“ΑΝΘΑΚΑΝΘΑ”, λυτρωτικές αλληγορίες με την ορολογία της ζωής

 

 

Γράφει η Χρυσούλα Δημητρακάκη

Αν και ο Ernst Fischer γράφει ότι η γλώσσα τα λέει όλα με την ορολογία της λογικής, ενώ ο ποιητής με την ορολογία της φαντασίας, στην παρούσα προσέγγιση, προσπαθώντας να ξεπεράσουμε την απόλυτη διατύπωσή της, θα περπατήσουμε στα μονοπάτια της φαντασίας του Κωστή Ι.Γ. Καλλέργη με την όρολογία της ζωής. Και παρά το γεγονός ότι η παραδοσιακή αρχή παρουσιάζεται πολλές φορές αναγκαία, όταν ένα έργο σε προκαλεί, σαν πιο αναγκαίο αναζητά το στοχασμό ή μάλλον το διαλογισμό, που να αφορά ολιστικά τη ζωή.

Ο ποιητής Κωστής Ι.Γ. Καλλέργης στο τελευταίο έργο του «Ανθάκανθα» διαμορφώνει μια πνευματική στάση που ενώ δεν ανήκει σε καμία από τις διαστάσεις που είναι γνωστές, παράλληλα βρίσκεται συσχετισμένη με τη φιλοσοφία, τη μεταφυσική, την τέχνη, την ιστορία, το δίκαιο, την αλήθεια, την προσδοκία, τον πόνο, τη φαντασία, την ελπίδα και την πραγματική ζωή.

«Πόλεμος είναι η ζωή κι άρματα θέλει η μάχη/

θέλει και δύναμη ψυχής, τ’ άδικο σα σου λάχει».

Και όταν το πνεύμα κινείναι ανένταχτο, γιατί δεν ανήκει κάπου συγκεκριμένα, αλλα δεν ανήκει και πουθενά, είναι “ανοικτό” σε μια συνεχώς ανανεούμενη δυναμική διαμόρφωσης σκέψης και βιώματος. Γιατί πώς άραγε μπορείς να ξεχωρίσεις το δημιούργημα από την οντότητα του ποιητή; Απροσδιόριστα καινοτόμος, γεμάτος εκπλήξεις, με τη μέγιστη δεκτικότητα μηνυμάτων, παλεύει να υπερνικήσει τα δεδομένα και την κατευθυνομένη σκέψη. Ίσως γιατί αν απομονώσουμε την πρακτική που θεμελιώνεται η αληθινή ζωή από μια αλάνθαστη ζωή, θα είναι σαν να συσκοτίζουμε τα μόνα χαρακτηριστικά που εγγυώνται την πρωτοτυπία της. Ενώ αντίθετα, δοκιμάζοντας τη μετατροπή των σχέσεων των ανθρώπων σε πνευματικούς θεσμούς που προβάλλονται σε επιπέδο δράσης και αναγνώρισης, ελπίζουμε σε μια κοινή πορεία, ενός κοινού ταξιδιού και ενός κοινού σκοπού.

«Δεν με τρομάζουν οι βροντές κι οι δυνατές νεροποντές/

ούτε και το χαλάζι/

Η παγωμάρα της ψυχής, που νοιώθει κάθε δυστυχής/

εκείνη με τρομάζει».

Πολλές φορές, οι στίχοι γίνονται ή μας φαίνονται οικείοι, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν ανάγκη, να αναγνωρισθουν στην αληθινή τους διάσταση. Γιατί οι ποιητές των ανθρωπίνων ντοκουμέντων, όπως ο Κωστής Καλλέργης, χωρίς να επιδιώκουν συστηματικές αποδείξεις, δίνουν με λίγα λόγια την πεμπτουσία. Και στη δύσκολη πορεία προσέγγισης των στίχων του ποιητή, ίσως είναι απαραίτητο, ίσως και αναπόφευκτο, να αναδείξουμε την ερμηνεία που ο καθένας μας έχει ανάγκη να αποδώσει. Και σε αυτό το συνταξίδεμα, να επωμισθούμε την απόφαση του νοήματος του κάθε στίχου, που τοποθετεί τις δικές μας σκέψεις ανάμεσα στους δικούς του στίχους. Ως μορφή μιας αχτίδας φωτός του παρελθόντος που διασχίζει το παρόν. Μη λησμονώντας ότι ο βαθύς και μυστικός πόνος του ποιητή πάντα θα προσβλέπει σε ένα ξημέρωμα.

