτηριστικά μας.

Ξημερώνοντας, κατεβήκαμε από τις πλαγιές των Απέννινων και μπήκαμε σε κατοικημένους τόπους. Ίσως αυτό ήταν το μοιραίο λάθος που μας στοίχισε μετά την σύλληψή μας και δεν μπορέσαμε να πραγματοποιήσουμε τα όνειρά μας. Ήταν φθινόπωρο του 1942 και οι κάτοικοι των περιοχών αυτών ασχολούνταν με το φθινοπωρινό όργωμα. Βέβαια δεν υπήρχαν τρακτέρια. Όργωναν με τα ζευγαρωμένα καλοθρεμμένα βόδια τους. Για πρώτη φορά είδαμε τρία ζευγάρια βόδια ζευγμένα στο σιδερένιο αλέτρι, ν’ ανασκάπτουν τη γη σε βάθος 40 – 50 εκατοστών του μέτρου. Εκείνο που θαυμάσαμε περισσότερο ήταν τα καλοπεριποιημένα δέντρα. Ήταν όλα κλαδευμένα και οι καρποί τους άφθονοι. Ακόμα και τα καλλωπιστικά δέντρα ήταν κλαδευμένα με γούστο. Ούτε μισή πιθαμή γης ακαλλιέργητη. Οι Ιταλοί αγρότες είναι ασυναγώνιστοι καλλιεργητές!

Οι δρόμοι ήταν καλοστρωμένοι, περιποιημένοι. Δεξιά και αριστερά των δρόμων στη μικρή ακαλλιέργητη λωρίδα είδαμε αρκετές φορές στη διαδρομή να βόσκουν πρόβατα και τα μικρά τσομπανόσκυλα, τα κοκόνια όπως θα λέγαμε, μόλις έβλεπαν κάποιο πρόβατο να ξεφεύγει από την ακαλλιέργητη λωρίδα, έτοιμο να μπει στο χωράφι, έτρεχε με ταχύτητα και το υποχρέωνε να γυρίσει πίσω στη λωρίδα του δρόμου.

Όταν συναντούσαμε στο δρόμο κάποιον Ιταλό τον χαιρετούσαμε με μια κλίση του κεφαλιού, αποφεύγοντας να πούμε «buon jorno» ή «bona sera». Έτσι αποφεύγαμε κάθε σταμάτημα και κάθε συζήτηση. Γνωρίζαμε το δύσκολο του εγχειρήματός μας και μάλιστα στην εποχή που ο άξονας ήταν ακόμα ισχυρός, η μάχη στο Στάλινγκραντ αμφίρροπη, ο Ρόμελ στην Αφρική ισχυρός, δεύτερο μέτωπο δεν υπήρχε και το εσωτερικό της Ιταλίας φαινομενικά ήταν ακόμα αρραγές.

Στην πορεία μας προσέχαμε να μην δώσουμε υποψίες. Ως πότε όμως! Εκείνο που δεν ξέραμε και το μάθαμε αργότερα, ήταν ότι η διοίκηση ρώτησε όλη τη γειτονιά, αν είδανε τρεις να βγαίνουν από την εκκλησία, και τι ρούχα φορούσαν; Στην ερώτηση αυτή, κάποιοι ανασκάλισαν την μνήμη τους και είπαν: «Ναί, τους είδαμε να βγαίνουν από την εκκλησία την ώρα που περνούσε μια στρατιωτική φάλαγγα» και προσδιόρισαν και τί περίπου φορούσαμε.

Βαδίζαμε πάντα βόρεια, παρατηρώντας τριγύρω μας, κάθε κίνηση του κόσμου που συναντούσαμε. Κατά το απόγευμα παρατηρήσαμε έναν ποδηλάτη να περνάει δίπλα μας και να μας κοιτάει περίεργα.

Ήταν ένας παράξενος τύπος, φοβερά κακοντυμένος «Λές, είπαμε μεταξύ μας, να μας υποψιάστηκε; Ε! αυτός ο ρακένδυτος, αυτός ο αλήτης, εμάς θα παρακολουθεί; σκεφθήκαμε» και συνεχίσαμε το δρόμο μας.

Αφού βαδίσαμε δύο-τρία χιλιόμετρα, σ’ έναν αγροτικό δρόμο, να και πάλι ο τύπος πάνω στο ποδήλατό του, να έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση του δρόμου, μας ξανακοιτάζει και μας προσπερνάει. Ψυλλιαστήκαμε! Κάτι συμβαίνει, είπαμε. Προχωρώντας απότομα βγήκαμε από τον δρόμο και μπήκαμε σ’ έναν μηλώνα, προσπαθώντας να μην συναντηθούμε με κανένα Ιταλό. Βαδίσαμε αρκετά μέσα στις μηλιές. Σε κάποιο σημείο βλέπουμε να κατεβαίνει και να διασχίζει τις μηλιές και άλλα οπωροφόρα δένδρα, ένας μεγάλος ασφαλτοστρωμένος δρόμος. Πρώτη φορά στη ζωή μας συναντούσανε τέτοιον μεγάλο, πλατύ, ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Πλησιάσαμε στα κράσπεδα της λεωφόρου, έτοιμοι να τον διασχίσουμε, όταν από αρκετά μακρινή απόσταση έρχονταν καραμπινιέροι ποδηλατιστές. Πάλι δεν υποψιαστήκαμε πως έρχονταν για μάς. Γρήγορα είπανε, να περάσουμε το δρόμο. Πράγματι, δύο μπροστά και εγώ παραπίσω, περάσαμε το δημόσιο δρόμο και μπήκαμε στο δάσος, δίχως να γυρίσουμε κεφάλι, για να δούμε τους καραμπινιέρους.

Όπως προχωρούσαμε, μπροστά ο Παντελής και ο Χάρης και εγώ πιο πίσω, βλέπω από τα αριστερά μου έναν πολίτη Ιταλό με το δίκαννο στο χέρι να έρχεται προς εμάς! Φώναξα χαμηλά «ένας Ιταλός με το δίκαννο στο χέρι έρχεται προς εμάς». Ε, οι Ιταλοί κυνηγοί εμάς κυνηγάνε; Και όμως ήταν οι Ιταλοί Καραμπινιέροι (χωροφύλακες) και βρέθηκαν πίσω από την πλάτη μου. Ο λεγόμενος «Κυνηγός Ιταλός» με το όπλο ανά χείρας βρέθηκε σχεδόν μπροστά στον Σαββάκη και Πλούτση. Κράτησα την ψυχραιμία μου και τους ρωτάω: «coza volete» «τί θέλετε;». «Τί θέλουμε; εσάς θέλουμε, μην κουνηθείτε γιατί θα σας σκοτώσουμε!». Με τα όπλα στα χέρια, μας διέταξαν να μπούμε στο δημόσιο δρόμο και να στρίψουμε αριστερά. Δεν παρέλειψαν να μας πούνε, με αυστηρό ύφος «κάθε απόπειρα απόδρασης σημαίνει θάνατος». Μπροστά εμείς, πίσω αυτοί, μας οδήγησαν στο πλησιέστερο Αστυνομικό τμήμα της περιοχής.

Η σύλληψή μας έσβησε όλες τις ελπίδες και όλα τα όνειρά μας, όλη τη χαρά που νοιώσαμε στη διάρκεια της ολιγοήμερης ελευθερίας μας. Μπροστά μας είδαμε (με τη φαντασία μας) και πάλι τα συρματοπλέγματα με τις όλο τριγύρω άγρυπνες σκοπιές και τις άγνωστες συνέπειες που τυχόν θα είχε η πράξη μας. Ακόμα δεν αποκλείσαμε την εκτέλεση «εν ψυχρώ» σε κάποιο σημείο της περιοχής. Ενθυμούμε, το αστυνομικό τμήμα ήταν σε μια μικρή κωμόπολη αγνώστου ονόματος. Αμέσως, μας έκλεισαν στο Πειθαρχείο του τμήματος. Μπροστά από το τμήμα ήταν η πλατεία της πόλης, αρκετά ευρύχωρη. Ύστερα από μια ώρα μπήκε μέσα στο Πειθαρχείο ένας λοχαγός και μας διέταξε να βγούμε στον διάδρομο του Αστυνομικού Τμήματος. Εκεί μας είπε: «Προσέξτε τί θα σας πω! Σε λίγο θα σας βάλουμε σ’ ένα αυτοκίνητο και θα σας πάει στο στρατόπεδο στο Σάν – Ρομάνο. Ζητούμε να μας δώσετε το λόγο της στρατιωτικής σας τιμής, ότι στη διαδρομή από εδώ μέχρι το στρατόπεδο, δεν θα επιχειρήσετε ν’ αποδράσετε».

Η απάντησή μας ήταν ομόφωνη και αποφασιστική: «Κανένα λόγο τιμής δεν σας δίνουμε. Είμαστε αιχμάλωτοι πολέμου και έχουμε το δικαίωμα και την υποχρέωση ν’ αποδράσουμε, εφόσον μας δίνεται κάποια ευκαιρία». Θύμωσε φοβερά ο λοχαγός και οργήλος μας απάντησε: «Α, έτσι λέτε; Τότε κι εμείς θα πάρουμε τέτοια μέτρα που κάθε απόπειρά σας θ’ αποτύχει και θα κοστίσει τις ζωές σας».

Μπροστά ο λοχαγός πίσω εμείς και οι Καραμπινιέροι επιχείρησαν να μας βγάλουν στην Πλατεία, όπου είχαν έτοιμα δύο αυτοκίνητα. Το ένα ήταν ανοικτό με ένα πολυβόλο στημένο σε τρίποδα. Κοιτάμε, τί να δούμε; Η πλατεία ήταν γεμάτη κόσμο.

Καταλάβαμε πως ο κόσμος έμαθε πως συνέλαβαν τους Έλληνες δραπέτες, αιχμαλώτους και ήρθαν άλλοι από περιέργεια, και άλλοι από εχθρότητα.

Κι όμως, όλος αυτός ο κόσμος, μας φέρθηκε πολιτισμένα και τα πρόσωπά τους έδειχναν συμπάθεια. Ίσως και θαυμασμό για το τόλμημά μας! Ούτε ένας δεν μας αποδοκίμασε.

