ΑΝΑΣΤΑΙΝΟΥΜΕ ΣΗΜΕΡΑ ΜΕ ΤΟΥΤΗ τη λογοτεχνική αναφορά, μια μεγάλη μορφή της κρητικής παραδοσιακής μουσικής που την υπηρέτησε με πάθος παρά το νεαρό της ηλικίας του, τον Ανδρέα Ροδινό, που η μοίρα θέλησε να μας τον στερήσει μόλις στα 22 χρόνια της ζωής του.
Γεννημένος το 1912, στο μικρό, ρομαντικό, θαλασσοφίλητο Ρέθυμνο, από πατέρα Ατσιπουλιανό και μητέρα από τα Μετόχια της επαρχίας Ρεθύμνου, έδειξε από τα παιδικά του τα χρόνια την τάση που είχε για τη μουσική που κυριαρχούσε τότε στα χωριά και τις πόλεις της Κρήτης, με τη λύρα και το λαούτο από φημισμένους μουσικός της εποχής. Μαθητής ακόμα του δημοτικού και του γυμνασίου, επηρεασμένος από τις ομορφιές της ρεθεμνιώτικης φύσης, από το κελάιδισμα των πουλιών, από το θρόισμα των φύλλων της βασιλικής βελανιδιάς, από το σιγανό μουρμούρισμα των κυμάτων της ρεθεμνιώτικης θάλασσας, από το ψιθύρισμα της καλοκαιρινής νύχτας και από τους ήλιους και τα φεγγάρια του ρεθεμνιώτικου ουρανού, έδενα μέσα του τους ήχους και τα ψιθυρίσματα σε μουσικές νότες και δημιουργούσε από τότε τη δική του, μοναδική, παθιάρικη μουσική πορεία. Ζήλευε από τα 13 του χρόνια τις μουσικές επιτυχίες του Νικήστρατου και του Πίσκοπου και βάλθηκε από τότε να τους ξεπεράσει.
Στις σχολικές διακοπές έπαιρνε την αγαπημένη του λύρα και με μικρές παρέες γυρνούσε στα χωριά μας και άκουγε, άκουγε τους καημούς και τα οράματα του λαού μας και εξέφραζε αυτά τα πολύμορφα συναισθήματά του με τα τραγούδια και τις μαντινάδες του. Όλα αυτά αποτελούσαν τα σπουδαία βασικά ερεθίσματα για να συνθέτει τους δικούς του μοναδικούς σκοπούς. Σε ηλικία μόλις 16 χρονών, ηλικία που άλλα παιδιά μόνο παιχνίδια και διασκέδαση σκέφτονται, αυτός συγκρότησε δικό του μουσικό συγκρότημα με συνεργάτη στο λαούτο τον Σταύρο Ψύλλο.
Τα επόμενα χρόνια, τα λίγα αυτά χρόνια, ο νεαρός Ροδινός, ε συνεργάτη το μεγάλο τραγουδιστή και λαουτιέρη Μπαξεβάνη, παίζουν και τραγουδούν στα γλέντια, στους γάμους, στα πανηγύρια, χωρίς να παίρνουν χρήματα, και ήταν τέτοια η φήμη του νεαρού λυράρη που έφθαναν στο Ρέθυμνο από όλη την Κρήτη μόνο και μόνο να ακούσουν να παίξει ο Ροδινός. Βέβαια, την εποχή εκείνη η μόνη διασκέδαση και η μόνη ψυχαγωγική καταφυγή ήταν η λύρα και το λαούτο, γι’ αυτό οι οργανοπαίκτες αυτοί τύγχαναν τις γενικής εκτίμησης και αγάπης του λαού μας.