Παρατηρώντας οιωνούς χαραγμένους σε ανύποπτα φαινομενικά γεγονότα και κρατώντας μετέωρες τις ημέρες σε πολλές εποχές, στον αθέατο κήπο του καθενός, ο Κωστής Καλλέργης, ρίχνει σπορά για τα ‘ανθάκανθα’ του αντικειμενικού μας κόσμου. Με ακαθόριστη, ατέρμονη και άσβηστη την ‘αλήθεια’, ταλανίζεται από τα παντέρμα βάσανα της ανθρωπότητος, δηλώνοντας σε κάθε περίπτωση τη μεγάλη του απόφαση για υπέρβαση.

«Όταν τα κύματα σηκώνονται βουνά/

κι αγριεμέν’ανεμοδέρνουν την ψυχή σου/

κι αγέρας γύρω σου λυσσομανά/

ποτέ μη δείξεις ποιά ‘ν η απαντοχή σου».

Στην ευρύτητα των σκέψεων του ο Κωστής Καλλέργης εναγωνίως αναζητά μια πηγή, ένα σημάδι, μία λέξη, που ξαναδίνει το “κάτι” προσδίδοντας σε αυτό “το κάτι” ένα οποιοδήποτε όνομα. Αυτό το “κάτι” που έρχεται, χωρίς να γνωρίζουμε από πού και αν δεν το βλέπουμε μπορούμε να το φαντασθούμε και αν δεν το αγγίζουμε, μπορούμε να το νοιώσουμε. Ώστε ό,τι και να δηλώνουμε ότι είμαστε ή ότι πραγματικά να είμαστε, να μπορεί να ξεφεύγει από το επίπεδο των πρωταρχικών προφανειών, που έχουν κατακτηθεί σε διασφαλισμένο αρχέγονο έδαφος και να στηρίζεται πάνω στον συνεχή μας αγώνα να κτίσουμε τη ζωή μας κάθε μέρα από την αρχή.

«..ούλη τη μέρα ογλήγορος κι ο νους του αλλοπαρμένος/

Να πάει να βρει την γαλανή σ’ Ανατολή και Δύση..».

Και αν θέλουμε να κάνουμε τομή, “η τομή γίνεται στο βάθος εκεί που έχουμε την καρδιά” γράφει ο Φόιερμπαχ (Feuerbach), που όσο και αν δεν εστερνιζόμαστε τις θέσεις του, κρατάμε αυτό το σημείο για τις δικές μας ερμηνείες. Γιατί όλοι γνωρίζουμε ότι μόνο με ένα άλμα θα κατορθώσουμε να προσπελάσουμε τη θέση της κουρασμένης ελπίδας που γέρνει προς την ανυπαρξία. Και τα άλματα πάντα αρχίζουν από την καρδιά που τη δυναμιτίζει η ψυχή.

«Μέσα η ψυχή του Κρητικού, μπαρούτι πρέπει να ‘χει/

και γίνεται ολοκαύτωμα, άμα βρεθεί στην Μάχη».

Η καινοτομία του ποιητή ισορροπεί πάνω σε μια ιδιόρρυθμη λεπτή γραμμή μαζί με τη φυσική του ροπή, να μη γίνει οπωσδήποτε αρεστός. Και στα έργα του, έχουν εκδηλωθεί σημαντικές αμφισβητήσεις ετυμηγοριών, μεταστροφές γνώμης και αντιλήψεων. Χωρίς παρεκκλίνουσες έννοιες που στολίζονται με όμορφες λέξεις, να αντιστέκεται στα αόρατα δεσμά, των “καθιερωμένων” και στους κανονιστικούς άγραφους νόμους, που άλλοι τους θεωρούν “νόρμες” και άλλοι τους αποκαλούν “χρέος”, για καταδικασμένους σε αφανείς φυλακές. Και παρά ταύτα, η ανατρεπτική γενναιότητα του ποιητή, να στοχεύει στην ανάγκη της ψυχής των ανθρώπων που ταυτίζονται με όσα θα ήθελαν εκκωφαντικά να διατρανώσουν.

Και πώς να μην υποθέσουμε ότι αν οι αρνήσεις σπανίζουν, είναι γιατί προπάντων, δύσκολα αποφασίζει κανείς να εναντιωθεί στα καθιερωμένα; Και σφραγίζουν τα χείλη, γιατί συνειδητά ή ασυνείδητα φοβούνται την εχθρότητα που θα αναπτυχθεί γύρω τους, ή έστω την απομόνωση που θα υποστούν και αλλάζουν απόψεις κατά το ρεύμα, δημιουργώντας θεωρίες κατά περίπτωση. Με χαλυβδωμένες μόνο τις πολύ ισχυρές φύσεις ανθρώπων. Αλλά έτσι θα συμβαίνει πάντα.

«Γι’ αυτό και βγάνομε όλοι μούγκα…/

σ’αυτή την θαυμαστή μας Στρούγκα!».

Είναι όλο δικό μας το καιρικό σύμπτωμα της δημιουργίας του κόσμου και του εαυτού μας. Αλλά αναμβισβήτητα στις σημερινές μέρες, γίνεται οδυνηρά σκληρό. Γιατί απαιτεί γρήγορη γνώση των γεγονότων, σχεδόν αστραπιαία και ad-hoc αντιδράσεις επιβίωσης. Οδυνηρές αντιδράσεις επιβίωσης από σιγανές δυστυχίες πολιτισμού και οδυνηρές αντιδράσεις επιβίωσης από δυνατές δυστυχίες μαχών και πολέμου. Με έναν “υπο ανακατάταξη” Κόσμο, που όλο και απομακρύνεται από τη δυνητική πολιτιστική ολοκλήρωση και την ολοκλήρωση των κοινωνιών.Ετσι το μοτίβο της προέλασης του κόσμου, κατά τον ποιητή, διασαφηνίζεται κατά έναν τρόπο σε μια χωρίς σύνορα χώρα:

«Ηθελα να το γνώριζα κι αν πάω να κατέχω/

σε τόπο Θεοβάδιστο πόσες Ελπίδες έχω».

Με την υπέρτατη δύναμη της ζωής να έχει κατανοηθεί ως εφικτός τρόπος πραγμάτωσης της ζωής και τον ποιητή αποσπασμένο από την αφάνεια της γενικότητος, να κατορθώνει να βλέπει τον στόχο ενός πολύτιμου κοιτάσματος.

«Χριστέ μου αν θέλεις πρόφταξε, κατέβα να κοιτάξεις/

Σώσε την Παλαιστίνη σου. Την βία να πατάξεις».

Είναι αξιοσημείωτη αποκάλυψη στην πορεία της ζωής μας, η αντίληψη της σκέψης που είναι αλληλένδετα συνδεδεμένη με τη στάση ζωής. Και μεταφράζεται σε μια αναπαράσταση γλώσσας που διυλίζει τις πραγματικές συνθήκες μέσα από αυτή την ενδιαφέρουσα σύνθεση. Δημιουργώντας στην περίπτωση του ποιητή μας στίχους της κάθε μέρας σε βάθος χρόνου και με τη γλώσσα των στίχων του, να δείχνει τον ορίζοντα μιας βαθιάς αναζήτησης. Οπως έγραψε ο Γκέοργκ Κούρτιους (Geοrg Curtius), «η γλώσσα μέσα στα όρια αναλογίας, προπάντων εφαρμόζεται διαφορετικά στη διάρκεια του χρόνου».

Και ενώ οποιαδηποτε διαδικασία αναζήτησης, εκ των πραγμάτων βρίσκεται πολύ πιο πίσω από την σκέψη που προηγείται πάντα του χρόνου, με κατάφωτη τη διαχρονικότητα του ποιητή, φτάνουμε στους τόπους του Κόσμου που είχε φτάσει. Ελπίζοντας όταν φτάσουμε, να μην διαπιστώσουμε ότι ο Κόσμος έχει ήδη αποχωρήσει.

«η νύχτα θα ‘ναι ατέλειωτη και όταν θα τελειώσει/

δεν θα υπάρχει τίποτα ο Κόσμος για να σώσει».

Όταν ζήτησαν από τον Βολφαγκ Γκαίτε (Wolfgang Goethe), να κρίνει την αληθοφάνεια σε έναν πίνακα του Ζεύξη, απάντησε ότι ‘προτιμά να ακούει ιστορίες για την τέχνη, παρά μαθήματα λογικής’. Όπως ο καθένας από εμάς, που δεν ενδιαφέρεται και δεν θέλει, παρά να ακούσει όσα μπορούν να φτάσουν στους δέκτες της ψυχής του. Κάτι που γίνεται όταν ο αισθητικός λογος διαλογής στοιχείων και συμπύκνωσης στιγμών, αποκτά πλαστικότητα και ένταση και η ψυχή που δεν έχει χρόνο να αναλύει, δέχεται στιγμιαία το βέλος της συγκίνησης.

Εξάλλου από τη στιγμή που δεν είναι δυνατόν στον άνθρωπο να συνειδητοποιήσει ολόκληρο τον εαυτό του, δεν έχει κανένα αυθόρμητο ενδιαφέρον να συνειδητοποιήσει την απόλυτη λογική. Και η ‘μη συνάντηση’ του χρόνου με τη λογική, ίσως και να παραπέμπτει σε έναν ουσιώδη λόγο. Αν η απόλυτη λογική ερμηνεία μάς επέτρεπε έστω και υποθετικά, να συλλάβουμε τον σύμπαν, συγχρόνως θα μας υποδείκνυε και τα όρια του. Τι σημαίνει αυτό; Ότι ο χρόνος σταματά για τον καθ’ ένα χωριστά, ως ισοδύναμο της προσωπικής και μοναδικής του οντολογίας. Η διαφορετικά, εμείς αποφασίζουμε πότε θα σταματήσουμε τον χρόνο, όταν μέσα στο συνεχές “γίγνεσθαι”, αδυνατούμε να νοιώσουμε αυτό που δεν βλέπουμε. Με τον ποιητή, προοιωνιζόμενος τον ερχομό των χελιδονιών, να κρατά πάντα την πόρτα και την ψυχή του ανοιχτή, να τα υποδεχθεί.