Βλέποντας ο λοχαγός τη λαϊκή αυτή συγκέντρωση και τη στάση αυτή του λαού, μας ξαναγύρισε στο κτίριο της διοίκησης. Όταν μας ξαναέβγαλε στην πλατεία, για να μας επιβιβάσει στα αυτοκίνητα, δεν υπήρχε ούτε ένας πολίτης. Η πλατεία ήταν τελείως έρημη. Ήταν φανερό πια πως η Διοίκηση ήταν δυσαρεστημένη από την συμπεριφορά του πλήθους προς τους Έλληνες αιχμαλώτους. Και εμείς καταλάβαμε πια, πως όλο αυτό το πλήθος, που είχε συγκεντρωθεί στην πλατεία, μας έβλεπε σαν γενναίους Έλληνες αξιωματικούς, αγωνιστές για τη λευτεριά της πατρίδας μας, σαν αντιφασίστες μαχητές.

Παρακάτω, θα δούμε, πως πράγματι η απόλυτη πλειοψηφία του Ιταλικού λαού ήταν ενάντια στον πόλεμο, ενάντια στο φασισμό, ενάντια στον Μουσσολίνι.

Τελικά, και τους τρεις μας επιβίβασαν σ’ ένα κλειστό μικρό αυτοκίνητο, όπου δεξιά, αριστερά και πίσω μας κάθονταν ο λοχαγός και δύο άλλοι καραμπινιέροι με τα πιστόλια «ανά χείρας».

Πίσω από το αυτοκίνητό μας ακολουθούσε το ανοιχτό αυτοκίνητο με το πολυβόλο στον τρίποδα και το σκοπευτή στη θέση του, έτοιμο με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Έτσι πορευθήκαμε για κάμποσες ώρες. Όταν φτάσαμε κοντά στο στρατόπεδό μας, μας αποβίβασαν από το αυτοκίνητο και μια σχεδόν διμοιρία μας περικύκλωσε και έτσι κυκλωμένοι πεζοί βαδίζαμε για να μας πάνε στο στρατόπεδό μας, στο Σαν – Ρομάνο.

Στη διαδρομή πολύς κόσμος βλέποντας την περίεργη «πομπή», σταματούσε απορημένος και κοιτούσε το θέαμα. Εμείς, αν και ήμασταν στενοχωρημένοι για τον επαναιχμαλωτισμό μας, με ψηλά το κεφάλι χαμογελούσαμε με τη φιέστα των Ιταλών.

Έτσι πορευόμενοι μπήκαμε στην μικρή πόλη Σαν Ρομάνο. Πολύς κόσμος δεξιά και αριστερά του δρόμου μας κοιτούσε και χαμογελούσε. Καταλάβαμε πως η διοίκηση του στρατοπέδου είχε ειδοποιήσει τους κατοίκους για την σύλληψή μας.

Να, τώρα πλησιάζαμε στο στρατόπεδο. Η γειτονιά ήταν στα παράθυρα. Μια κοπέλα, από το βάθος του δωματίου, για να μην την δουν, μας έστελνε φιλιά. Η γειτονιά ευχαριστήθηκε, όταν μας είδανε και τους τρεις να γυρίζουμε ζωντανοί, γιατί η διοίκηση είχε αφήσει να διαρρεύσει η είδηση, ότι ένας από τους τρείς ήταν «νεκρός». Την είδηση αυτήν την είχαν μάθει και οι συναιχμάλωτοί μας στο στρατόπεδο.

Να και φτάνουμε στην είσοδο του στρατοπέδου. Οι συναιχμάλωτοί μας κολλημένοι στα συρματοπλέγματα και στα παράθυρα του δεύτερου ορόφου, όταν είδαν και τους τρεις ζωντανούς, άρχισαν θερμά και με χαρά να μας χειροκροτούν! Όλοι ήθελαν να μας σφίξουν τα χέρια. Η διοίκηση όμως δεν το επέτρεψε και μας οδήγησε κατευθείαν στο κρατητήριο, τοποθετώντας δύο σκοπούς έξω από την πόρτα του κρατητηρίου.

Έτσι άρχισε η δεύτερή μας αιχμαλωσία που, θα συνεχιστεί για μένα και τον Χάρη, για άλλα τρία χρόνια και για τον Παντελή άλλο ένα χρόνο. Η πετυχημένη απόδρασή μας, έστω και για λίγες μέρες, εμψύχωσε όλους τους αιχμαλώτους του στρατοπέδου και είχε σαν αποτέλεσμα τον διπλασιασμό της φρουράς μας. Σαράντα ολόκληρες μέρες απομονωμένοι απ’ όλους τους συναιχμαλώτους μας είναι βαρετά υπόθεση! Μόνον με τη φρουρά μας είχαμε επαφή και μάλιστα καλή επαφή. Αποχτήσαμε με όλους καλές σχέσεις και όλοι άνοιξαν μαζί μας αντιπολεμικό διάλογο. Τον Μουσολίνι «porco Μοusolini» «γουρούνι Μουσολίνι» τον ανεβάζανε «γουρούνι Μουσολίνι» τον κατεβάζανε. Μερικοί μάλιστα μας έλεγαν τα πολεμικά νέα από το ράδιο «Londra» και όλοι σχεδόν ευχόντουσαν την ήττα του άξονα.

Είχαμε πιστέψει πως ύστερα από 40 ημέρες κράτησης και απομονωμένοι από τους συντρόφους μας, θα μας άφηναν στο στρατόπεδο να ζήσουμε, όπως και πριν την απόδρασή μας μαζί με τους συναιχμαλώτους μας.

Την 41 η μέρα, αιφνιδιαστικά κι απρόσμενα, μας άρπαξαν από το πειθαρχείο, μας έχωσαν και τους τρεις μας σ’ ένα αυτοκίνητο, με φρουρά γύρω μας, και αναχωρήσαμε προς άγνωστη κατεύθυνση. Μας είπαν μονάχα «πηγαίνετε σε άλλο στρατόπεδο και προσέξτε μην κάνετε καμιά ανοησία και επιχειρήσετε να δραπετεύσετε στην διάρκεια του ταξιδιού». Ένας Ιταλός σκοπός μας είπε «Μάλλον για εκτέλεση σας πάνε»!

Στη διαδρομή προσπαθούσαμε να προσανατολιστούμε προς ποια κατεύθυνση μας κατεύθυναν. Ύστερα από 4 – 5 ώρες ταξίδι, αντιληφθήκαμε από τις επιγραφές και τον ήλιο πως μας κατηύθυναν προς Βορράν, προς την Άνω Ιταλία.

Η περίεργη αυτή αρπαγή από το Στρατόπεδο «ΣΑΝ ΡΟΜΑΝΟ», ύστερα μάλιστα από σαράντα ολόκληρες μέρες στο πειθαρχείο του στρατοπέδου και η φράση «πάμε για άλλο στρατόπεδο», μας δημιούργησε πολλές υποψίες…

Προχωρώντας προς το Βορρά, γρήγορα συναντήσανε χιονισμένα τοπία και τσουχτερό κρύο. Το απόγευμα μπήκαμε σε μια κωμόπολη που λέγεται Γκάβι και σε λίγο το αυτοκίνητο πήρε μια ανηφόρα. Έτσι όπως ανέβαινε το αυτοκίνητο, είδαμε ένα λόφο που στην κορυφή του υψώνονταν ένα μουντό φοβερό πανύψηλο κάστρο. Μόλις είδαμε το φοβερό αυτό κάστρο «Α! είπαμε, αυτό θα είναι το Κάστρο εξόντωσης». Λέγεται Φόρτε ντι Γκάβι.

Το κάστρο αυτό πήρε το όνομά του από το χωριό Γκάβι που είναι στους πρόποδες περίπου του Λόφου. Η λέξίς Fοrte σημαίνει «ισχυρό – οχυρό – κάστρο» δηλαδή το Κάστρο του Γκάβι» (βλέπε φωτογραφία Νο 9).

Σε λίγο φτάσαμε στη μεγαλόπορτα του κάστρου. Μπροστά στη σιδηρόφραχτη πόρτα του κάστρου ήταν ένας πλατύς ισόπεδος χώρος και δίπλα στην πόρτα δεξιόζερβα δύο σκοπιές με δύο φρουρούς. Ο αξιωματικός που μας συνόδευε πήγε σε μια ανοιχτή θυρίδα και συνεννοήθηκε με την διεύθυνση του στρατοπέδου, για την αποστολή του.

Σε λίγο, η δίφυλλη καστρόπορτα, τρίζοντας άνοιξε διάπλατα. Ένας αξιωματικός με 5 – 6 φρουρούς παρουσιάστηκαν στον Αξιωματικό που μας συνόδευε, και αμέσως μας έβγαλαν από το αυτοκίνητο και μας παρέδωσαν στον αξιωματικό του κάστρου. Χαιρετήσαμε στρατιωτικά τον αποχωρούντα αξιωματικό, που μας συνόδευσε μέχρι το νέο στρατόπεδό μας. Στη συνέχεια μας παρέλαβε ο αξιωματικός του κάστρου, αφού μας χαιρέτησε και αποχαιρετώντας τον, μας οδήγησε στο εσωτερικό του κάστρου. Πίσω μας ακούστηκε με θόρυβο να κλείνει η καστρόπορτα. Νοιώσαμε ένα τρομερό αίσθημα απομόνωσης.

Μπροστά στα μάτια μας απλώθηκε ένα απαίσιο μεσαιωνικό τοπίο. Πάνω από τα κεφάλια μας υψώνονταν απειλητικά τα τείχη του κάστρου και όλο το περιβάλλον, μας έκοβε την ανάσα. Στις επάλξεις του φρουρίου υπήρχαν πολλές σκοπιές με άγρυπνους φρουρούς και ολοτρόγυρα αδιαπέραστα συρματοπλέγματα. Μας μάντρωσαν για καλά σε αυτό το τερατόμορφο φρούριο, λες και μπήκαμε στη Μαύρη Τρύπα του Σύμπαντος!