Αλλά αυτή η άστατη ζωή, αυτό το συνεχές γλεντοκόπημα, τα ξενύχτια και τα γλέντια υπέσκαψαν την υγεία του, και, το 1933, ενώ είχε καταταγεί στο στρατό, το φοβερό τότε χτικιό, η τρομερή και αθεράπευτη τότε φυματίωση κτύπησε τα ευαίσθητα πνευμόνια του Ροδινού…Πέρασε τότε στο νοσοκομείο του Ρεθύμνου, εκείνο που οι Ρώσοι είχαν κτίσει το 1898, όταν κατείχαν το Ρέθυμνο για προστασία. Εκεί έμεινε για έξι περίπου μήνες. Κάποια στιγμή που μπόρεσε να σταθείς τα πόδια του και παρά τον πυρετό που έκαιγε τα σωθικά του, με προτροπή φίλων του και ειδικά του συνεργάτη του και πιστού συντρόφου του Μπαξεβάνη, κατάφερε να ηχογραφήσει δύο μοναδικούς δίσκους. Τα τέσσερα μουσικά κομμάτια του, που αποτελούν την πηγή της μουσικής του οδοιπορίας: τον αποκορωνιώτικο συρτό, τον κισσαμιώτικο συρτό, το ρεθεμνιώτικο πεντοζάλη και το ρεθεμνιώτικο συρτό.
Ευτυχώς που πραγματοποιήθηκε τότε αυτή η ηχογράφηση, στα πρόθυρα του θανάτου του, γιατί τούτοι οι δίσκοι αποτελούν τη μοναδική πηγή γνώσης της μουσικής του Ανδρέα Ροδινού και πηγή έμπνευσης για τους νέους καλλιτέχνες, Διαφορετικά θα είχε μείνει ο θρύλος που κάλυψε και καλύπτει και σήμερα ακόμα το φαινόμενο αυτού του νεαρού κρητικόμορφου παλικαριού. Του παλικαριού που, μετά την ηχογράφηση, έφυγε από το νοσοκομείο και προσπάθησε να νικήσει το θερίο πάνω σ’ ένα λόφο, κοντά στο χωριό της μητέρας του, στους Νίππους. Στην κορυφή του λόφου αυτού, σε υψόμετρο 700 μέτρων πάνω από τη θάλασσα, που βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Βαρσαμόνερο, Μετόχια, γωνιά, κατάμεστος από αμπέλια και δέντρα, με απέραντη θέα που καλύπτει περίπου 70 χωριά του Ρεθύμνου και των Χανίων και που εγώ τα ονομάζω εθνικές εστίες ζωής. Εκεί ο Ροδινός είχε στήσει την καλύβα του και προσπαθούσε, όπως έκαναν τότε για τους χτικιασμένους, στον καθαρό αέρα να κατανικήσει το φοβερό χτικιό που κατέτρωγε τα πνευμόνια του.
Εκεί, στην κορυφή του λόφου, ο πληγωμένος αετός, το άρρωστο παλικάρι, με συντροφιά την αγαπημένη του λύρα και με ακροατές τα πουλιά, τα ζώα, τα δέντρα και τα άστρα της νύχτας έπαιζε και θρηνούσε τη ζωή που έφευγε, τα όμορφα νιάτα του και χανόταν μέσα στους υψηλούς πυρετούς. Εκεί κάπου κάπου, έφθαναν οι φίλοι, οι αγροφύλακες, και του έκαναν σύντομη συντροφιά ακούγοντας το θλιβερό του λόγο, το παράπονό του για τη σκληρή μοίρα που δεν τον άφησε να χαρεί τη ζωή, να δώσει τη μουσική του δημιουργία που τότε άρχιζε να παίρνει το μονοπάτι της μοναδικότητας.
Εκεί, στη μοναξιά του, αυτό τον εαρό παλικάρι των 22 χρόνων θρηνούσε τα νιάτα του, θρηνούσε την άτυχη ζωή του, θρηνούσε τη μοναξιά του, την απομάκρυνσή του από τους χιλιάδες θαυμαστές του.