«Μπορείς να κάνεις όνειρα/ για νέα καλοκαίρια/

τα χελιδόνια φύγανε/ μα θα ξανάρθουν πάλι/

κι έτοιμος να ‘σαι/ ορθάνοικτη/ να έχεις την αγκάλη».

Από τα αναρίθμητα χρώματα που προσφέρονται στη σύνθεση ενός πίνακα και από τον απίθανο θησαυρό λέξεων που όλες περιέχουν ένα νόημα, υπάρχει πάντα ένα μεγάλο περιθώριο, για να δημιουργήσει ο ποιητής τη δικιά του λέξη ‘ανθάκανθα’. Χωρίς να είναι λιγότερο ουσιαστικό να αποδώσουμε το οφειλόμενο μερτικό σημασίας στη θεματολογία, γιατί παρά το γεγονός ότι ο Κωστής Καλλέργης αφομοιώνει λεπτομερειακές προσθήκες χρώματος, πέραν της εποχής του, παράλληλα επηρέαζεται και από αυτήν. Και η εκλογή των θεμάτων αντανακλά τις κοινωνικές συνθήκες κάτω από τις οποίες δημιουργήθηκε το έργο, που δεν διέπεται από καμία άκαμπτη συνταγή και δεν ακολουθεί καμία προδιαγεγραμμένη σειρά γεγονότων. Σε ένα εργο πολλαπλών αμοιβαίων επιδράσεων, που σαν τον Θερβάντες μπορούν και κατορθώνουν να προχωρήσει η διαδικασία της ζωής, προσπερνώντας πολλά στάδια.

Από τα θέματα του πολιτικού βίου σε θέματα ζωής και διείσδυσης στο κόσμο των ευπατρίδων και γενναίων. Από τη μετατροπή των μεταφυσικών θεμάτων σε κοσμικά και την περιγραφή της καθημερινής ζωής σε αποκάλυψη νέων πραγμάτων. Από την αντικατάσταση του δράματος με την τραγωδία. Από τη δύση του ήλιου σε μια επαναλαμβανόμενη ανατολή, που αποτελεί την ευτυχισμένη σύμπτωση του ποιητή με το “γίγνεσθαι”.

«Αητέ, πετάς στην θύελλα, με τα φτερά ‘νοιγμένα/

Μα στις αντάρες τση ζωής/ακλούθα μου κι εμένα».

Ο ποιητής, χάρις στην αισθητική του αλχημεία, μετατρέπει τον ποιητικό πίνακα σε λυτρωτικές αλληγορίες ώστε μέσα από την αγωνιώδη πάλη του ανθρώπου να επέρχεται η κάθαρση. Και όσα συμβάλλουν στη μικρή και μεγάλη μας απελπισία να μπορούμε να το εξαϋλώσουμε και να τα μετουσιώσουμε στη λυτρωση της τέχνης. Που περνά ‘δια πυρός και σιδήρου’ την πραγματικότητα μέσα από τους στίχους και ανεξαρτητα αν ο

σπόρος πρωτοβλάστησε τα ‘ανθάκανθα’ σε οικεία γη, με το στοιχείο μιας εκπληκτικής ανθοφορίας χρωμάτων δημιουργεί τεχνοτροπία ενός μοναδικού πίνακα. Εξ άλλου ο ίδιος ο ποιητής δηλώνει στον πρόλογό του ότι πάντα ήθελε να γίνει ζωγράφος. Και όπως δημιούργησε ο Πώλ Γκωγκέν στους πίνακές του τον άνθρωπο “θεριστή”, ο ποιητής μας παίρνοντας μοτίβα μέσα από την καρδιά των ανθρώπων δημιουργεί έναν σημερινό άνθρωπο που αγωνίζεται, σχεδον εξαντλημένο, σχεδόν γερμένο από το βάρος της ίδιας του της δύναμης, να προοιωνίζεται έναν ήλιο σπαρμένο που θα ανθίζει στ’ ‘ανθάκανθα’.

“Στου Ουρανού τη σκοτεινιά, μέσα στην βαρυχειμωνιά,

τα όνειρα σβησμένα/

μα σαν πουλί πάνω στη γη, θα κελαηδώ τη χαραυγή/

με τα φτερ’ απλωμένα.

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΠΑΤΡΙΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

Αφήστε μια απάντηση