Ένα ανηφορικό καλντερίμι άρχιζε από την καστρόπορτα και ανέβαινε με πολλές στροφές προς την κορυφή του κάστρου. Το τσουχτερό κρύο και το άφθονο χιόνι, με πάχος πάνω από 40 εκ., καθώς και τα σπαθωτά κρύσταλλα που κρέμονταν απ’ τις στέγες των κτισμάτων του κάστρου, μας τρόμαζαν. Αυτό το φοβερό μάντρωμα, το καταθλιπτικό αυτό μεσαιωνικό περιβάλλον, μας δημιούργησε την αίσθηση του αγύριστου δρόμου…

Μπροστά μας ο αξιωματικός, πίσω εμείς οι τρεις και πιο πίσω δύο φρουροί ανεβαίναμε τον Γολγοθά της αιχμαλωσίας μας, ανεβαίναμε το καλντερίμι, που οδηγούσε προς τα κορυφαία χτίσματα του φρουρίου. Όταν ανεβαίναμε συναντούσαμε συναιχμαλώτους με στολή και όλοι τους μας χαιρετούσαν εγκάρδια. Ο χαιρετισμός τους μας έδωσε κάποιο κουράγιο. Δεν είμαστε μόνοι μας σ’ αυτό το αφιλόξενο κάστρο. Υπάρχουν και άλλοι αιχμάλωτοι από τις συμμαχικές χώρες.

Φτάσαμε στα τελευταία χτίσματα του κάστρου. Μια καλντεροστρωμένη αυλή με γύρω – γύρω οικοδομές. Στην αυλή πηγαινοέρχονταν πολλοί αιχμάλωτοι, μιλώντας αγγλικά, γαλλικά και άλλες γλώσσες. Μόλις μπουκάραμε στην αυλή, σταμάτησαν όλοι και ένα «καλωσορίσατε» στα αγγλικά ακούστηκε δυνατά. Για μια στιγμή νομίσαμε πως ο Ιταλός αξιωματικός θα μας οδηγήσει σε κάποιο θάλαμο του στρατοπέδου. Μόλις έφτασε στο κράσπεδο της αυλής, βλέπουμε να στρίβει δεξιά και να σταματάει σε μια μικρή πόρτα με ένα τετράγωνο παραθυράκι δέκα εκατοστών, έβγαλε από την τσέπη του ένα μεγάλο κλειδί, άνοιξε την πόρτα και μας είπε:

«Εδώ μέσα στο Πειθαρχείο θα ζήσετε 40 μέρες. Έξω στην αυλή θα βγαίνετε μία φορά το πρωί και μια το απόγευμα, για μια ώρα την κάθε φορά. Εδώ θα πληρώσετε την απόδρασή σας. Από εδώ ούτε σκέψη για απόδραση δεν πρέπει να κάνετε!».

Ο Ιταλός, τελειώνοντας την φράση του, βγήκε έξω, τράβηξε με δύναμη την πόρτα, έβαλε το κλειδί στην κλειδαρότρυπα, έστριψε προς τα δεξιά δύο φορές και άνοιξε.

Μόλις ο Ιταλός αξιωματικός ετοιμαζόταν ν’ αποχωρήσει προλάβαμε να του πούμε από το φιλιστρίνι: «τα κάστρα και τα μπουντρούμια σας δεν μας τρομάζουν!».

Όλα τα περιμέναμε, μα να σκεφτούμε, πως θα μέναμε σ’ ένα κελί τύπου Αλή – Πασά, εδώ στην Ιταλία δεν το υποψιαστήκαμε. Ένα σκοτεινό κελί, θολωτό, μ’ ένα ύψος μόλις 1,80 μ. με εμβαδόν μόλις 4Χ3, τσιμεντοστρωμένο, με τρία ράντσα σιδερένια, με στρώμα καραβόπανο, δεν το φανταστήκαμε. Σ’ αυτό το ταφοκέλι, έπρεπε να περάσουμε σαράντα ολόκληρες μέρες.

Δεν προσπαθούσαμε να γίνουμε ήρωες, κανένας άνθρωπος δεν γεννιέται ήρωας. Όταν όμως ο άνθρωπος (όποιος άνθρωπος) υπερβεί τον εαυτό του, οι πράξεις του μπορεί να είναι ηρωικές. Προϋπόθεση όμως, για να υπερβείς τον εαυτό σου, πρέπει να πιστέψεις ότι οι πράξεις σου είναι τέτοιες που αξίζει να δώσεις και την ζωή σου ακόμα!

Και οι τρεις μας, παρόλο που τα γεγονότα τα βλέπαμε από διαφορετική οπτική γωνιά, μας ένωνε η μεγάλη ιδέα της λευτεριάς της πατρίδας μας και όλης της Ευρώπης, που στέναζε κάτω από τις ορδές του Χίτλερ. Και τους τρεις μας ένωνε η περίκαλλη λέξη «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ». Ισότητα, αδελφοσύνη, δικαιοσύνη κοινωνική και ο μεγάλος πόθος μας για ΕΙΡΗΝΗ σ’ όλο τον κόσμο και σ’ όλον τον όμορφο Πλανήτη μας.

Αυτές οι μεγάλες ιδέες, μας δημιουργούσαν μια τέτοια έντονη ψυχολογική έξαρση που δεν λογαριάζαμε καμιά δεινοπάθεια, καμιά κακουχία και δεν μας τρόμαζε καμιά απειλή.

Καθίσαμε στο ράντζο και χαμογελώντας εγώ, είπα:

– «Εσύ Χάρη σαν Ηπειρώτης, θα είδες το κάστρο του Αλή – Πασά».

– «Και βέβαια το είδα». Απάντησε ο Χάρης.

– «Εσύ Παντελή που να το δεις, από την Κρήτη».

– «Δεν το είδα βέβαια, αλλά το γνωρίζω από περιγραφές άλλων. Πράγματι αυτό εδώ είναι ένα σωστό μπουντρούμι!»

– «Εγώ τι να πω. Ποτέ δεν φανταζόμουν να βρεθώ σ’ ένα τέτοιο κάστρο του Μεσαίωνα και σ’ ένα μπουντρούμι του Αλή – Πασά».

– «Μην απορείς Γιώργη!» μου απάντησε ο Παντελής και συνέχισε..

– Ας τ’ αφήσουμε αυτά κι’ ας σκεφτούμε τώρα, πως θάρθουμε σ’ επαφή με τους Εγγλέζους και τους άλλους, και πώς θα οργανώσουμε τη ζωή μας, τις σαράντα μέρες σ’ αυτό το κελί, πανάθεμά το».

Συμφωνήσαμε και οι τρεις μας ναρθούμε σ’ επαφή με τον έξω από το κελί μας κόσμο. Εγγλέζικα δεν ξέραμε. Ο Χάρης όμως ήξερε Γαλλικά κι έτσι θα ψάχναμε να βρούμε κάποιον που να ήξερε Γαλλικά ή Ιταλικά.

«Αύριο» είπαμε, «μόλις θα έρθει ο φύλακας και μας ανοίξει το κελί να βγούμε έξω, θα πρέπει να πούμε σε κάποιον που θα συναντήσουμε στις τουαλέτες, ποιοι είμαστε, γιατί μας έφεραν εδώ και θα τους παρακαλέσουμε να μας δώσουν Ιταλικά βιβλία, αν υπάρχουν, και μια Ιταλοαγγλική μέθοδο καθώς και ορισμένα τρόφιμα».

Η πρώτη αυτή νύχτα ήταν για μας, εφιαλτική. Χίλιες δυο υποψίες στριφογύριζαν στο μυαλό μας. Τι διάβολο Κάστρο είναι αυτό; Για εξόντωση μας έστειλαν εδώ; Γιατί μας έχωσαν σ’ αυτό το θανατοκέλι; Δίχως νερό, δίχως τουαλέτα. Τέσσερις υγροί τοίχοι, ένα λαμπάκι μ’ ένα φως υποτονικό κι ένας θόλος κατάμαυρος, μας έκοβε την ανάσα, κι ένα φινιστρίνι στην πόρτα μ’ ένα άγριο μάτι να μας κατασκοπεύει συνεχώς. Μια κουβέρτα για σκέπασμα το καταχείμωνο. Περάσαμε την πρώτη νύχτα τουρτουρίζοντας. Ύστερα από έντονη διαμαρτυρία μας, μας έδωσαν την επόμενη μέρα και άλλη μια κουβέρτα.

Μόλις το πρωί ο φύλακας μας έβγαλε στην αυλή του στρατοπέδου, ο Χάρης βρήκε κάποιον Καναδό Γαλλόφωνο, γνωριστήκαμε και μας υποσχέθηκε να φροντίσει για όλα. Έτσι λοιπόν, γινήκαμε γνωστοί στον Εγγλέζο Ταξίαρχο (δυστυχώς δεν θυμάμαι το επίθετό του) που αναγνωρίζονταν από τη διοίκηση του στρατοπέδου ως αντιπρόσωπος όλων των αιχμαλώτων του στρατοπέδου.

Σε λίγες μέρες είχαμε Ιταλικά βιβλία, Γαλλικά, Εγγλέζικα και μια Ιταλοαγγλική μέθοδο (άνευ διδασκάλου). Είχαμε πια στα χέρια μας το κλειδί για να μπορέσουμε να κάνουμε την απομόνωσή μας κάπως πιο υποφερτή.

Επίσης το συσσίτιο το ενισχύσαμε με κάποιο δέμα του Ερυθρού Σταυρού, που μας έστειλαν οι Εγγλέζοι. Και το σπουδαιότερο, στην πρωινή μας έξοδο στην αυλή για μισή ώρα, ο Καναδός λοχαγός μας έδινε τα πολεμικά νέα, γραπτά στα Γαλλικά. Όλα αυτά έγιναν χωρίς να ξέρει η Ιταλική διοίκηση, η οποία είχε δώσει εντολή να βρισκόμαστε σε κατάσταση πλήρους απομόνωσης. Και τούτο το κατορθώσαμε γιατί η πλειοψηφία των φυλάκων μας ήταν αντιφασίστες. Και εδώ ακουγότανε το «Porco Mousolini».