Εκεί, μέσα στην απεραντοσύνη της νυκτερινής μοναξιάς του, οι πονεμένες νότες της λύρας του έμοιζαν σαν αποχαιρετιστήριος θρήνος και σαν θρηνιτική ικεσία προς τους ουρανούς. Μια ικεσία που, όμως, έμενε αναπάντητη, γιατί οι ουρανοί άλλα είχαν αποφασίσει για τούτο το σημαδεμένο από τη μοίρα παλικάρι – μουσικό φαινόμενο. Ένα φαινόμενο που ακόμα και σήμερα προβληματίζει.
Έτσι, μέσα σ’ αυτές τις συναισθηματικές επάρσεις και εξάρσεις του για τη ζωή και τη μουσική του ήρθε η ώρα που ο Χάροντας, αυτός ο τρομερός εκτελεστής του θανάτου, άρπαζε το ωραιόμορφο Ρεθεμνιωτόπουλο στα 22 του χρόνια, στις 9 του Φλεβάρη του 1934, με συντροφιά του τις δυο αγαπημένες του λύρες.
Τότε όλο το Ρέθυμνο τον έκλαψε. Έκλαιγε τα νιάτα του, έκλαψε την ομορφιά του, έκλαψε τη μουσική του , έκλαψε το θρυλικό παλικάρι. Οι φίλοι του για πολλές μέρες έπαιζαν λύρα πάνω στον τάφο του. Μάλιστα, λέγανε τότε πως το πάθος με το οποίο έπαιζε τη λύρα του, τα βαθιά συναισθήματα που έδενε τις μουσικές του συνθέσεις και ο βαθύς έρωτας για τη μουσική του τον απασχολούσαν τόσο, ώστε είχε παραμελήσει τελείως τον εαυτό του και η φυματίωση, που από τότε έκανε θραύση στο ρεθεμνιώτικο λαό, βρήκε έδαφος για να υποσκάψει την υγεία του. Τόσο μάλιστα είχε επικρατήσει αυτή η αντίληψη, ώστε έλεγαν για κάθε ερωτευμένο που απευθυνόταν στην κοπελιά του δίχως ανταπόκριση:
Να με χτικιάσεις πολεμάς σαν και το ροδινάκι
Απού το χτίκιασε και αυτό της λύρας το μεράκι.
Έτσι τελείωσε και αυτός, χτυπημένος και νικημένος από το φοβερό χτικιό, τη φυματίωση, στα πιο όμορφα χρόνια της σύντομης ζωής του, μα πρόλαβε να γευθεί την κοινή αναγνώριση, τον κοινό θαυμασμό, την κοινή λατρεία και να μείνει θρύλος στη μουσική κρητική μας παράδοση.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΡΟΔΙΝΟΣ
Ο ΑΘΑΝΑΤΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ
ΤΟ ΡΕΘΕΜΝΟΣ, ΑΥΤΗ Η ΣΦΙΚΤΟΔΕΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ, απλώνει την ομορφάδα της, στο βορεινό ακροθαλάσσι της Κρήτης. Αλμύρα και θυμάρι το άρωμά της. Γαλάζιος παιχνιδιάρικος ο γιαλός της. Ζεστός αμμουδερός ο υγρός της κόρφος. Καταπράσινοι οι γύρω της λόφοι. Βιγλάτορες και καστρομάχοι ο Ψηλορείτης, ο Βρύσινας και ο Κρυονερίτης, την προστατεύουν από τους καφτούς νοτικούς ανέμους που φθάνουν συχνά, πυκνά, ξεψυχισμένα και της χαϊδεύουν το υγρό της πρόσωπο. Γραφικά τα στενά της δρομάκια. Σφικτοαγκαλιασμένα τα καλοκτισμένα της σπιτικά. Λιβάνι και αγιοσύνη οι εκκλησιές της. Σε κάθε της δρόμο, σε κάθε της κέφωτο, σε κάθε της γωνιά, μια ιστορία, ένα παραμύθι, μια ανάμνηση. Ψυχή και πνεύμα η πολιτεία. Σάρκα, τραγούδι και λεβεντιά, η πέρασή της. Αίμα, δόξα και γράμματα η ιστορία της. Φήμη, προκοπή και γνώση, τα παλιά της τα χρόνια. Χορός, τραγούδι, βεγγέρα, μαντινάδα και λύρα το κάθε της ηλιόγερμα.
Μέσα σ’ αυτή τη μικρή, γιαλοκτισμένη πολιτεία, που τη χαρακτηρίζει μια συνεχής και αδιάκοπη μουσική και καλλιτεχνική παράδοση, γεννήθηκε, έζησε , μεγάλωσε, σπούδασε, έπαιξε λύρα και δοξάστηκε ο Ανδρέας Ροδινός. Παιδί ακόμα, με βαθιά στοχαστική διάθεση, δεχόταν τις αντιδράσεις του γύρω του κόσμου, στολισμένα από λουλούδια, μυρωδιές, φωτεινούς ήλιους, ολόγιομα φεγγάρια, ανθισμένα αυγικά, ζεστά ζωγραφισμένα δειλινά. Γραφικά στενά με καφασωτά παράθυρα, σκαλιστές πλεκοκτισμένες βρύσες, αγαπημένες γειτονιές που τα καλοκαιρινά απογευματινά γέμιζαν ζωή και παιχνίδι, πανηγύρια στα ψηλοχώρια, γάμοι και βαπτίσια με ολονύκτια ξεφαντώματα, θανατικά και ξόδια που τα συνόδευε ολόκληρη η πολιτεία, τραγούδι και δάκρυ, δοξαστικά και μοιρολόγια, όλα τούτα, καημούς και λύπες, χαρές και πόνους, αγάπες και μίση, έρωτες και βεντέτες, τα’ κανε ο Ροδινός στίχους και νότες. Τα’ δενε με μια αντρίκεια ευαισθησία και τα μετέφραζε σε αθάνατα μουσικά κομμάτια, που με τους ήχους της μοναδικής του λύρας, έμπαιναν βαθιά στις καρδιές και έμεναν ανάμνηση και θρύλος.
Γεννήθηκε, ο Ανδρέας Ροδινός, στα δοξασμένα χρόνια του Ελληνισμού, τη χρονιά που ένας μεγάλος συμπατριώτης του, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, κυριαρχούσε στην πολιτική ζωή της χώρας και οδηγούσε τους Έλληνες στο νικηφόρο τους άπλωμα πάνω στα αγιασμένα και σκλαβωμένα χώματα της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Θράκης. Ήταν το δοξασμένο και νικηφόρο 1912-13, τότε που και η Κρήτη δενόταν για πάντα με τη μητέρα Ελλα΄δα. Χρονιά για ένα μεγάλο, μοναδικό και ανεπανάληπτο εθνικό ξεκίνη,α πλημμυρισμένο από δάφνη και δόξα. Σημαδιακό και το ξεκίνημα του Ροδινού για δόξα και δάφνες πάνω στο δικό του μουσικό άπλωμα. Και οι δυο Κρητικοί ξεκινούσαν το 1912 για δοξασμένες κατακτήσεις. Ο ένας ώριμος, μεγάλος πολιτικός για τη λευτεριά των σκλάβων Ελλήνων και το μεγάλωμα της πατρίδας και ο άλλος μόλις έβλεπε το φως της ζωής, για να δημιουργήσει αργότερα μια καινούρια μουσική δόξα με τη λύρα του. Η μουσική του Ανδρέα Ροδινού δεν ήταν μιμητική. Απαλή, ζεστή, πρωτότυπη, μεστή από τους καημούς και τα οράματα του Κρητικού Λαού, του Λαού του χωριού και της πόλης που τόσο πλησίασε, δέθηκε, αγάπησε και έζησε, δημιούργησε μια καινούρια μουσική παράδοση, μια καινούρια μουσική τέχνη, μια καινούρια Σχολή, που πολλοί ακολούθησαν με πολύ ενθουσιασμό.