Από τους Εγγλέζους μάθαμε πως είμαστε έγκλειστοι στο Μεσαιωνικό φρούριο του Βαρβαρόσσα, που σημαίνει στο Κάστρο του Κοκκινογένη. Οι Φρουροί Ιταλοί το έλεγαν «Forte di Gavi» δηλαδή Φρούριο που ήταν κοντά στο χωριό Γκάβι (Gavi).

Ο εγκλεισμός μας στο κελί διήρκεσε από τις 20 Νοέμβρη μέχρι τέλος Δεκέμβρη του 1942. Την εποχή αυτή συνεχίζονταν η γιγαντομαχία του Στάλινγκραντ.

Επίσης, πολλές ελπίδες και χαρά μας έδωσε η ήττα του Ρόμελ στη Β. Αφρική. Στο Στρατόπεδο εκτός από τους Άγγλους αξιωματικούς, υπήρχαν και Καναδοί, Νεοζηλανδοί, Αυστραλέζοι, τρεις Σέρβοι, τρεις Έλληνες. Αργότερα ήρθε στο φρούριο της μικρής πόλης Γκάβι, ο Έλληνας δικηγόρος Γεώργιος Πετούνης, ως επικίνδυνος για το στρατόπεδο Σαν – Ρομάνο. Άνθρωπος αξιόλογος, πολυμαθής, αρχαιολάτρης.

Τέλος, του Δεκέμβρη μας έβγαλαν από το κελί και μας τοποθέτησαν σ’ έναν από τους θαλάμους του στρατοπέδου μαζί με Εγγλέζους, Νεοζηλανδούς και Καναδούς (Την εποχή εκείνη ο Καναδάς, ανήκε στο Ενωμένο Βασίλειο). Κάθε τόσο οι Γάλλοι του Καναδά φιλονικούσαν έντονα με τους Εγγλέζους του Καναδά. Ένας Γαλλοκαναδός, θυμάμαι έλεγε στον Εγγλεζοκαναδό:

– «Οι μεγαλύτεροι εχθροί μας είναι οι Εγγλέζοι».

Ένας από αυτούς κόλλησε και σ’ εμάς τους Έλληνες.

– «Έχει γούστο», μας έλεγε, «να σας απελευθερώσουν οι Τούρκοι».

Το επανέλαβε κάμποσες φορές. Τελικά κι εμείς του απαντήσαμε κατάλληλα…

– «Έχει γούστο», του είπαμε, «να σας απελευθερώσουν οι Ρώσοι».

Έτσι σταμάτησε το κόλλημα.

Γενάρης 1943. Χειμώνας τσουχτερός! Χιόνι πάνω από 50 εκατοστά. Τα κρύσταλλα σαν «Δαμόκλειες σπάθες» κρέμονταν απειλητικά πάνω από τις αστρέχες των οικοδομών του στρατοπέδου. Από το τελευταίο άνω πλατύσκαλο του καλντεριμιού, βλέπαμε τις αστρέχες της μικρής πόλης Γκάβι, κατασκέπαστες από ένα χοντρό στρώμα χιονιού. Πέρα από την πόλη, ο μικρός κάμπος ολόασπρος κοιμότανε τον μακάριο ύπνο του χειμώνα.

Στο κάστρο, στο τρομερό αυτό κάστρο του Βαρβαρόσσα, Γενάρης μήνας, όλοι οι αιχμάλωτοι ακροάζονταν μέσω των ειδήσεων την γιγάντια μάχη του Στάλινγκραντ. Κάθε μέρα και καινούργια είδηση. Οι Γερμανοί μπήκαν στην πόλη. Οι Ρώσοι μάχονται από σπίτι σε σπίτι, από διαμέρισμα σε διαμέρισμα, από δωμάτιο σε δωμάτιο.

Η ανάσα μας κομμένη. Τι θ’ απογίνει; Θα περάσουν οι Γερμανοί τον Βόλγα; Αιφνιδιαστικά οι ειδήσεις από το Λονδίνο μιλάνε για μεγάλη αντεπίθεση των Ρώσων. Αναθαρέψαμε! Ύστερα από μερικές μέρες μαθαίνουμε ότι, η στρατιά του Πάουλου κινδυνεύει να κυκλωθεί. Η χαρά μας μεγάλη. Περιμένουμε με αγωνία την έκβαση της μεγάλης αυτής μάχης.

Πέρασαν αρκετές μέρες, και σε κάποιο γεύμα μας ανακοίνωσαν πως τα υπολείμματα της στρατιάς καθώς και ο Πάουλους μαζί με το επιτελείο παραδόθηκαν. Ένα ουρανόφθαστο «Ζήτω οι Ρώσοι» ακούστηκε σε όλο το στρατόπεδο και αρκετοί Εγγλέζοι αξιωματικοί ανεβήκανε στα τραπέζια της τραπεζαρίας και ζητωκραυγάζανε.

Όλοι πιστέψαμε πως άρχιζε πια η αρχή του τέλους της Χιτλερικής Γερμανίας και πως η νίκη των Συμμάχων είναι πια βέβαιη. Οι ελπίδες για την ελευθερία μας μεγάλωσαν!

Στη συνέχεια τα μέτωπο της Ουκρανίας άρχισε να φυλλορροεί. Ιταλοί, Ούγγροι και Ρουμάνοι πανικόβλητοι τσαλακώνονταν και διαλύονταν. Ο Μουσολίνι σιωπούσε, μα ο Ιταλικός λαός κρυφοχαιρότανε που ο άξονας έπαιρνε τον κατήφορο και εμείς περιμέναμε με αγωνία ένα δεύτερο μέτωπο στην Ευρώπη.

Οι ερωτήσεις στο στρατόπεδό μας έδιναν και έπαιρναν. Εμείς ρωτούσαμε τους Εγγλέζους, Καναδούς και Νεοζηλανδούς. «Μα τι διάβολο κάνουν οι δικοί σας; Δεν νομίζετε πως πρέπει να βοηθήσετε τους Ρώσους, ανοίγοντας επιτέλους ένα δεύτερο μέτωπο στην Ευρώπη».

Μερικοί από τους Εγγλέζους έλεγαν:

«Πρέπει οι Ρώσοι να ματώσουν ακόμα, για να έχουν οι δικοί μας, αργότερα στην Ευρώπη το πάνω χέρι!».

Οι μήνες κυλούσαν, οι Ρώσοι συνεχώς προωθούνταν προς τη Δύση. Οι Γερμανοί σε όλη τη διάρκεια του χειμώνα υποχωρούσαν από την Ουκρανία, ώσπου την άνοιξη του 1943 εγκατέλειψαν το Ροστόβ και τον Ιούνιο οι Γερμανοί σταμάτησαν στην πόλη Κούρσκ.

Οι σύμμαχοι ακόμα δεν φαίνονταν ν’ ανοίγουν το περιλάλητο δεύτερο μέτωπο! Αυτό μας ανησυχούσε. Η προπαγάνδα του Μουσολίνι άφηνε να εννοηθεί πως οι σύμμαχοι κάποια μέρα θα συγκρουσθούν μεταξύ τους και θα τα ταιριάξουνε με τον Άξονα.

Ιούλιος 1943. Στο θύλακα του Κούρσκ άρχισε η μεγαλύτερη μάχη των τανκς που γνώρισε ποτέ ο κόσμος. Οι Ιταλικές εφημερίδες εκθείαζαν τα Γερμανικά τανκς και προκαθόριζαν την νίκη των Γερμανών με προοπτική να ξαναφτάσουν στο Βόλγα.

Περιμέναμε με αγωνία την έκβαση της μεγάλης αυτής μάχης των τεθωρακισμένων. Υστέρα από τέσσερις- πέντε μέρες, οι Ιταλικές εφημερίδες κατάπιαν την γλώσσα τους. Καταλάβαμε πως οι Γερμανοί πήραν την κάτω βόλτα.

Ύστερα από λίγες μέρες, μάθαμε πως οι Γερμανοί όχι απλώς ηττηθήκανε, μα πως σι Ρώσοι περάσανε στην αντεπίθεση και προχωρούν ακάθεκτοι προς τη Δύση. Μια αισιοδοξία και αγαλλίαση κατέλαβε ολόκληρο το στρατόπεδό μας. Και μαζί με μάς χαιρόντουσαν και οι φρουροί μας. Μονάχα μερικοί μελανοχίτωνες ήταν κατυφείς.

Η ζωή μας πια κυλούσε χαρούμενη και ελπιδοφόρα. Οι μέρες περνούσαν διαβάζοντας και παράλληλα προσπαθούσα να μάθω με μια Ιταλo-αγγλική μέθοδο, λίγα εγγλέζικα. Είχαμε κατορθώσει να μπορούμε με ένα Ιταλο-αγγλικό λεξικό να μεταφράζουμε μικρά κείμενα. Η αιχμαλωσία θέλει γερά νεύρα. Αν δεν βρεις σωστή απασχόληση που να σε τραβάει, να σε ελκύει και να λες μέσα σου, ά, και λίγο ακόμα, μπορείς να πάθεις μαρασμό, τέτοιο μαρασμό που μπορεί να σε οδηγήσει στην κατάθλιψη, ακόμα και στην τρέλα.

Μαθαίναμε Ιταλικά για την επόμενη δραπέτευση και Αγγλικά για να μιλάμε με τους Εγγλέζους ή Αμερικάνους όταν θα περνούσαμε στην Ελευθερία μετά από επιτυχή μελλοντική απόδραση. (Απόδραση απ’ αυτό το τρομερό κάστρο ήταν αδύνατη και όλοι οι αιχμάλωτοι, ήταν επανασυλληφθέντες δραπέτες με πείρα και επιθυμία για δραπέτευση, δεν κατόρθωσε κανείς μας να δραπετεύσει.)