Συνθέτης και στιχουργός, διασκεύαζε πάω σε δικά του καλοδουλεμένα καλούπια τους παραδοσιακούς κρητικούς συρτούς και τους πεντοζάληδες. Εμπνευσμένος από τη λαϊκή κρητική μουσική, με τις ανεπανάληπτες εκφρ΄σεις της, και από το βαθιά ριζωμένο στο λαό δημοτικό τραγούδι, κατόρθωσε να συστηματοποιήσει τις διάφορες τάσεις, να τις απαλλάξει από τα ξένα, ανατολίτικα κυρίως στοιχεία (τον αμανεδιασμό), και να δημιουργήσει μια καθαρή κρητική μουσική, που συγκινεί και ενθουσιάζει ακόμα και σήμερα.
Χωρίς να θίξει τη μουσική παράδοση, δημιουργεί με την καταπληκτική του μουσική ευαισθησία και αντίληψη ένα καινούριο τρόπο έκφρασης, που του χάρισε τη φήμη του καλύτερου λαϊκού καλλιτέχνη της Κρήτης. Ο Ανδρέας Ροδινός, ο νεαρός αυτός τροβαδούρος του Ρεθέμνου, αγάπησε με πάθος τη μουσική. Γεννήθηκε μουσικός. Στα δεκατέσσερα κιόλας χρόνια του παίζει λύρα κοντά στους ανθρώπους του χωριού οπυ τόσο μαζί τους δέθηκε και τόσο αγάπησε. Μαθητής γυμνασίου προσπαθεί να κλέβει χρόνο για να ασχολείται με την αγαπημένη του λύρα. Ακούει με προσοχή και με πολύ πάθος τους μεγάλους λυράρηδες της εποχής του, το Γερονικήστρατο και το Γεροπίσκοπο, που μεσουρανούσαν τότε στο μουσικό στερέωμα της Κρήτης, και προσέχει με ευλαβική κατάνυξη κάθε νότα και κάθε λεπτομέρεια από το παίξιμό τους. Προσπαθεί μέσα από τους ήχους και τις δοξαριές τους να ξεχωρίσει και να ανακαλύψει τα γνήσια παραδοσιακά στοιχεία που θα τα πάρει για να τα κάνει βάση και αφετηρία για το δικό του έργο. Κατασκευάζει σε δικό του σχέδιο μια βιολόλυρα και αρχίζει να μελετά, να πλάθει και να σχηματίζει τους δικούς του σκοπούς. Τους σκοπούς που θα μείνουν για πάντα ως οι Σκοποί του Ροδινού.
Η προσπάθεια αυτή τον κάνει να δημιουργήσει μια δικιά του ξεχωριστή μουσική φυσιογνωμία που τον επιβάλλει αμέσως στο ανεπτυγμένο μουσικά κοινό της κρητής. Το κοινό αυτό τον αποθεώνει σε κάθε του εμφάνιση. Ο Κρητικός, την πρωτόγονη ευαισθησία του, με τη μουσική του παράδοση που την καλλιεργεί, την αναπτύσσει και τη διατηρεί, στο πανηγύρι, στο γλέντι και στα ξεσπάσματά του, της χαράς και της λύπης, τον ξεχωρίζει, τον διακρίνει και τον αναγνωρίζει σαν τον καλύτερο. Από τα πρώτα του κιόλας φτερουγίσματα, διαπιστώνει πως έχει να κάνει με ένα μεγάλο λαϊκό καλλιτέχνη. Τον καλούν παντού για να απολαύσουν τις απαλές, ζεστές και γλυκές του μελωδίες. Και αυτός δέχεται πρόθυμα, αδιαμαρτύρητα, χωρίς χρήματα, χωρίς αμοιβή και χαρίζει παντού τη χαρά και το κέφι. Είναι ο Νέος Κρητικός που μπορεί να ερμηνεύσει με το δικό του ξεχωριστό τρόπο τους κρυμμένους καημούς, τα καλοφυλαγμένα μυστικά της άγριας, μα ευαίσθητης, αντρίκειας ψυχής του Κρητικού.