Είχαμε δύο τέτοια κρούσματα τρέλας. Και να σκεφτείς πως είσαι δέσμιος σ’ ένα κάστρο που η διάμετρος του ουρανού δεν υπερέβαινε τα 50 μέτρα. Οι επιστήμονες που ασχολούνται με το Σύμπαν θεωρούν τον άνθρωπο σαν όμηρο σε μια γωνία του Σύμπαντος. Ε, τότε τι είμαστε εμείς, καταχωνιασμένοι σε μια σταλιά τόπο, περιτριγυρισμένοι από τα Θεόρατα τείχη του Κάστρου;

Σε τέτοιες καταστάσεις δεν σε σώζουν ούτε τα τραπουλόχαρτα, ούτε το καλό φαί, ούτε το κάπνισμα, ούτε το τάβλι. Μονάχα μια δημιουργική απασχόληση και η πίστη στον αγώνα μπορούν να σε κρατήσουν «όρθιο». Και οι τρείς μας είχαμε πίστη στον αγώνα και δημιουργική απασχόληση.

Οι μέρες του καλοκαιριού, αυτού του καλοκαιριού, περνούσαν διαβάζοντας και παρακολουθώντας την προώθηση των Σοβιετικών προς Δυσμάς και περιμένοντας εναγωνίως κάποια απόβαση των Συμμάχων στην Ευρώπη. Οι συζητήσεις γύρω από το θέμα αυτό κυριαρχούσαν σε όλο το στρατόπεδο. Άλλοι έλεγαν η απόβαση των Συμμαχικών Δυνάμεων θα γίνει στην Γαλλία, άλλοι στο Βέλγιο, άλλοι στην Ελλάδα, μια που η στρατιά τον Τολμπούχιν κατευθύνονταν προς τα Βαλκάνια και η αντίσταση των Σέρβων και των Ελλήνων ήταν καθολική και πολύ ενεργητική και λίαν πετυχημένη.

Ήταν πρωί 8 του Οκτώβρη 1943. Εγώ και αρκετοί άλλοι συναιχμάλωτοι καθόμασταν στο υψηλότερο πλατύσκαλο του καλντεριμιού και παρατηρούσαμε τους κατοίκους της πόλης. Ξαφνικά, βλέπουμε πολύ κόσμο να τρέχει στους δρόμους και να συγκεντρώνεται στην Πλατεία της πόλης. Μπά, είπαμε, τί έπαθε αυτός ο κόσμος και τρέχει έτσι; Σε λίγο βλέπουμε ν’ ανάβουν στην πλατεία φωτιές και το πλήθος να ρίχνει στη φωτιά κάτι αντικείμενα!

«Τι συμβαίνει,» ρωτούσαμε τους Ιταλούς του φρούριου.

«Α, δεν το ξέρετε», μας είπε κάποιος Ιταλός.

«Τί να ξέρουμε»

«Έπεσε ο Μουσολίνι και ρίχνουν τα πορτραίτα του στη φωτιά». Την εξουσία ανέλαβε ο Στρατηγός Μπαντόλιο. Επίσης, μάθαμε πως οι Εγγλέζοι έκαναν απόβαση στην Κάτω Ιταλία.

Χαρά μεγάλη απερίγραπτη! Τι θ’ απογίνουμε εμείς; Θα μας ανοίξουν την καστρόπορτα του Κάστρου Μπαρμπαρόσσα; Θα ελευθερωθούμε; Θα γυρίσουμε στην πατρίδα, θα μας παραδώσει ο Μπαντόλιο στους Συμμάχους; Τι Θα γίνει; Αυτά και πολλά άλλα ερωτηματικά στριφογύριζαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο ανήσυχο μυαλό μας.

Ένας Εγγλέζος αξιωματικός ανέβαινε τρεχάτος το καλντερίμι. Νάτος, λαχανιασμένος, έφτασε στο πλατύσκαλο και μας είπε: «Ο ταξίαρχός μας πήγε στη Διοίκηση τον κάστρου, για να ζητήσει από τον Διοικητή να μας ανοίξει την καστρόπορτα. Ετοιμαστείτε να φύγουμε προτού φτάσουν οι Γερμανοί».

Μια γενική αναστάτωση στο στρατόπεδό μας. Άλλοι ανεβαίναμε το καλντερίμι, άλλοι κατεβαίνανε κάτω προς τη Διοίκηση για να μάθουν την απόφαση του Κολονέλου. Οι καρδιές μας χτυπούσαν ποιός ξέρει με πόσους χτύπους στο δευτερόλεπτο. Οι ματιές μας, οι ματιές όλων μας, ήταν επικεντρωμένες στην πόρτα της Διοίκησης.

Ο χρόνος σε τέτοιες αποφασιστικές στιγμές, τα δευτερόλεπτα μοιάζουν με ώρες και οι ώρες με μέρες ατέλειωτες. Αναμέναμε εναγωνίως την απόφαση του Κολονέλου (Συνταγματάρχου) Διοικητού του Στρατοπέδου.

Ξέραμε όλοι, ότι ένας Γερμανός Στρατηγός, πριν μια εβδομάδα είχε επιθεωρήσει λεπτομερειακά το στρατόπεδό μας. Επίσης, ξέραμε ότι το στρατόπεδο βρίσκονταν σε μεγάλη επιτήρηση από τις στρατιωτικές αρχές. Νοιώθαμε να μας απειλεί μια συμφορά. Μια φοβερή γερμανική αιχμαλωσία και μάλιστα μια ομηρία αχαλίνωτη, δίχως καμιά εγγύηση για την ζωή μας και την βίωσή μας!

Τελικά ο Εγγλέζος ταξίαρχος, βγήκε από την Ιταλική Διοίκηση του στρατοπέδου και κατευθύνθηκε προς το κελί του, συνοδευόμενος από την άτυπη επιτροπή των αιχμαλώτων.

Η αγωνία, μας περιμένοντας την απόφαση τον Κολονέλου, κορυφώθηκε! Σε λίγο, στο κάτω πλατύσκαλο του καλντεριμιού, παρουσιάστηκε η άτυπη επιτροπή! Κατηφορίσαμε τρεχάτοι, όσοι ήμασταν στο πάνω πλατύσκαλο και κυκλώσαμε την επιτροπή. Με τα λίγα εγγλέζικα και τη λύπη ζωγραφισμένη στα πρόσωπα της επιτροπής, καταλάβαμε πως η απάντηση ήταν αρνητική.

Στη συνέχεια μας είπε ό,τι ο Ιταλός Διοικητής τον στρατοπέδου, αρνείται να μας ανοίξει την καστρόπορτα του στρατοπέδου, αν δεν λάβει την εντολή των ανωτέρων του.

Η απάντηση για μας και για όλους τους αιχμαλώτους του στρατοπέδου ήταν κεραυνός. Η αγωνία μας απερίγραπτη. Η μέρα αυτή, η 8η του Οκτώβρη τον 1943, ήταν η πιο φαρμακερή μέρα της αιχμαλωσίας μας και έσβησε από τα πρόσωπά μας η χαρά που μας είχε δώσει η είδηση για την πτώση του Μουσολίνι και η απόβαση των Αμερικανο-Εγγλέζων στην Κάτω Ιταλία.

Η νύχτα της 9ης Οκτώβρη, ήταν εφιαλτική και δεν κλείσαμε μάτι. Όταν έφεξε η ενάτη μέρα του Οκτώβρη και βγήκαμε στα προαύλια του στρατοπέδου και είδαμε ψηλά στις σκοπιές να μας κοιτάνε με άγριο βλοσυρό μάτι οι σιδηρόφραχτοι Γερμανοί, έτοιμοι, με τα αυτόματά τους να πατήσουν την σκανδάλη σε κάθε ύποπτη κίνησή μας, λές και άνοιξε η γη να μας καταπιεί. Τι Θα μας κάνουν οι Γερμανοί; πού Θα μας πάνε; Μήπως μας εξοντώσουν; Θα μας κρατήσουν εδώ στο Κάστρο; Θα μας κουβαλήσουν στα Στρατόπεδα της Γερμανίας; Μήπως μας οδηγήσουν σε κανένα ομαδικό τάφο;

Τέτοιες σκέψεις κυκλοφορούσαν ανάμεσα σ’ όλους τους αιχμαλώτους του Στρατοπέδου. Η τρίτη μας αιχμαλωσία άρχισε! Το μέλλον για μάς ήταν σκοτεινό και αβέβαιο! Από τους Ιταλούς μάθαμε, ότι στη διάρκεια της νύχτας σι Γερμανοί «εξ εφόδου» κατέλαβαν το κάστρο, αφού εξουδετέρωσαν την αντίσταση της Ιταλικής φρουράς. Υπήρχαν και Θύματα.

Ενθυμούμαι σαν τώρα, έναν Ιταλό στρατιώτη που ανηφόριζε το καλντερίμι, πέταξε το όπλο του και είπε:

«Τώρα μας χρειάζεται ένας Λένιν»

«Ναί!» του είπα «μα εσύ πετάς το όπλο σου».

«Ναι» μού είπε, «τί να το κάνω! Σε λίγο Θα μου το πάρουν οι Γερμανοί» και πρόσθεσε: «Αν γλυτώσω από αυτούς τους καταραμένους, θα το ξαναπάρω και θ’ ανέβω στις Άλπεις και τότε λογαριαζόμαστε».

Ποιός ξέρει τι απόγινε αυτός ο Ιταλός! Επέζησε από τη Χιτλερική λαίλαπα, ανέβηκε στις Άλπεις, έγινε παρτιζάνος; (αντάρτης). Αν συνέχισε τον αγώνα και ζει ακόμα, το όπλο το έχει «τιμής ένεκεν» στο σπίτι του. Η εθνική αντίσταση τιμήθηκε στην Ιταλία.

Η κατάληψη του φρουρίου από τους Γερμανούς, ήταν για μάς μια τρίτη αιχμαλωσία, μια πραγματική τραγωδία. Η πρώτη νύχτα με φρουρούς Γερμανούς ήταν για όλους, εφιαλτική. Κανείς δεν έκλεισε μάτι. Ξαπλωμένοι στα κρεβάτια συζητούσαμε μήπως μπορούσαμε να βρούμε κάποια λύση, κάποια διέξοδο.

Μερικοί λέγανε να συγκεντρωθούμε κατά ομάδες και να κάνουμε γενική έφοδο κι όποιος ζήσει. Ναι, έλεγαν πολλοί, μα πώς μπορούμε να πιάσουμε τους Γερμανούς, που είναι ταμπουρωμένοι στις επάλξεις τον φρουρίου, και ο εσωτερικός χώρος του φρουρίου, βάλλεται από τα διασταυρούμενα πυρά των πολυβόλων τούς; Πώς μπορούμε να σκαρφαλώσουμε και να φτάσουμε τους Γερμανούς; Κι’ άλλα παρόμοια, λεγόντουσαν πάνω στην απελπισία που μας είχε κυριεύσει….