Η μουσική του Ροδινού κατορθώνει να ξυπνήσει μέσα από τα βάθη της συνείδησης τις θύελλες και τις καταιγίδες, τα οράματα και τις προσδοκίες, τα όνειρα και τις έλπιδες, της ψυχής του λαού. Η μουσική του Ροδινού κατορθώνει να ερμηνεύσει, να μεταφέρει και να διπλασιάσει τις χαδιάρικες αύρες της κρητικής θάλασσας, το βρουχητό του αλογοπήδηκτου κύματος, τα ψιθυρίσματα από τα φυλλώματα των δέντρων, το άρωμα των λουλουδιών, το τραγούδι της νύκτας, το θόρυβο της ημέρας, τους ζεστούς ήλιους, τα αυγουστιάτικα φεγγάρια, τις νεανικές ανησυχίες, τα αντρίκια κατορθώματα, τις παλικαριές και τους έρωτες του Κρητικού. Ο μάγος αυτός κατορθώνει με το πολύπαικτο δοξάρι του να δίνει φτερά στα νεανικά ποδάρια, όταν χορεύουν στα γλέντια και στα πανηγύρια τους αλησμόνητους συρτούς, τους γοργοκίνητους πεντοζάληδές του.
Πέντε χρόνια κράτησε αυτή η αδιάκοπη νικηφόρα πορεία. Πέντε χρόνια γεμάτα από μουσικά κατορθώματα, μέχρι που ήλθε το ιστορικό εκείνο 1930.\ Καλοκαίρι καιρό, το Ρέθεμνος ανασαίνει τη βραδινή δροσιά της απέραντης θάλασσας κάτω στην κυματοφίλητη προκυμαία. Η θάλασσα, αυτή η πλατιά ακυμάτιστη μεγάλη υγρή πεδιάδα, λαμποκοπά κάτω από το ολόγιομο καλοκαιριάτικο φεγγάρι που μόλις σηκώθηκε μέσα από τα σπλάχνα της. Η προκυμαία έχει απόψε γιορτάσιμη όψη. Κόσμος πολύς μαζεμένος στα καφενεία και στα κέντρα του γιαλού.
Δυο ξακουστοί λυράρηδες, Χανιώτες και οι δυο, ήρθαν να ακούσουν απόψε το νεαρό Ροδινό, που η φήμη του είχε περάσει τα στενά όρια της Κρήτης. Ο Χαρίλαος Πιπεράκης και ο Γέρο Καντέρης, κι οι δύο ξενητεμένοι στην Αμερική, ο ένας από του Κεφαλά Αποκορώνου και ο άλλος από το Ξεροστέρνι. Ο ερχομός τους στο Ρέθεμνος δημιουργεί αληθινό συναγερμό στη μικρή κοινωνία, που περιμένει κάτι τέτοιες ευκαιρίες για να ξεχάσει για λίγο, τους καημούς και τις πίκρες της. Ο κόσμος αγωνίζεται για να βρει μια θέση, για ν’ ακούσει και να θαυμάσει τους καλύτερους λυράρηδες της εποχής. Οι νότες ξεχύνονται μέσα στη νύχτα σαν πανάρχαια προσευχή. Οι καρδιές ριγούν και τα κορμιά σαλεύουν ανυπότακτα. Η ζεστή βραδιά γεμίζει από την αρμονία των ήχων. Μα όταν ανεβαίνει πάνω στο πάλκο να παίξει ο νεαρός Ροδινός, που μόλις είναι 18 χρονών, όλοι σιωπούν, όλοι αγωνιούν. Στους πρώτους κιόλας σκοπούς, κόβεται η ανάσα, δακρύζουν τα μάτια φτερουγίζει η σκέψη.