Ξημέρωσε! Ακόμα δεν είχαμε βγει στο προαύλιο όταν, στους θαλάμους μπήκαν ορισμένα μέλη της άτυπης επιτροπής του στρατοπέδου και μας έκαναν γνωστό πως εδώ και πολλές μέρες μια ομάδα αξιωματικών έχει μπει στα ‘άδυτα των αδύτων’ του κάστρου (στα υπόγεια του κάστρου) και εργάζονται ν’ ανοίξουν διέξοδο στα θεμέλια του φρουρίου. Και πρόσθεσαν μάλιστα, πως «ίσως» και απόψε να γίνει «η απόδραση».

Αυτή η είδηση μας έδωσε κάποια ελπίδα. Στη διάρκεια της ημέρας μας οργανώσανε σε ομάδες, μας έδωσαν διάγραμμα του δρομολογίου, από την είσοδο πού θα μπαίναμε στα υπόγεια τον κάστρου, μέχρι την έξοδο. Επίσης, σε κάθε ομάδα έδωσαν και την σειρά της εισόδου στο υπόγειο του κάστρου.

Η αγωνία μας κορυφώθηκε, αναμένοντας να νυχτώσει. Ο καθένας άρχισε να μαζεύει ό,τι πολυτιμότερο είχε και λίγα τρόφιμα για τις πρώτες μέρες της απόδρασής μας, με την εντολή το βάρος του δέματος να μην υπερβεί τα δύο κιλά.

Νύχτωσε! Στους Θαλάμους συγκεντρωμένοι καθ’ ομάδες αναμένοντας το σύνθημα της εκκίνησης! Οι ώρες ήταν κρίσιμες, η αγωνία, αναμένοντας την είδηση, κορυφώνονταν και η καρδιά γοργοχτυπούσε ακατάπαυστα. Τέλος, να και ένας από την επιτροπή μπήκε στο Θάλαμό μας. Ακίνητοι όλοι, περιμέναμε την εντολή του! «Δυστυχώς», η λέξη αυτή έπεσε σαν κεραυνός. «Δυστυχώς σύντροφοι, απόψε δεν μπορούμε να βγούμε, γιατί δεν κατορθώσαμε ν ανοίξουμε την τρύπα! Πιστεύουμε αύριο να τα καταφέρουμε, μήν απελπίζεστε!».

Αυτό το «μήν απελπίζεστε» μας έδωσε κάποιο μικρό κουράγιο και ελπίδα. Η νύχτα πέρασε! Η αυγή μας βρήκε ξύπνιους με ελπίδα, μήπως την νύχτα γίνει το “θαύμα” και γλυτώσουμε από τα νύχια τον Γερμανού.

Το πρωί 10 τον Οκτώβρη 1943, απρόσμενα, μια ομάδα ενόπλων Γερμανών SS με μανιακό ύφος και μάτια γεμάτα μίσος και φοβέρα έδωσαν εντολή να βγούμε όλοι από τους θαλάμους, να παραταχθούμε στην αυλή του στρατοπέδου σε παράταξη τριών ζυγών μέσα σε πέντε λεπτά. Αυτό το «σε πέντε λεπτά» μας τρόμαξε! Γνωρίζοντας όμως ότι το συνεργείο στα έγκατα του φρουρίου εργάζονταν για την διάνοιξη της τρύπας, για την νυχτερινή απόδρασή μας, υποθέσαμε ότι, οι Γερμανοί ανακάλυψαν το συνεργείο.

Οι Γερμανοί, βλέποντας την απροθυμία μας να μπούμε σε παράταξη άρχισαν να μπαίνουν στους θαλάμους και να βγάζουν με την βία όσους αργούσανε να συμμορφωθούν με τη διαταγή τους

Άγριες φωνές, βαρβαρικές φωνές, αγκάλιασαν όλο το στρατόπεδο. Τελικά η παράταξη έγινε. Ένας Γερμανός αξιωματικός, έχοντας δίπλα του έναν Εγγλέζο αξιωματικό που ήξερε τα Γερμανικά, άρχισε να μιλάει:

«Ακούστε με προσοχή! Σε μια ώρα, δηλαδή στις 11.00 ακριβώς, με τα λιγοστά σας ατομικά αντικείμενα, να είστε όλοι συγκεντρωμένοι στην κάτω αυλή του κάστρου, έτοιμοι για αναχώρηση. Όποιος θα επιχειρήσει να κρυφτεί κάπου, Θα εκτελεστεί επιτόπου, δίχως καμιά άλλη διαδικασία!»

Έτσι, η ελπίδα για την απόδραση χάθηκε. Αναχωρούμε! Για πού; Δεν είναι γνωστό. «Στο άγνωστο, στο μαύρο άγνωστο! Στην Γερμανία» είπαν μερικοί. «Μήπως μας πάν για εκτέλεση;» είπαν άλλοι. Η φράση «για πού» πλανιόταν σ’ όλο το στρατόπεδο.

Συζητώντας οι τρείς μας καταλήξαμε ή ότι κάποιος πρόδωσε την προσπάθεια της απόδρασης, ή οι Γερμανοί ερευνώντας τα υπόγεια του κάστρου, τυχαία ανακαλύψανε το ρήγμα στα θεμέλια του κάστρου, ωστόσο συνειδητοποιήσαμε πως οδηγούμαστε στην τρίτη αιχμαλωσία, σε μια πραγματική ομηρία Γερμανικού τύπου με άδηλο το τέλος μας.

«Το θερίο είναι επικίνδυνο όταν ψυχοραγεί». Αρον – άρον συγκεντρωθήκαμε στην κάτω αυλή, μπροστά στην τεράστια καστρόπορτα. Κάποιος φώναξε:

«Κουράγιο σύντροφοι! Όλα θα περάσουν! Οι Σύμμαχοι προχωρούν στην Κάτω Ιταλία». Ήταν μια θαρραλέα, υποσχόμενη φωνή. Η φράση: «Οι Σύμμαχοι προχωρούν» μας έδωσε κουράγιο.

Αναθαρρέψαμε κάπως, έτοιμοι για τον καινούργιο Γολγοθά μας. Έξω από την εξώπορτα τον Κάστρου ήταν αραδιασμένα πολλά φορτηγά αυτοκίνητα. Όπως μας είχαν συντάξει ανά τριάδες, οι Γερμανοί με τα όπλα στο χέρι και τα δάχτυλα στην σκανδάλη μας ανεβάσανε κατά ομάδες από 25 – 25 στις καρότσες των φορτηγών, τοποθετώντας σε κάθε αυτοκίνητο δύο άγρυπνους φρουρούς, έτοιμους να σκοτώσουν όποιον θα επιχειρούσε να δραπετεύσει.

Προτού ξεκινήσει η φάλαγγα, ο επικεφαλής της φάλαγγας Γερμανός αξιωματικός, με ύφος οργήλο και φωνή απειλητική είπε:

«Όποιος από ‘σάς θα προσπαθήσει να αποδράσει, θα εκτελεσθεί επιτόπου, χωρίς καμιά άλλη προειδοποίηση». Το έλεγε Και το εννοούσε. Το έκαμε άλλωστε, όταν ο Παντελής Σαββάκης απέδρασε και τραυματίστηκε, έδωσε εντολή να του δώσουν τη χαριστική βολή. Ευτυχώς τους ξέφυγε και ελευθερώθηκε.

Η φάλαγγα σιγά-σιγά ξεκίνησε και σε λίγο μπήκε στο δημόσιο δρόμο. Προσπαθούσαμε να καταλάβουμε αν μας πηγαίνανε προς τον Νότο ή προς τον Βορρά. Φτάσαμε σε μια διασταύρωση. Ο ένας δρόμος γύριζε δεξιά προς τον Νότο και ο άλλος ανηφόριζε προς το Βορρά. Είδαμε πως η φάλαγγα ανηφόρισε προς το Βορρά. Τότε καταλάβαμε πως πάμε ίσως για την Αυστρία! Σε λίγο αντικρίσαμε τις βορειο-ανατολικές Άλπεις. Ναι, είπαμε, μας πάνε για την Αυστρία! Κάπως ησυχάσαμε.

Ύστερα από μια ώρα διαδρομή, σ’ έναν επαρχιακό δρόμο, φτάσαμε σε κάποιο σιδηροδρομικό σταθμό. Πάνω στις σιδηροτροχιές περίμενε μια αμαξοστοιχία με πολλά βαγόνια. Τα περισσότερα ήταν φορτηγά και έγραφαν «Ιππων». Δύο-τρία μονάχα ήταν επιβατικά. Καταλάβαμε πως προορίζονταν για μάς. Η μηχανή της αμαξοστοιχίας «έβλεπε» προς την Ανατολή. Τα φορτηγά αυτοκίνητα που μας κουβαλούσαν από το στρατόπεδο Μπαρμπαρόσσα, παρατάχθηκαν παράλληλα με τα βαγόνια της αμαξοστοιχίας.

Σε λίγο δόθηκε η εντολή, η κάθε ομάδα, κατεβαίνοντας από το φορτηγό αυτοκίνητο, να παραταχθεί σε παράταξη επί τριών ζυγών. Μπροστά μας παρατάχθηκαν οι φρουροί με τα όπλα στο χέρι.

Υστερότερα, με το σύνθημα «μετα-βολή» βρεθήκαμε τετ α-τετ με τα βαγόνια. Αμέσως άνοιξαν οι πόρτες των βαγονιών και στα γρήγορα μας τσουβάλιασαν, τον ένα πάνω στον άλλο, στα βαγόνια. Έκλεισαν τις πόρτες και τις έδεσαν με χοντρό συρματόπλεγμα.

Θυμάμαι πως βρέθηκα όρθιος από έλλειψη χώρου. Ενας Εγγλέζος συνταγματάρχης, βλέποντάς με όρθιο, παρακάλεσε τους γύρω μου αξιωματικούς, να συμπτυχθούν για να καθίσω και εγώ. Κάθισα, κακοκάθισα! Ευτυχώς που ο καιρός ήταν ψυχρός και μπορούσαμε να πάρουμε ανάσα. Ο Παντελής και ο Χάρης, βρεθήκανε στ’ ανοιχτά βαγόνια (επιβατικά). Ο χωρισμός αυτός με στενοχωρούσε μα τι να κάνω; Αιχμάλωτοι ήμασταν και μάλιστα στα βάρβαρα χέρια των Χιτλερικών τεράτων.

Σε λίγο ακούστηκε το ντούκ-ντούκ της ατμομηχανής και άρχισε το κροτάλισμα των τροχών. Ξεκινάμε! προφανώς για την Αυστρία. Το τραίνο έτρεχε τώρα με ιλιγγιώδη ταχύτητα και τούτο για να μην τολμήσει κανένας να σαλτάρει από τα επιβατικά βαγόνια.

Στο βαγόνι, δύο αξιωματικοί, ο ένας Νεοζηλανδός που ονομάζονταν Κόκκινο Μονοπάτι (Red Path) και ένας άλλος Εγγλέζος, βάλθηκαν ν’ ανοίξουν το βαγόνι, αφαιρώντας το χοντρό σύρμα και τους σιδερένιους γάντζους της πόρτας.

Ύστερα από μια σκληρή κι επίμονη προσπάθεια, το ακατόρθωτο έγινε κατορθωτό! Σε μια ανηφόρα, το τραίνο, αγκομαχώντας ελάττωσε την ταχύτητα. Αμέσως ο Νεοζηλανδός πήδηξε και έπεσε στα χορτάρια του δρόμου, χωρίς να προλάβουμε να δούμε τι απόγινε. Στη συνέχεια πήδηξε και δεύτερος. Το τραίνο ξεπερνώντας την κλίση του δρόμου, πήρε το ίσιωμα και ανέπτυξε μεγάλη ταχύτητα.

Κάθε καινούργια προσπάθεια απόδρασης θεωρήθηκε θανατηφόρα και σταμάτησε με εντολή του ταξιάρχου.

Τελικά, το τραίνο σταμάτησε σε κάποιο σταθμό, προφανώς για να πάρει νερό. Πολλοί Γερμανοί με τα όπλα στα χέρια άρχισαν να επιθεωρούν ένα – ένα τα βαγόνια. Περιμέναμε να ‘ρθουν και στο δικό μας βαγόνι. «Θ’ αντιληφθούν την παραβίαση της πόρτας;» Αυτιαζόμαστε με προσοχή!

Η κρίσιμη στιγμή έφτασε! Τα ποδοπατήματα των Γερμανών έφτασαν στην πόρτα του βαγονιού μας. Άρχισαν να θορυβούν και οι αγριοφωνάρες τους όλο και δυνάμωναν. Ένας Σέρβος Αξιωματικός που ήξερε τα Γερμανικά μας είπε πως καλούν τον υπεύθυνο Γερμανό Αξιωματικό.

Σε λίγο άνοιξαν την πόρτα του βαγονιού μας και ανέβηκαν στο βαγόνι, ουρλιάζοντας. Μας ανάγκασαν να σηκωθούμε όλοι όρθιοι. Έγινε η καταμέτρηση και βρέθηκαν δύο λιγότεροι. Αμέσως, κατέβασαν από το βαγόνι τον Εγγλέζο συνταγματάρχη κι άρχισαν μεγαλόφωνα να του μιλάνε στα Γερμανικά. Ο Εγγλέζος επειδή δεν γνώριζε τα Γερμανικά, κάλεσε τον Σέρβο για διερμηνέα. Αφού τελείωσαν οι συνομιλίες και οι φοβέρες των Γερμανών, ανέβασαν τους δύο συνομιλητές κι έκλεισαν την πόρτα με συρματόπλεγμα. Ο Συνταγματάρχης μας είπε:

«Προσέξτε όλοι καλά. Οι Γερμανοί μας είπαν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο πως καθεμία καινούργια απόδραση Θα τιμωρείται αμέσως, με θάνατο 10 αιχμαλώτων αξιωματικών από το βαγόνι μας. Απαιτώ, από ‘δω και πέρα, να πάψει κάθε νέα προσπάθεια απόδρασης. Δεν είμαι διατεθειμένος για κάθε καινούργια απόδραση να στείλω στο εκτελεστικό Γερμανικό απόσπασμα 10 αξιωματικούς αιχμαλώτους».

Από τα δεξιά φινιστρίνια του βαγονιού, βλέπαμε τις καταπράσινες πλαγιές των Άλπεων να υψώνονται, και οι γυμνές κορυφές ν’ αγγίζουν τον ουρανό. Τρέχουμε ολοταχώς για την Αυστρία. Προτού φτάσουμε τα Ιταλοαυστριακά σύνορα, ακούστηκαν πυροβολισμοί και απότομα το τραίνο σταμάτησε!

«Κάτι έγινε!», είπανε, «κάποιος θα επεχείρησε να δραπετεύσει». Σε λίγο το τραίνο ξαναπήρε το δρόμο του. Ύστερα από 2 – 3 ώρες, ίσως και λιγότερο, το τραίνο έκανε στροφή προς τ’ αριστερά και μπήκαμε σε μια καταπράσινο στενωπό, με κατεύθυνση προς το Βορρά. Πλησιάζουνε πια στα σύνορα της Αυστρίας. Νάτα! Πυκνά συρματοπλέγματα υψώνονταν δεξιά και αριστερά από την σιδηροδρομική γραμμή. Η αμαξοστοιχία μείωσε την ταχύτητά της και σιγά-σιγά, σταμάτησε στον πρώτο σιδηροδρομικό σταθμό.

Ένας κόσμος γερόντων με τις γραφικές αυστριακές ενδυμασίες κινούν αν πάνω στην τσιμεντένια προβλήτα του σταθμού και πολλοί ηλικιωμένοι με στολή. Αυστριακοί με τα όπλα αναρτημένα έτρεχαν να παραταχθούν κατά μήκος της αμαξοστοιχίας μας. Ο επικεφαλής Γερμανός αξιωματικός, που μας συνόδευε, διέταξε ν’ ανοίξουν οι πόρτες των βαγονιών και η ομάδα του κάθε βαγονιού να κατεβεί και να παραταχθεί σε παράταξη κατά τριάδες.

Έτσι κι έγινε! Άρχισαν να μας μετράνε για να δουν πόσοι λείπουν. Εμείς ξέραμε πως από το δικό μας βαγόνι κατόρθωσαν ν αποδράσουν δύο. Ένας Εγγλέζος και ένας Νεοζηλανδός. Πόσοι κατόρθωσαν να ξεφύγουν από τα δεσμά τους δεν γνωρίζανε.

Εγώ αγωνιούσα να συνδεθώ με τον Παντελή και με τον Χάρη. Εκεί στο σταθμό, όπως ήμασταν σε παράταξη και συντεταγμένοι ήταν αδύνατον να φύγω από τη φάλαγγα και να ψάξω να βρω τους δύο συντρόφους μου. Αγωνιούσα σφόδρα.

Αποτελείωσε η καταμέτρηση και με μια κλήση προς τ’ αριστερά, όλη η διάταξη μπήκε σε φάλαγγα κατά τριάδες και με το «εμπρός» ξεκινήσαμε. Για πού! Κανείς δεν ήξερε. Στον δρόμο κόσμος, πολύς κόσμος μας περιεργάζονταν και όπως ήμασταν ντυμένοι σαν Εγγλέζοι, θα νομίσανε πως είμαστε αιχμάλωτοι από τις μάχες της απόβασης των Αγγλοαμερικάνων στην Κάτω Ιταλία.

Τέλος, ύστερα από μια πορεία μισής ώρας μας έβαλαν σ’ ένα μικρό στρατόπεδο υποδοχής αιχμαλώτων. Τότε, έτρεξα να βρω τα δύο αγαπητά μου πρόσωπα, που τρία ολόκληρα χρόνια νύχτα – μέρα, άκουγε ο ένας την ανάσα του άλλου. Μαζί τρία χρόνια συζητούσανε για όλα, για τον πόλεμο, για τις οικογένειές μας, για τα χωριά μας, για τις ελπίδες μας, για την αντίσταση που είχε αρχίσει ο λαός μας ενάντια στον κατακτητή. Για όλα.

Αυτή η αντίσταση του λαού μας και των άλλων λαών της Ευρώπης, ενέπνευσε και σ’ εμάς τους τρείς την απόδρασή μας από το στρατόπεδο τον «Σάν – Ρομάνο». Ο πόθος για τη λευτεριά, για τη λευτεριά της πατρίδας μας, μας κρατούσε όρθιους, μας έκανε παλληκάρια, μας έδινε κουράγιο, δύναμη, έτοιμοι για κάθε θυσία. Το όραμα ενός μεταπολεμικού κόσμου ωραίου, δίκαιου, χωρίς πολέμους, για μια ατελείωτη ειρήνη πάνω στον πλανήτη μας, μας έκανε να υπερβούμε τον εαυτό μας και τ’ ατομικά μας συμφέροντα.

Τρέχω λοιπόν, να βρω τον Παντελή και τον Χάρη. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους βλέπω από μακριά τον Χάρη και τρέχω ολοταχώς, να τον συναντήσω. «Χάρη!» φωνάζω από μακριά. Σηκώνει κι αυτός το χέρι ψηλά κι έρχεται τρεχάτος, Μόλις με πλησιάζει τον ρωτώ «πού είναι ο Παντελής,» «Άσε» μου λέει. «Τι άστα μου λές; Μίλα». «τι να πώ,» και τα μάτια βουρκώσανε. «Ο Παντελής, Γιώργο, καπούτ» «Τι καπούτ; Τι είναι αυτά που λες». «ναι, τον σκοτώσανε οι Γερμανοί». «Αχ, οι φονιάδες. τα τέρατα, τα καθάρματα της γης, σκοτώσανε το παλληκάρι», αναφώνησα με πάθος και οργή.

Η λύπη μας ήταν απερίγραπτη. Χάσαμε τον σύντροφό μας, την ώρα που όλα τα γεγονότα τον πολέμου μιλούσανε για σίγουρη νίκη των Συμμάχων μας. Καθίσαμε στενοχωρημένο σ’ ένα μπάγκο του στρατοπέδου.

«Για πες μου Χάρη, πώς έγινε; Τον είδες σκοτωμένο;»

«Δεν τον είδα, μα θα σου πω πως έγινε. Όπως ξέρεις εγώ και ο Παντελής και άλλοι πολλοί, κι ανάμεσα σ’ αυτούς και ένας Σέρβος Συνταγματάρχης, μας βάλανε οι Γερμανοί σ’ ένα επιβατικό βαγόνι. Εγώ καθόμουνα σ’ ένα κάθισμα στη μέση από το βαγόνι, ο Παντελής καθότανε στο τέλος του βαγονιού, έχοντας δίπλα του έναν Συνταγματάρχη Σέρβο. Όταν φτάσαμε στην Β. Ιταλία και το τραίνο έστριψε προς την Αυστρία, είδα τον Παντελή, να περιεργάζεται τις σκοπιές των Γερμανών και τα διασταυρούμενα πυρά τους.

Σε λίγο το τραίνο σταμάτησε και πολλοί Γερμανοί κατεβήκανε από το τραίνο κι άρχισαν να τρώνε. Ξανακοίταξα τον Παντελή τον είδα να κάθεται στη θέση του και να περιεργάζεται τους Γερμανούς. Δεν μπορούσα όμως να σηκωθώ να πάω να τον δω γιατί ο διάδρομος του βαγονιού ήταν κατειλημμένος. Ούτε μπορούσα να φανταστώ τι θα γινότανε σε λίγο. Όλοι περιμέναμε να ξεκινήσει το τραίνο.

Να και άρχισαν να δουλεύουν οι μηχανές. Ένα δυνατό σφύριγμα του τραίνου ανάγκασε τους Γερμανούς ν’ ανεβούν γρήγορα στο τραίνο. Με το ντούκ ντούκ των μηχανών, το τραίνο άρχισε να κινείται και ν’ αυξάνει σιγά -σιγά την ταχύτητά του. Εκείνη ακριβώς την ώρα, ο Παντελής χωρίς να προειδοποιήσει κανέναν σηκώθηκε απότομα, έτοιμος να ριχθεί από το τραίνο. Τον αντιλήφθηκε ο Σέρβος Συνταγματάρχης τι πάει να κάνει και προσπάθησε να τον συγκρατήσει. Ο Παντελής, είχε όμως πάρει την απόφαση να παίξει κορώνα – γράμματα άλλη μια φορά την ζωή του. Έσπρωξε με όλη του την δύναμη τον Σέρβο και ρίχτηκε στο κενό. Οι Γερμανοί άρχισαν να τον πυροβολούν και σε λίγο σταμάτησαν και το τραίνο.

Απ’ ότι μου είπε ο Σέρβος Συνταγματάρχης, γιατί εγώ, από τη θέση μου δεν έβλεπα τίποτε, με τους πυροβολισμούς, για μια στιγμή, ο Παντελής έπεσε κάτω. Σε λίγο συνήλθε και μπαίνοντας ανάμεσα στις γραμμές του τραίνου άρχισε να τρέχει αντίστροφα. Το τραίνο σταμάτησε, δύο Γερμανοί με τα πιστόλια στα χέρια, άρχισαν να τον κυνηγάνε. Δίπλα από την σιδηροδρομική γραμμή ήταν ψηλά πυκνόφυτα καλάμια. Εκεί χωθήκανε ο Παντελής και οι Γερμανοί. Σε λίγο ακούστηκαν δύο πυροβολισμοί και αμέσως από τις καλαμιές βγήκαν και οι δύο Γερμανοί. Πλησίασαν το τραίνο και είπανε μεγαλοφώνως «Καπούτ» (Νεκρός).

Τα γεγονότα αυτά μας κάνανε να πιστέψουμε πως ο Παντελής υπέκυψε στο μοιραίο.

Η λύπη μας ήταν μεγάλη κι αβάσταχτη. Χάσαμε τον σύντροφό μας, τον αγωνιστή, τον νεαρό εύελπη αξιωματικό της πατρίδας μας. Σκεπτόμασταν με ποιό τρόπο ν’ αναγγείλουμε το θλιβερό μαντάτο στον πατέρα του, στον Συνταγματάρχη του Ελληνικού στρατού, τον ήρωα των μαχών της Μικράς Ασίας, της Αλβανίας και της Κρήτης τον πατέρα Γεώργιο Σαββάκη.

Από την Αυστρία μεταφερθήκαμε στην Β. Γερμανία στην πόλη Κολωνία. Εκεί υπήρχε ένα μεγάλο στρατόπεδο με 1.700 Γάλλους αξιωματικούς αιχμάλωτους πολέμου. Οι Γερμανοί στο στρατόπεδο αυτό ενέκλεισαν και τους Έλληνες αξιωματικούς που τους είχαν οι Ιταλοί μεταφέρει από την Ελλάδα σαν όμηρους. Επίσης εκεί συναντήσαμε και τούς συναδέλφους μας Έλληνες αιχμαλώτους του στρατοπέδου του «Σαν Ρομάνο». Μόλις φτάσαμε και εμείς οι δύο στο στρατόπεδο αυτό, αποφασίσαμε να αναγγείλουμε με γράμμα μας τον άδικο σκοτωμό του Παντελή, στον δύστυχο πατέρα του. Τι να κάνουμε; Το θεωρήσαμε επιτακτικό καθήκον. Θλιβερό, αλλά κι’ αναγκαίο.

Ανάμεσα στ’ άλλα γραφόμενα, γράψαμε: «Δυστυχώς ο γιός σας, ο αξιαγάπητος και σε μας γιος σας, το άξιο παλληκάρι της Κρήτης, στην μεταφορά μας από την Ιταλία στη Γερμανία πέθανε ηρωικά». Γράψαμε τη λέξη «πέθανε ηρωικά», γιατί αν γράφαμε «δολοφονήθηκε» το γράμμα μας δεν θα πήγαινε.

Ύστερα από τρείς περίπου μήνες στ’ όνομά μας πήραμε από το Κάιρο της Αιγύπτου ένα δέμα με αποστολέα «Σαββάκης Παντελής». Το κοιτάμε το ξανακοιτάμε! Μήπως τα μάτια μας δεν βλέπουν; Τρέχουμε στο θάλαμό μας και αναγγέλλουμε σε όλους τη νεκρανάσταση του Παντελή του ήρωά μας. Μπράβο Παντελή, λεβέντη Παντελή! Τα κατάφερες να ξεφύγεις από τα δολοφονικά χέρια των Χιτλερικών! Τι έγινε αργότερα ο Παντελής, είναι μια άλλη Ιστορία…

Υ 1. Σήμερα ο Σαββάκης Παντελής είναι τιμημένος απόστρατος Υποστράτηγος και κάθε τόσο συναντιόμαστε και οι τρείς και τα λέμε, τα ξαναλέμε, τα ξαναλέμε. Και θα τα λέμε ώσπου… Ζούμε!

 

 

 

ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Των Ελλήνων Αξιωματικών αιχμαλώτων τον Ελληνοίταλικού Πολέμου, που είχαν εγκλετσθεί στο Στρατόπεδο “ΣΑΝ – ΡΟΜΑΝΟ” στην Ιταλία.

 

Α/Α ΒΑΘΜΟΣ        ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ        ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

  1. Ταγματάρχης ΒΑΡΟΥΧΑΣ Γ.
  2. Λοχαγός ΚΟΤΤΟΣ Δ.
  3. ΄΄ ΛΑΤΖΙΔΗΣ Δ.
  4. ΄΄ ΠΑΝΟΥΣΗΣ Α.
  5. ΄΄ ΜΠΙΤΣΑΝΗΣ Β.
  6. Υπολοχαγός ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ Η.
  7. Υποσμηναγός ΧΝΑΡΗΣ Γ.
  8. Ανθυπολοχαγός ΑΒΑΓΙΑΝΝΕΛΗΣ Δ.
  9. ΄΄ ΤΣΕΓΚΟΣ Μ.
  10. ΄΄ ΜΕΓΑΣ Α.
  11. ΄΄ ΤΡΙΚΕΡΙΩΤΗΣ Γ.
  12. ΄΄ ΣΑΒΒΑΚΗΣ Π.
  13. ΄΄ ΕΥΑΓΓΕΛΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ Ν.
  14. ΄΄ ΠΕΤΟΥΝΗΣ Γ.
  15. ΄΄ ΚΑΡΑΤΖΙΑΣ Γ.
  16. ΄΄ ΠΛΟΥΤΣΗΖ Χ.
  17. ΄΄ ΣΧΙΖΑΣ Π.
  18. ΄΄ ΤΣΑΟΥΣΗΣ
  19. ΄΄ ΜΑΝΟΣ Ν.
  20. ΄΄ ΚΟΛΥΒΑΚΗΣ Ε.
  21. ΄΄ ΜΑΝΤΖΑΡΗΣ
  22. ΄΄ ΜΕΤΖΙΔΑΚΗΣ Α.
  23. ΄΄ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ Ν.
  24. ΄΄ ΚΙΟΥΣΗΣ Α.
  25. ΄΄ ΚΑΛΙΓΚΟΣ Κ.
  26. ΄΄ ΜΠΑΡΙΩΚΑΣ Π.
  27. ΄΄ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ Α.
  28. ΄΄ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ
  29. ΄΄ ΒΑΤΣΕΡΗΣ Κ.
  30. Ανθυπίατρος ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ Α.
  31. Ανθυπασπιστής ΜΑΝΑΚΙΔΗΣ Κ.
  32. ΄΄ ΚΑΠΕΤΑΝΟΠΟΥΛΟΣ Κ.
  33. ΄΄ ΛΙΝΑΡΑΣ Δ.

 

 

 

 

ΑΠΟ  ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΠΑΝΤΕΛΗ ΣΑΒΒΑΚΗ  ΑΝΤΙΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ε.α

Αφήστε μια απάντηση