Τι μουσική, Θεέ μου! Τι πάθος! Τι παίξιμο! Τι είναι αυτά τα παιχνιδίμασματα του δοξαριού; Πού βρέθηκε τόσο κλάμα, τόσο γέλιο, τόση φαντασία μέσα σ’ αυτούς τους ήχους; Οι νότες ανεβαίνουν σιγά, απαλά, γίνονται προσευχή, γίνονται ύμνος. Ύστερα γίνονται θύελλα, καταιγίδα, κραυγή, πόνος, δάκρυ. Γίνονται λαχτάρα, χορός, πανηγύρι. Σταματάει ο άνεμος να ακούσει. Γέρνει ο γερο – Ψηλορείτης να θαυμάσει. Σιωπούν τα πουλιά στα δέντρα του κήπου. Τα ζωντανά της νύκτας αγρυπνούν μαγεμένα. Η θάλασσα παίρνει τους ήχους και τους κάνει κύμα, ψιθύρισμα. Όλα σιωπούν με κρατημένη την ανάσα. Και όταν τελειώνει, ο κόσμος ξεσπά σε ασταμάτητο χειρόκροτημα. Είναι η αναγνώριση. Είναι η βράβευση. Ο Χαρίλαος και ο Γεροκαντέρης τον φίλούν και τον ανακηρύσσουν «ΤΟΝ ΠΡΩΤΟΝ»!
Δύσκολη απόφαση, μα δίκαιη. Χαρακτηριστικό της μεγάλης καρδιάς των δυο φημισμένων καλλιτεχνών. Χωρίς δισταγμό, χωρίς προκατάληψη, αναγνώρισαν τον Ροδινό καλύτερό τους. Αυτό τους τιμά και ο κόσμος αναγνωρίζει την αμεροληψία τους και τους χειροκροτεί.
Αυτή είναι η μεγάλη μέρα του Ροδινού. Αυτή είναι η μεγάλη του Δόξα. Τον αναγνωρίζουν λαός και καλλιτέχνες μαζί. Επιβραβεύεται έτσι μια μεγάλη αξία στηριγμένη σε μιαν αδιάκοπη προσπάθεια, σε μια νικηφόρα μουσική πορεία. Και αυτή η νικηφόρα μουσική πορεία ανακόπτεται ξαφνικά, όταν ο Χάρος θέλησε ν’ αρπάξει το παλικάρι στα 22 του χρόνια. Ζήλεψε τη δόξα του, μίσησε την ομορφιά του, λαχτάρησε την παλικαριά του και τρύγησε τα νιάτα του, πάνω στην άνοιξη της ζωής του. Έγινε η σάρκα του χώμα, μα το πνεύμα του έμεινε γραμμένο πάνω στους δίσκους του γραμμοφώνου και η μουσική του έγινε δίδαγμα, έγινε σχολή.
Κι όμως ζούσες, Ανδρέα Ροδινέ.
Χθες έπαιζες τη λύρα σου τη μαγική
Οι νότες σου γλυκούς ύμνους
Και το τραγούδι σου προσευχή.
Ζήλεψε ο χάρος το παίξιμό σου,
Μίσησε την αντρίκια σου ομορφιά,
Λαχτάρησε το ανθισμένο κορμί σου
Και σ’ άρπαξε μια του Φλεβάρη βραδιά.
Μένει όμως το παίξιμό σου
Η μνήμη σου κρατεί γερά
Ο χρόνος συνέχεια σε δυναμώνει
Και εμείς σε φέρνουμε κοντά.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΕΤΟΥΔΑΚΗΣ