Αναμνήσεις Εμμ. Σταγάκη

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Από προσωπική μου εμπειρία ύστερα από 61 χρόνια και σε ηλικία 91 ετών, θα αναφερθώ σε ιστορικά γεγονότα που προσωπικώς έζησα εις τον Πόλεμο του 1940 εις την εκστρατεία του αλβανικού μετώπου ως επιλοχίας του 5ου Λόχου του 44ου Συντάγματος. Η μνήμη μου δεν συγκρατεί ημερομηνίες, χωριά, ελάχιστες τοποθεσίες, μα συγκρατεί την ταλαιπωρία, για ημερήσιες και Νυχτερινές πορείες και είναι ανεξίτηλες εις την μνήμη μου. Η σημερινή μου μνήμη δεν συγκρατεί την καθημερινότητα της ζωής, μα συγκρατώ το πέρασμα της νεανικής μου ζωής με όλες τις διακυμάνσεις και έχω περάσει σε αγώνες εθνικούς, ταξικούς και Κοινωνικούς και θα αναφερθώ σε ορισμένα γεγονότα προσωπικώς που αποτελούν ιστορικά δεδομένα από τη στράτευσή μου ως έφεδρος σε μηνιαία εκπαίδευση μέχρι τον Απρίλιο του 1941.
Η ταλαιπωρημένη ζωή του έλληνα Στρατιώτη εις το αλβανικό μέτωπο είναι χαρακωμένη εις την μνήμη μου και όσα γράφω είναι προσωπικώς εκείνα που είδα και έζησα ως επιλοχεύων του 5ου Λόχου 44ου Συντάγματος.

Στρατιωτική
μετεκπαίδευση

Τα ευρωπαϊκά κράτη ευρίσκοντο εις εμπόλεμο κατάσταση με την Γερμανία και η χώρα μας πολιτικά διαιρημένη, άλλοι Αγγλόφιλοι και άλλοι Γερμανόφιλοι με Κυβερνήτη τον Ιωάννη Μεταξά, που έκανε εράνους υπέρ της Αεροπορίας και για φανέλα του στρατιώτη καλούνε εφέδρους για μετεκπαίδευση.
Έτσι εις τας 25 Αυγούστου το ραδιόφωνο αναφέρει ότι καλούνται οι έφεδροι της κλάσεως 1932 να προσέλθουν για μετεκπαίδευση . Την ημερομηνία της προσκλήσεως ενθυμούμαι γιατί είχα βάφτιση της κόρης μου. Ημέρα παρουσιάσεως δεν ενθυμούμε.
Μένω εις Ρέθυμνο μα επιστρατεύομε εις Χανιά και παρουσιάζομαι για μηνιαία μετεκπαίδευση. Από ότι ενθυμούμαι στη θεωρία μας ανέφεραν ως νέο όπλο τους όλμους μα βολές δεν κάναμε. Παρήλθε ο μήνας μα δεν έγινε η απόλυσή μας. Εγώ διατηρούσα ξυλουργικό μαγαζί εις Ρέθυμνο, οδός Γοβατζιδάκη και βγήκα εις την αναφορά μεταθέσεως μου εις Ρέθυμνο εις το 44ο Σύνταγμα. Μου εδόθη η μετάθεση και έτσι μου εδόθη ευκαιρία να παρακολουθώ το μαγαζί προς εκτέλεση παραγγελιών που εξακολουθούσα να απασχολώ το προσωπικό. Έτσι στην Κήρυξη του πολέμου την 28η Οκτωβρίου, βρέθηκα στρατευμένος και με την κήρυξη του Πολέμου έκλεισα το Μαγαζί γιατί άρχισε η γενική επιστράτευση και άρχισα να παίρνουν μέτρα εκκενώσεως αποθηκών και ο Ανθυπολοχαγός Μιχαήλ Μανουράς με προσέλαβε να βοηθώ και μεταφέραμε άλευρα εις το χωριό Απόστολοι να τα αποθηκεύσομε εις το Σχολείο και εις την εκκλησία. Μου απέσπασε φρουρά να παραμένομε για φύλαξη. Όταν συγκροτήθηκαν Λόχοι, με απέσπασαν καταρχήν εις 2ον Λόχο με Διοικητή λόχου τον Ιωάννη Φουσκάκη που ως κληρωτός ήτον μόνιμος λοχίας, ως επιλοχίας του 2ου λόχου του 14 συν/τος πεζικού που ήτον φίλος μου. Εις αυτόν το λόχο δεν κάθισα πολύ και πήρα μετάθεση εις 5ον Λόχο ως επιλοχίας του λόχου που ο λόχος έμενε εις την ύπαιθρο εις Μισσίρια. Μετά την ολική επιστράτευση που συγκροτήθηκε το Σύνταγμα, έλαβε διαταγή να μεταβεί εις την Σούδα, όπως και έγινε. Εκεί παραμείναμε εις την θέση Τσικαλαργιά περίπου μια εβδομάδα μέσα σε αντίσκηνα μέχρι που ήρθε διαταγή ολόκληρος ή Μεραρχία να επιβιβασθεί εις τα πλοία με προορισμό τον Πειραιά. Σε 10 πλοία επιβιβασθήκαμε και μας συνόδευσαν 2 Αντιτορπιλικά. Έτσι φτάσαμε εις Πειραιά τέλη Νοεμβρίου.
Ο λαός του Πειραιά μας υποδέχτηκε με ενθουσιασμό και χειροκροτήματα από όπου περνούσαμε πεζοί για να φθάσομε εις το Δαφνί για διανυκτέρευση.
Φτάσαμε και στήσαμε σκηνές να κοιμηθούμε μα το τσουχτερό κρύο δεν μας αφήνει να κοιμηθούμε. Πρώτη φορά αντικρίζομε τόσο κρύο. Έτσι μείναμε άυπνοι όλη την νύχτα.

Στο Σταθμό Λαρίσης
Την επόμενη μέρα παίρνομε τσάι και ετοιμαζόμεθα για το σταθμό Λαρίσης. Εγώ ως επιλοχίας ελλείψει Αξιωματικού μου αναθέτουν την Τετάρτη Διμοιρία. Φεύγοντας για το Σταθμό επιβιβαζόμεθα σε βαγόνια μαζί με τα Μεταγωγικά στριμωγμένοι στο ένα μέρος του βαγονιού γιατί στο άλλο μέρος ήσαν τα μουλάρια. Εκεί πολλαπλασιάστηκε η ψείρα και η κόπρος των αλόγων μας προξενούσε ασφυξία. Δύο νύχτες και μια μέρα χρειάστηκε για να φθάσομε στο Αμύνταιον.
Αποβιβαζόμενοι αισθανόμεθα το φοβερότερο κρύο. Η μύτη μας έτρεχε και σχημάτιζε κορδόνι, οι δρόμοι ήσαν παγωμένοι και τα μουλάρια γλιστρούσαν και δυσχεραίνετο η πορεία μας για να φθάσει η δύναμη του τάγματος εις χωριό Φιλιοτά. Εκεί καθίσαμε επάνω από μια εβδομάδα και οι στρατιώτες εις τις ταβερνούλες έτρωγαν και έπιναν, λησμονώντας το συνωστισμό εις τα βαγόνια μα κανείς δεν διεμαρτύρετο. Ήταν μια αρχή δομικασιας τόσο εις τα βαγόνια, όπως ήταν και η απόσταση από Αμύνταιο μέχρι τη Φιλιοτά ,φιλόδοξοι για τον Αγώνα φωνάζοντας, ζήτω ο πόλεμος. Κανείς δεν σκεπτόταν πως πάμε για σφαγή ως πρόβατα. Εις την ψυχή όλων ήταν η νίκη. Μετά της ημέρες της παραμονής μας εις το χωριό Φιλιοτά άρχισαν οι ημερήσιες και νυχτερινές πορείες για να φθάσομε εις Καστοριά και να μείνομε έξω της πόλεως σε μια ρεματιά ονομαζόμενη Κολοκυνθού.

Πορεία για την Αλβανία

Την επομένη, αφού πήραμε τρόφιμα και μια ρέγκα, ο λοχαγός μου λεει να πάρω 6 στρατιώτες αν ακολουθήσω τον Αξιωματικό Στρατοπεδάρχη του τάγματος να φύγομε να βρούμε σπίτια να μείνομε. Επρόκειτο για Αλβανικό χώρο. Φεύγομε φορτωμένοι με τους γυλιούς περνούμε το χωριό Ιεροπηγή και εισερχόμεθα στο Αλβανικό έδαφος. Ο τόπος ήταν χιονισμένος και δεν έβλεπες φύλλο δένδρου, όλα καλυμμένα με χιόνι. 15 ώρες βαδίζομε με ξεναγό. Απελπισμένοι τον απειλούσαμε γιατί μας οδηγούσε λάθος. Τέλος φθάσαμε βραδινή ώρα εις το χωριό Κεμπετιστα. Εκεί γι πρώτη φορά βλέπομε τη φθορά του πολέμου από εχθρικά λάφυρα εγκαταλελειμμένα από τα υποχωρούντα Ιταλικά στρατεύματα. Ο κάθε στρατοπεδάρχης προσδιορίζει τα οικήματα που θα μένει ο λόχος. Είχα εξασφαλίσει 5 οικήματα. Ήρθε ο λόχος και μείναμε το βράδυ. Την επομένη το πρωί αφού πήραμε το τσάι συνεχίζομε την πεζοπορία νύχτα και μέρα με βροχή και χιόνι, πολλές φορές νηστικοί και χωρίς ψωμί, με λασπωμένους δρόμους και νυχτερινές διανυχτερεύσεις σε δάση για να μη δίνουμε στόχο σε ιταλικά αεροπλάνα, με δύσκολες διαβάσεις και εξαθλιωμένοι από πείνα κούραση και την οδυνηρή ψείρα.
Έτσι βαδίζαμε νύχτα – μέρα και λέγαμε καλαμπούρια να διασκεδάζομε τον πόνο μας και την κούραση μας που δεν ήταν μόνο η πεζοπορία, αλλά τις περισσότερες φορές αναβαστούσαμε και τα μουλάρια σε δύσβατους και κρυσταλλιασμένους δρόμους , που διχαλώνανε τα πόδια τους. Τα ξεφορτώναμε και τα φορτώναμε και περνούσαμε τους δύσβατους δρόμους και λέγαμε «καλύτερα στην πρώτη γραμμή».
Μια μέρα βαδίζομε σε δύσβατο δρόμο, που ’πεφταν τα μουλάρια. Εμείς κουρασμένοι χωρίς ψωμί δύο μέρες. Στο τάγμα οι Στρατιώτες κάνουν στάση και με φωνές υβρίζον και βλασφημούν. Δεν προχωρούμε, θέλομε ψωμί. Ειδοποιείται ο Διοικητής του Συντάγματος και μας βγάζει ενθαρρυντικούς λόγους και μας λέει ο πόλεμος δεν είναι το τουφεκίδι, μα είναι οι κακουχίες, που υποφέρει ο στρατιώτης. Μας ενεθάρρυνε και διέταξε να μας δώσουν μισή κουραμάνα. Έτσι συνεχίζομε την πορεία να φτάσομε σε κανένα χωριό γιατί πλησιάζουν οι γιορτές των Χριστουγέννων.

Πλησιάζον Χριστούγεννα

Έτσι φθάσαμε στο χωριό Λουμπόνια. Η πορεία μας ήταν κουραστική και με στερήσεις και με την ενοχλητική ψείρα που έτρωγε τις σάρκες μας. Προπορευόμεθα στρατιώτες για στρατοπέδευση, αποφασισμένοι το πρώτο σπίτι που θα είναι στο χωριό θα μπούμε μέσα αν είναι και του Χότζα. Μετά από πολύωρη πορεία με βροχή και χιόνι που είχαν γεμίσει οι γυλιοί μας αντικρίζομε το χωριό και βλέπομε το πρώτο σπίτι να καπνίζει. Λέμε σε αυτό θα μπούμε. Πλησιάζομε χτυπούμε, δεν μας ανοίγει κανείς. Με μια κλωτσιά στην πόρτα ανοίγει και τι βλέπομε; Το δάπεδο στρωμένο με χαλί και εις το βάθος το τζάκι με αναμμένη φωτιά. Τινάζομε τους γυλιούς από το χιόνι και τριγυρίζομε το τζάκι. Ξετυλίζομε τις γκέτες, τις πυρώνομε και ξύνομε τις λάσπες.
Η παρέα μου ήταν ο Ευάγγελος Βιζργιάνης, ο Ευάγγελος Φραγιαδάκης, ο Νικος Τρουλης, ο Νίκος Δασκαλάκης , ο Εμμανουήλ Καλογεράκης και ένας από το Χρωμοναστήρι, που το όνομα του δεν συγκρατώ. Σχολιάζομε το γεγονός της επιτυχίας μας. Βλέπομε να εισέρχεται ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, Αλβανός, να τραβάει ένα παιδί γύρω στα έξι χρόνια, πλησιάζει με υπόκλιση, μας χαιρετά, μας κοιτάζει όλους και κάνει βήματα προς τα πίσω και βγαίνει έξω. Σχολιάζομε τον τρόπο που μας υποδέχθηκε γιατί ποτέ άλλοτε δεν είχαμε δει τέτοια συμπεριφορά. Πάνω στη συζήτηση μια άλλη έκπληξη : Εισέρχεται πάλι κρατώντας ένα ταψί με μια κότα ροδοκόκκινη και μια μπομπότα ψωμί. Την θέτει ανάμεσα μας και με νόημα μας λέει καλή όρεξη. Εμείς πώς να τον ευχαριστήσομε του δίνομε ο καθένας εάν πακέτο τσιγάρα, ένα παγούρι κονιάκ και του προσφέρω με το πιρούνι ένα κομμάτι κοτόπουλο να φάει πρώτος. Μας ευχαριστεί, ανάβει τσιγάρο δίνει και εις το 6χρονο τσιγάρο και κάθεται και μας παρακολουθεί. Με λαιμαργία τρώμε, συζητούμε τον τρόπο που μας φέρθηκε πως φαίνεται ευγενικός και καλός. Αυτός δεν ξέρει τι λέμε. Μας χαμογελά μας κοιτάει και μας δίνει δικαίωμα να το σχολιάζομε χωρίς να ξέρει τι λέμε. Μας κοιτάζει πως τρώμε. Εμείς πεινασμένοι λαίμαργα φάγαμε μα αντελήφθη πως δεν μας έφτασε το φαΐ. Φεύγει, επιστρέφει και φέρνει μια λεκάνη ξινόγαλο και μισό ψωμί, το τρώμε και αυτό, τον ευχαριστούμε και παίρνει τη λεκάνη. Μας χαιρετά και φεύγει. Εμείς εξακολουθούμε να ζεσταινόμεθα και να ξύνομε τις λάσπες από γκέτες και άρβυλα. Άλλη έκπληξη : έρχεται ο Λοχίας Παπαδάκης από την Κοξαρέ και μας λέει αυτό το σπίτι το έχω εκλέξει να μείνει ο Διοικητής του τάγματος και να φύγετε γιατί του ’χω παραγγελιά μια κότα. Του λέω από δω δεν φεύγει κανείς και να του ζητήσεις άλλο σπίτι να του παραγγείλεις και άλλη κότα γιατί την φάγαμε. Μου λέει εσύ είσαι επικεφαλής θα βρεις τον μπελά σου γιατί θα το αναφέρω εις τον υπασπιστή του τάγματος. Υπασπιστής του τάγματος ήταν ο Ζαχαρίας Αρχοντάκης.
Πράγματι το ανέφερε εις τον υπασπιστή και την επόμενη ήμουν εις την αναφορά και τιμωρήθηκα 7 ημέρες κράτηση.
Αναφέρομαι προσωπικώς σε ό,τι είδα και έζησα εις την εκστρατεία του Αλβανικού μετώπου στον πόλεμο με τους Ιταλούς που όλοι υποφέραμε και ο καθένας μπορεί να αναφέρεται προσωπικά το πώς πέρασε μα εγώ θεώρησα σκόπιμο να τα αναγράψω να διαβάζονται από τους νεώτερους. Οι πορείες μέρα και νύκτα με χιόνια και βροχή, κουρασμένοι πεινασμένοι, ψειριασμένοι μας έφερνε πολλές φορές σε απόγνωση μα παίρναμε κουράγιο όταν μας έλεγαν για τις νίκες του στρατού και νοσταλγούσαμε να φθάσομε πιο γρήγορα εις την Πρώτη Γραμμή του Πολέμου. Με αυτές τις νυχθημερον πορείες φθάσαμε εις την πόλη Κορυτσά και διασχίζομε νυχτερινή ώρα την πόλη και πηγαίνομε έξω σε μια κωμόπολη Λεσκοβίστη που είχε τζαμί και μιναρέ και Ιταλικά εφόδια εγκαταλελειμμένα από τα υποχωρούντα Ιταλικά στρατεύματα. Ο λόχος στεγάζεται σε σπίτια και το επιτελείο του λόχου σε ένα διώροφο σπίτι ελληνικό που ήταν βαμμένο με τα χρώματα ης Ελληνικής Σημαίας. Μέσα έμενε μια γυναίκα με δύο κόρες και μας υποδέχθηκε εγκαρδίως και μας ετοίμασε φαΐ με πατάτες. Μας ανέφερε ότι ο άνδρας της είχε πάει εις Βουλγαρία. Αφού φάγαμε μας είπε, απάνω σας έχω στρώσει να βγείτε να βγάλετε τα εσώρουχά σας να τα βάλετε πάνω από το προσκέφαλό σας. Θα έρθω να τα πάρω να τα πλύνω, να τα σιδερώσω να σας τα φέρω πάλι να τα βάλετε το πρωί. Πράγματι έτσι έγινε. Όλη την νύχτα έπλενε και σιδέρωνε με τις δύο της κόρες και το πρωί τα φορέσαμε για λίγο, απαλλαγμένοι από την οδυνηρή ψείρα. Κάναμε μια εβδομάδα για ξεκούραση που μας έμεινε αξέχαστη. Φεύγοντας μας χαιρέτησε με δάκρυα και με ευχή τη Νίκη, να γυρίσουμε εις τα σπίτια μας. Ποτέ άλλοτε δεν συναντήσαμε τέτοια φιλοξενία γιατί πολλές φορές που μέναμε σε χωριά ζητούσαμε νερό και μας έλεγαν «σκα» (δεν έχει)
Θα συνεχίσω να αναφέρω περιστατικά από προσωπική μου εμπειρία μα πιστεύω ότι όσοι συμμετείχαν μπορούν να τα αναφέρουν εις τους νεώτερους, την κακουχία μα και την ανισότητα του στρατού μας συγκρινόμενη με τους Ιταλούς. Εστερείτο σύγχρονο οπλισμό. Οπλισμένοι με οπλισμό του 1ου Παγκοσμίου πολέμου. Ούτε αεροπλάνα, ούτε πολυβόλα που είχαν οι Ιταλοί. Εμείς είχαμε οπλοπολυβόλα Χότσεκεϊ και πολυβόλα Σεντεθιεν που με τις πρώτες ριπές πάθαιναν εμπλοκή. Κείνο που διέθετε το Κράτος μας, ήταν η ψυχική ανδριωσύνη μα κακό ανεφοδιασμό που πολλές φορές μέναμε νηστικοί μα και ανυπόδητοι με φθαρμένα άρβυλα και για ουλές ήταν 2 τρία ζεύγη κάλτσες πλεγμένες από μαλλί. Μα συνεχίζομε την πεζοπορία με όλες τις καιρικές συνθήκες, χιόνι, βροχή, κουρασμένοι, πεινασμένοι, ψειριασμένοι βαδίζομε για το χωριό Κοφετσέζη ολόκληρο το 44ο Σύναγμα και από αμαξωτό δρόμο αντικρίζομε το χωριό. Όπως μας φάνηκε από το δρόμο απείχε γύρω στα 3 χιλιόμετρα μα είχε μουχλιασμένη βραδινή ώρα και παρακάμπτομε από το δρόμο και προχωρούμε για το χωριό μα μπαίνομε στ ένα βαλτώδη δρόμο και καθένας που προχωρούσε πιανόταν στο βάλτο και το ένα πόδι χωνόταν βαθύτερα από το άλλο. Έτσι πιάστηκαν τα μουλάρια που έμειναν ακίνητα και οι στρατιώτες πιανόταν ο ένας πίσω από τον άλλο. Βλέπω ένα Παπαδονικολάκη παλιός εστιάτορας της Πόλεως Ρεθύμνης. Πιασμένος μου ζητεί βοήθεια. Του δίνω την κάνη τους όπλου μου και τον τραβώ μα το ένα του άρβυλο να μένει στην λάσπη. Του παίρνω τον γυλιό και με ακολουθεί και μπαίνω στο χωριό μεταξύ των πρώτων μα είμαι μέχρι το γόνατο στη λάσπη. Βλέπω μια πόρτα ανοιχτή, άναβε φωτιά και πλησιάζω ζεσταίνοντας τις λάσπες. Αρχίζω να τις ξύνω από τις γκέτες. Εκείνη τη στιγμή ο Λοχαγός φθάνει με το άλογο και με βλέπει. Αρχίζει να με υβρίζει πως κάθομαι και ζεσταίνομαι και ολόκληρο το Σύνταγμα έχει πιαστεί στο βούρκο. Με διατάσει να βρω τον Πρόεδρο του χωριού, να πάρομε Αλβανούς με φανάρια να βοηθήσομε τους Στρατιώτες. Πήρα τον οικοδεσπότη του σπιτιού, πήγαμε χτυπήσαμε σε οκτώ σπίτια , μας ακολούθησαν 4 και οικοδεσπότης και με φανάρια πήγαμε και φωνάζαμε να έλθουν προς εμάς. Ήταν σκοτάδι, βροχή και όλοι τη νύχτα δεν κλείσαμε μάτι και το πρωί πριν ξημερώσει έρχεται διαταγή να φύγομε από το χωριό. Ειδοποιώ τους μαγείρους να στήσουν καζάνι, να βράσουν τσάι και διερχόμενοι οι Στρατιώτες να παίρνουν και να προχωρούν. Έτσι και έγινε. Το 2ο τάγμα ήταν οπισθοφυλακή του Συντάγματος και ο λόχος μας ήταν οπισθοφυλακή του Τάγματος και η 4η Διμοιρία που ήμουν επικεφαλής οπισθοφυλακή του λόχου. Τότε μου λέει ο Λοχαγός πάρε του οπλοπολυβολητές να τους περάσεις απέναντι να στήσετε τα πολυβόλα και να μη φύγει κάνεις μέχρι να περάσει και ο τελευταίος στρατιώτης. Εσύ να γυρίσεις πίσω. Ο Λοχαγός πάνω στο άλογο παρακολουθεί πλησιάζει και μου λέει : πήγαινε στα σπίτια που χτυπήσατε και δεν ήρθαν, να φέρεις του άνδρες. Πήγα ˙ δεν ήξερα τι τους ήθελε. Βρήκα τους τρεις τους πήγα εις το Λοχαγό. Μου λέει δέσε τους τα χέρια πίσω και τρέχα να πας με τους οπλοβολητές. Μόλις έφυγα άρχισε πάνω από το άλογο να τους χτυπά με το μαστίγιο και άρχισαν να φωνάζουν βοήθεια. Ξεσηκώνονται οι γυναίκες και τρέχουν μα ο λοχαγός φεύγει με το άλογο και φωνάζει και εμάς να φύγομε. Αμέσως φεύγομε και εις τον δρόμο μου λέει : αυτό το έκαμα να μάθουν όταν τους ζητώ βοήθεια να μας τη δίνουν. Ήτα πολύ σκληρός, ήταν Λοχαγός επί ανδραγαθία του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου. Μα αυτή τη πορεία ήταν από την οδυνηρότερη που είχε ζήσει όλο το Σύνταγμα και όταν οργιζόμεθα σε κανέναν του λέγαμε να κάμει την πορεία του Καφετζέζη. Μέσα σε αυτές τις κοπώσεις δεν μας έλειπαν και τα αστεία και οι ψευδείς ανακοινώσεις του πρακτορείου Αρβύλα που έκαναν ορισμένοι που είχαν το ταλέντο να μας κάνουν να πεθαίνομε στα γέλια και να ξεχνούμε για λίγο την ταλαιπωρημένη πεζοπορία που λέγαμε να πάμε στο μέτωπο να τελειώσομε όσοι ζωντανοί και σκοτωμένοι. Βαδίζαμε μέρα και νύχτα παραμονές γιορτής Χριστουγέννων. Φθάνουμε στο χωριό Λουμπόνια που θα μείνει ο λόχος μας υπό στέγη μα έχει χιόνι 40 πόντους. Το επιτελείο του λόχου σε ένα σπίτι, διώροφο περιμανδρωμένο με ρουγόπορτα μα όπου μένουν οι Αξιωματικοί του λόχου και ο επιλοχίας βγάζει σκοπούς να φυλάγουν τα βράδια. Μαζί μένω και εγώ ως επιλοχίας του λόγου. Το κρύο είναι τσουχτερό και ανά μισή ώρα φυλάει κάθε σκοπός μα είναι 6 Νούμερα και ξυπνά ο ένα το άλλο. Αυτό που είχε το σπίτι μένει στο ισόγειο. Μαζί του είχε και μια αίγα. Αναφέρω την υπηρεσία και πέφτομε να κοιμηθούμε. Οι σκοποί είναι φρουροί εις την εξώπορτα. Την επομένη είναι Χριστούγεννα μα πριν να σηκωθούμε χτυπά τη πόρτα και ο Λοχαγός μου λέει σήκω να δεις ποιος χτυπά. Ανοίγω την πόρτα και ο Αλβανός κλαίει γιατί του κλέψαν την αίγα. Με ρωτά αν είχα σκοπό. Του φέρνω την υπηρεσία και λέει εις τον υποδιοικητή να καλέσει τους σκοπούς να ρωτήσει πως αφού ήταν σκοποί μπήκαν και πήραν την κατσίκα. Τους ερωτά ένα – ένα μα κανείς δεν είδε. Τότε λέγει εις τον Κατσιράκη να με πάρει να βρούμε που μένουν οι Ανωγειανοί, γιατί αυτοί σίγουρα την έχουν πάρει και να πληρώσει ο λόχος την κατσίκα. Βγήκαμε έξω που είχε χιονίσει και οι πατιές της κατσίκας και οι πατιές των στρατιωτών μας οδήγησαν στο σπίτι που έμεναν οι Ανωγειανών επτά παρέα. Χτυπούμε την πόρτα και μας ανοίγουν , μας έλουσε ο καπνός του ψητού. Τους λέμε ποιος ο σκοπός μας και μας λένε ευχαρίστως κάνετε έρευνα. Αυτοί κάθονται τριγύρω σε φωτιά. Εμείς ερευνούμε. Γυρίζομε τέκια σανό που είχαν για τροφή των προβάτων, μα δε βρίσκομε τίποτα. Βγαίνομε έξω, πίσω από το σπίτι είναι το αίμα. Πηγαίνομε και λέμε εις το Λοχαγό ό,τι είδαμε, μα δεν βρήκαμε κρέας. Τότε πληρώνει του Αλβανού την κατσίκα 350 δραχμές να πάρει άλλη και λέει εις τον κύριο Κατσιράκη να καθίσει εις διανομή το μεσημέρι να δει, αν έλθουν να πάρουν συσσίτιο. Ήταν ημέρα Χριστουγέννων και ο λόχος είχε φακές χωρίς λαδι και χωρίς αλάτι και μια σαρδέλα να βγάλομε αλάτι να αλατίσομε τη φακή. Ήρθε η ώρα της διανομής και ο λόχος μπαίνει στη γραμμή να πάρει τη φακή και να και ένας της παρέας των επτά και μπαίνει στη γραμμή και κρατά επτά καραβάνες.
Έρχεται η σειρά του και ο μάγειρας του βάζει φακές και στις επτά καραβάνες και φεύγει μα ο κύριος Κατσιράκης μου λέει να τον ακολουθήσω από απόσταση. Τον ακολουθώ και σε μια στροφή του δρόμου βλέπων να χύνει τις φακές. Του φωνάζω να με περιμένει, τον πλησιάζω και τον ερωτών γιατί έριξε το φαγητό. Μου απαντά : «όλοι είστε μπουνταλάδες. Αύριο θα πάμε να σκοτωθούμε και θα πάμε πεινασμένοι;» του λέω «το ξέρω ότι εσείς πήρατε την αίγα και την φάγατε γιατί έβγαινε η μυρωδιά του ψητού, μα δεν βρήκαμε τίποτα και να μου πεις που την ψήνεται», να μου δώσεις το λόγο σου να έρθεις να σου δείξω και να φας και εσύ. Σου δίνω το λόγο μου. Ακολούθησε με. Μόλις φθάσαμε, ανοίγει την πόρτα και λέει εις τους άλλους : ο επιλοχίας μου έδωσε το λόγο του. Ετοιμάσετε να φάμε. Παρακολουθώ με ανοιχτό το στόμα. Κοιτάζω τη φωτια βλέπω να βγάζουν τη φωτιά δεξιά αριστερά και τη στάχτη. Σηκώνουν τα ξύλα και βλέπω σε ένα λάκκο σε σούβλα την κοιλιά γεμάτη μπουκιές κρέας. ροδοκόκκινο και μου προτείνουν να κάτσω. Αρνήθηκα επειδή ήταν κλεμμένο. Έφυγα με ικανοποίηση γιατί έμαθα πως ψήνουν. Πήγα, ανέφερα πως είδα να χύνει τις φακές. Τον ακολούθησα και είδα που έψηναν το κρέας και να πληρώσομε την κατσίκα εις τον Αλβανό πως μπήκαν εις το σπίτι και έκλεψαν. Έμαθα αργότερα, μου είπε ο σκοπός πως τον απείλησαν να τον σκοτώσουν, εάν δεν τους άφηνε να μπούνε και εάν τους μαρτυρήσουμε. Ήταν μια εξιστόρηση πως έκλεβαν, πως ξέρουν να ψήνουν το κλεψίμι και πάντα αυτοί ήταν χορτάτοι ενώ εμείς δεν είχαμε ποτέ χορτάσει φαγητό.

Άλλη διήγηση
Μετά την παραμονή μας σε αυτό το χωριό Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά, συνεχίζομε τις πορείες νύχτα και μέρα για να φθάσομε στη ζώνη πυρός εις τα στενά της Κλεισούρας που ακουόταν οι Κρότοι των πυροβόλων βράδυ και σκοτάδι του Γενάρη με βροχή και χιόνι. Οι δρόμοι ήταν όλο λάσπη , το 2ο τάγμα στρατοπεδεύει έναντι των στενών της Κλεισούρας. Ένας λόχος του 14ου Συντάγματος βρίσκεται και φυλάει το στενό. Το 2ο τάγμα του 44ου Συντάγματος στρατοπεδεύει απέναντι. Ο τομέας του λόχου οριζεται υπεύθυνος για κατασκήνωση. Εγώ φροντίζω να βγάλω σκοπούς σε επίκαιρα σημεία. Δίνω εντολή εις τους βοηθούς μου Ευαγγελο Φραγκιαδακη και Νικο Δασκαλακη να βρουν μέρος να στήσουν αντίσκηνο μα ο τόπος γεμάτος λάσπη. Μες στο σκοτάδι κόβουν κλαδιά και στήνουν αντίσκηνα. Όταν τελείωσα την υπηρεσία, πήγα και τους βρήκα να κάθονται να τρώνε κορινθιακές σταφίδες που τους έδωσε ένας οδηγός Ταξιόνης από το Ατσιπόπουλο. Φάγανε σκοτάδι τις σταφίδες και πέφτομε να κοιμηθούμε τρεις, ο γράφων Εμμανούηλ Σταγάκης, Νίκος Δασκαλάκης , Ευάγγελος Φραγκιαδάκης, μα φοράμε τις μπαλάσκες και πληγωνόμεθα και ύπνο δεν είδαμε μα συζητούμε για αυτήν την πορεία και το μέρος που ευρισκόμεθα στην ζώνη που έφθαναν οι βολές του εχθρικού πυροβολικού. Το πρωί που είδαμε το φως της ημέρας εις το προσκέφαλο του Φραγκιαδάκη δυο πόδια ενός σκοτωμένου που είχαν θάψει μα ήταν τα πόδια του ακάλυπτα και αρχίζομε τα σχόλια μεταξύ μας και μια ψυχολογική επίδραση που για πρώτη φορά αντικρίσαμε σκοτωμένο. Βγάλαμε το αντίσκηνο και το στήνομε πιο μακριά από το νεκρό γιατί σε αυτό το μέρος το τάγμα θα παραμείνει επί αόριστον χρόνο. Την επόμενη φέρνουν εις το λόχο 80 ζεύγη άρβυλα μα ο λόχος είχε 120 να φορούν τα καπάκια των Άρβυλων μα χωρίς σόλες , άρχισε η διανομή με αντικατάσταση του φθαρμένου του αριστερού ή του δεξιού. Ελάχιστοι επήραν ολόκληρο ζεύγος και πολλοί έμειναν παραπονούμενοι. Τις ημέρες της παραμονής μας γίνεται μια εξόρμηση από Ιταλούς με τεθωρακισμένα άρματα από τα στενά και σημαίνει συναγερμός. Ο Λοχαγός φωνάζει εις τα χαρακώματα σε θέση άμυνας. Πίσω από το λόχο μας βρίσκεται ο λόχος μηχανημάτων που διέθετε όλμους και 2 πεδινά πυροβόλα και άρχισε να βάλει εις τα τεθωρακισμένα ιταλικά άρματα και με εύστοχες βολές τα αναγκάζει να οπισθοχωρήσουν μα τα αεροπλάνα βομβαρδίζουν το προκεχωρημένο λόχο του 14ου Συντάγματος με απώλειες. Εμείς εξακολουθούμε να ευρισκόμεθα εις τα ορύγματα. Όταν έληξε αυτή η επιχείρηση ο λόχος ζητωκραύγαζε για την νίκη. Ο λοχαγός με διαταζει να κάμω προσκλητήριο του λόχου μέσα εις τα χαρακώματα και να τον αναφέρω. Από το λόχο βρίσκω να απουσιάζουν τρεις, ένας Λεντιδάκης από το Σπήλι, ένας Μαθιουδάκης από τους Μύλους και ένας από τα Περβόλια μα μου διαφεύγει το όνομα του. Αναφέρω τα ονόματα τους και μου ζητεί να του δείξω το αντίσκηνο που μένουν. Με την λήξη του συναγερμού οι Στρατιώτες πηγαίνουν έως τα αντίσκηνα. Εγώ αναζητώ το αντίσκηνο που μένουν αυτοί οι τρεις το δείχνω εις το λοχαγό, παίρνει μια βέργα, πλησιάζει το αντίσκηνο και άρχισε να τους χτυπά αδιάκριτα. Σε μια στιγμή ξεπετιέται ο Λεντιδάκης και κρατά ένα κρητικό μαχαίρι και κυνηγά το λοχαγό Κεντριστάκη γύρω στο αντίσκηνο και φωνάζει βοήθεια φεύγοντας για τη σκηνή του ο Λεντιδάκης περνάει μπροστά μου. Παίζω ένα πήδο και πέφτομε μαζί κάτω. Του παίρνω το μαχαίρι και του λέω να γυρίσει εις την σκηνή του. Ο λοχαγός πηγαίνει εις την σκηνή και με ειδοποιεί να πάω. Πηγαίνω. Μου ζητεί το μαχαίρι. Εγώ αρνούμαι πως δεν είδα και πιάνει να μου κάνει μήνυση να με στείλει Στρατοδικείο. Ο υποδιοικητής του λόχου επεμβαίνει και ματαιώνει την πρόθεση του μα με διατάσσει να του φέρω τους τρεις στρατιώτες που δεν ήρθαν εις τα χαρακώματα, τον καιρό που βάρεσε συναγερμό πήγα και τους πήρα και τους παρουσίασα και τους ρώτησε την απολογία τους ,γιατι εχθές μοιράσετε άρβυλα και δε μας δώσετε και είμεθα ξυπόλυτοι. Ο λοχαγός έγραψε μια αναφορά, με διέταξε να τους δέσω τα χέρια να πάρω την αναφορά να τους πάω εις Σύνταγμα. Εκτελώ τη διαταγή του και τους οδηγώ προς το Σύνταγμα που ευρισκόταν πίσω από εμάς περίπου δύο χιλιόμετρα. Με δεμένα τα χέρια βαδίζομε προς το Σύνταγμα φθάνομε σε ένα ποτάμι που έτρεχε πολύ νερό και μου λένε λύσε μας να περάσουμε γιατί θα πνιγούμε, άμα περάσομε να μας δέσεις. Πράγματι τους έλυσα, περάσαμε και μετά πάλι τους έδεσα. Φθάσαμε στο Σύνταγμα και υπασπιστής του Συντάγματος είναι ταγματάρχης ένας Δανδουλάκης. Άμα διάβασε την αναφορά άρχισε να τους χτυπά. Εγώ διαμαρτυρήθηκα και με διέταξε να φύγω. Τους άφησα και γύρισα μα ο λοχαγός με παρακολουθουσε με κιάλια από ένα ύψωμα και άρχισε να με απειλεί. Του λέω : πάμε να δείτε το ποτάμι και να δεις εσύ αν περάσεις. Μόλις περάσαμε πάλι τους έδεσα τα χέρια.
Ο Λοχαγός ήτον πολύ τυπικός και εδεχόμουν πολλές φορές παρατηρήσεις μα ο υποδιοικητής του λόχου Κατσιράκης πάντοτε ήταν με το μέρος μου.
Εκεί εις τα στενά μερικά βράδια εδεχόμεθα συχνές επιδρομές Αεροπλάνων. Ήρθε διαταγή να προχωρήσει το τάγμα, να πλησιάζομε την ζώνη των επιχειρήσεων. Έτσι φτάσαμε στο χωριό Ψάρι. Από εκεί δια γυμνού οφθαλμού βλέπαμε τα πυροβόλα να βάλουν εναντίον των προκεχωρημένων γραμμών μας και οι Αξιωματικοί μας έδιναν οδηγίες και μας ενεψύχωναν γατί περίμεναν από στιγμή σε στιγμή τη διαταγή να ριχτούμε στη μάχη. Επιθεωρούσαν τον οπλισμό μας, μας μοίραζαν φυσίγγια και χειροβομβίδες. Το βράδυ ήρθε διαταγή τις πρωινές ώρες να λάβομε μέρος. Μας δίνουν λευκές κελεμπίες να μη διακρινόμεθα στις χιονισμένες κορυφές και ώρα 5 πρωινή το τάγμα βγάζει ανιχνευτές και προχωρούμε προς συνάντηση του εχθρού. Ανεβαίνουμε σε μια κορυφή, φθάσαμε σε οροπέδιο. Το πυροβολικό αρχίζει να μας βάζει και δίδεται διαταγή να σκάψομε λάκκους να καθίσομε να αποφεύγομε τα θραύσματα των οβίδων μέχρι να έρθουν οι ανιχνευτές σε επαφή με τον εχθρό. Καθίσαμε σε λάκκους ενός μέτρου μα χώμα δεν βρήκαμε, όλο χιόνι και καθόμαστε σε γυλιούς ο λόχος μας είχε τον πρώτο νεκρό σε αυτό το σημείον, Τζαγκαράκης από τις Αλώνες. Καθίσαμε μέχρι τις απογευματινές ώρες μα ήρθε διαταγή να οπισθοχωρήσομε γιατί σε αυτό τον τομέα δεν υπήρχε εχθρός, μα στην παραμονή μας μέσα στο χιόνι παγώσαμε και με φωνές και κλάματα κοιτάζομε πώς να σηκωθούμε. Βασανισθήκαμε για να μπορούμε να περπατήσομε γυρνώντας στο χωριό εξορμήσεως μας ,ευρισκόμενοι εν αναμονή νέας διαταγής. Δίδεται διαταγή να καταλάβομε το χωριό Τρεμπεσίνα και την κορυφογραμμή έξω του χωριού. Ο λόχος αναπτύσσεται και εξορμά με εφόπλου λόγχη με φωνές και αέρα στήθος με στήθος ο εχθρός αντικρίζοντας τη λόγχη τρέπεται σε φυγή. Πολλοί συλλαμβάνονται αιχμάλωτοι, μα και ο λόχος με βαριές απώλειες. Πολλοί που αιχμαλωτίζοντο φώναζαν μπέλα Γκρετσια (ωραια Ελλαδα ). Είναι απογευματινή ώρα και αρχίζει να μουχλιάζει, όταν ο Λόχος είχε καταλάβει τον αντικειμενικό σκοπό και ειχε κοπάσει η λαίλαπα του πολέμου με αραιές ριπές αυτομάτων όπλων. Πάμε να εδραιώσομε τις θέσεις μας με προκεχωρημμένα φυλάκια που φροντίζω να εγκαταστήσω συμφωνα με τις υποδείξεις του λοχαγού μου. Είναι 12 Φεβρουαρίου με άνδρες του λόχου ορίζω τρία φυλάκια και καθορίζω τομείς παρακολουθήσεως του εχθρού. Αναφέρω εις τον λοχαγό ή απόσταση από τους υποχωρίσαντες υπολογίζω να είναι γύρω εις τα 600 μέτρα γιατί ακούγονται οι φωνές των. Βρισκόμεθα εις τους πρόποδες του Μπουνταντόρ κρατώντας τον αυχένα ,επικίνδυνο σημείο διόδου του εχθρού και οι σκοποί των φυλακίων να βρίσκονται άγρυπνοι. Μετά την εδραίωσε των φυλακίων αναφέρω εις τον λοχαγό και πάλι αναζητώ τους δύο στρατιώτες που μένομε μαζί να βρούμε σημείο να καθίσομε όχι να κοιμηθούμε, γιατί έχει παγώσει η γη από χιόνι και είναι τρομερό κρύο και ο φόβος αντεπιθέσεως του εχθρού. Παρέλειψα να αναφέρω ότι προ της μάχης ο καθένας εμπιστευότανε στο φίλο και συμπολεμιστή του για αλληλοβοήθεια σε ότι συμβεί στη μάχη, εγώ κρατούσα ένα πλακέ ρολόι της τσέπης και είχα βάλει στο εσωτερικό καπάκι τη φωτογραφία του γιου μου με τη διεύθυνση και είχα πει στον έμπιστο μου φίλο Νίκο Τρουλη, αν σκοτωθώ να πάρει το ρολόι μου να το στείλει στην οικογένεια μου στο Ρέθυμνο, ήταν στιγμές ζωής ή θανάτου.
Δεν εχομε ύπνο. Συνέλεξα από νεκρούς 7 κουβέρτες, τις τινάξαμε από χιόνι και τις βάλαμε κάτω να ξαπλώσομε για λίγο με την αγωνία αν δούμε το φως της ημέρας και να σχολιάσομε μεταξύ μας τα αποτελέσματα της επιθέσεως. Πριν ανατείλει ο ήλιος ο Λοχαγός με ζητεί να κάνω προσκλητήριο του λόχου να δούμε ποιοι δύνανται να φέρουν όπλα εις περίπτωση αντεπιθέσεως του εχθρού. Κάνω έρευνα γύρω στο πεδίον της μάχης και αναφέρω εις τον Λοχαγό 80 δύνανται να φέρουν όπλα από 225 που είχε ο λόχος δύναμη, οι υπόλοιποι τραυματίες νεκροί αγνοούμενοι και με ψυχική κατάπτωση εικόνα παραφροσύνης. Περιφερόμενος εις το πεδίον της μάχης αντικρίζω την φρικαλεότητα του πεδίου της μάχης, τραυματίες να βογκούν να ζητούν βοήθεια. Νεκροί μαυρισμένοι απο αέρια, ακρωτηριασμένα σώματα εικόνα που σε φέρνει σε παραφροσύνη . Με δακρυσμένα τα μάτια φέρνω στη μνήμη μου την ημέρα των Μαχών που πράγματι ήτον μάχη ψυχικής Ανδριωσύνης με άνισο εξοπλισμό χωρίς Αεροπορική βοήθεια. Αντιθέτως αυτοί είχαν σύγχρονα αυτόματα όπλα, αεροπλάνα καθέτου εφορμήσεως που χτυπούσαν τις γραμμές μας στα ορεινά εδάφη εις τα υψώματα της Τρεμπεσίνας , χαλασιές που πατούσες ένα πόδι μπρος και δύο γύριζες πίσω απερίγραπτος ο άνισος πόλεμος και διερωτόμεθα τι έγιναν οι έρανοι υπέρ της αεροπορίας, για την φανέλα του στρατιώτη, η ανυποδησία η έλλειψη ανεφοδιασμού χωρίς πραγματική οργάνωση για πόλεμο μα ήταν η ψυχική δυναμη του Έλληνα Στρατιώτη.
Μετά τη δεύτερη μέρα έφυγαν οι αξιωματικοί και έμεινα μόνος μέχρι τις 18 Φεβρουαρίου που ήρθε επικεφαλής του λόχου ένας δόκιμος Ανθυπολοχαγός και εγώ απομακρύνθηκα στις 28 Φεβρουαρίου προσβληθείς από κρυοπαγήματα, χέρια που δεν μπορούσα να πιάσω όπλο αλλά ούτε να ξεζωστώ για σωματική μου ανάγκη ούτε και να περπατήσω αφού τα πόδια μου είχαν πρηστεί και με έδιωξαν για το ορεινό χειρουργείο που ευρισκόταν εις το σημείο εξορμήσεως του λόχου. Την απογευματινή ώρα με βροχή και χιόνι φεύγω μόλις άρχιζε να βραδιάζει κρατώντας μια ιταλικη γλίτσα να ακουμπώ μα και τα χέρια μου δεν την κρατούσαν στέρεα με το πρήξιμο το χεριών μου, πηγαίνω να περάσω ένα ποτάμι, πατώντας δε ένα βράχο να πατήσω σε άλλο γλιστρώ και πέφτω και γίνομε μούσκεμα. Σηκώνομαι και προχωρώ για ορεινό χειρουργείο, ακούω μιλιές και βλέπω ένα αντίσκηνο σε μια Ρίζα του βράχου. Πλησιάζω και βλέπω να κάθονται δύο γνωστοί μου ο Ηλίας Ξυρουχάκης και ο Γεώργιος Γιαννούλης από το Ατσιπόπουλο σιτιστής του λόχου μου. Τους ζητώ να καθίσω γιατί είχε πιάσει σκοτάδι μα μόλις με είδαν βρεγμένο δεν με αφήνουν μα εγώ εισέρχομαι στο αντίσκηνο και αυτοί έχουν ανάψει φωτιά εις το κράνος και πυρώνονται. Εγώ σέρνομαι σε μια γωνιά και αυτοί σε λίγο ξαπλώνουν μα αρχίζει το εχθρικό πυροβολικό να βάλει και ένα κομμάτι βλήμα σχίζει το αντίσκηνο και πέφτει στο στήθος μου. Νόμισαν πως με σκότωσε και μου μιλούν και τους λέω : έπεσε στο στήθος μου μα δεν με χτύπησε. Αρχίσαμε να κάνομε το σταυρό μας γιατί τους είπα ότι κρατώ εικόνισμα του Αγ. Νικολάου. Το θεωρήσαμε θαύμα. Παρέμεινα εκεί μέχρι που ξημέρωσε και συνέχισα να περπατώ για το ορεινό χειρουργείο. Φθάνοντας βλέπω τραυματίες έξω της σκηνής να βογκούν να ζητούν βοήθεια. Περίμενα μέχρι να έρθει η σειρά μου. Μου λύνουν τα άρβυλα μα από το δεξί πόδι δεν βγαίνει το άρβυλο γιατί είχε πρηστεί πολύ και μου σχίζουν το άρβυλο και μου βγάζουν το πόδι. Μόλις βλέπει το πόδι μου ο γιατρός μου δίνει φύλλο πορείας για το νοσοκομείο Ιωαννίνων μα πρέπει να πάω εις την Βρύση την Κεντρόβων που από εκεί με αυτοκίνητα πέρνουν τραυματίες για το νοσοκομείο Ιωαννίνων. Τις μεσονύχτιες ώρες φθάσαμε σε μετακομιδή Νοσοκομείου και οι γιατροί μας υποδέχονται και μας παρέχουν τις πρώτες βοήθειες. Ένας ανθυπίατρος βλέπει τα πόδια μου και με ένα ξυραφάκι μου κάνει δύο ξυραφιές εις τα καπάκια των ποδιών μου με αλείφει με μια αλοιφή και μου επιδένει το πόδια με επιδέσμους και με οδηγεί σε κρεβάτι μα μόλις πλησιάζω βλέπω νέφος από κοριούς να περπατούν εις το κρεβάτι. Δεν πλαγιάζω, κάθομαι σε κάθισμα γιατί με έφθαναν οι ψείρες που κρατούσα. Το πρωί έρχονται άλλα αυτοκίνητα και μας παίρνουν για το Αγρίνιο. Παίρνω φύλλο πορείας για το Αγρίνιο. Με το φύλλο πορείας ώρα 9 το πρωί έρχονται άλλα αυτοκίνητα και όσοι έχομε φύλλο πορείας μπαίνομε εις τα αυτοκίνητα και φεύγομε για το Αγρίνιο. Μόλις φθάσαμε μας περιμένουν και όπως κατεβαίνομε μας λένε όσοι κρατείτε ρολόγια ή άλλα είδη βάλετε τα σε μαντίλι γιατί θα μπείτε όλοι σε λουτρό. Θα σας κουρέψομε, θα σας ξυρίσομε να κάνετε λουτρό και θα σας πάμε σε κρεβάτι να ξαπλώσετε. Πράγματι άρχισε το κούρεμα, ξύρισμα ακόμη και εις τα απόκρυφα μέρη του σώματος. Μετά στο μπάνιο μας βοηθούν νοσοκόμες και μας πλένουν και μας δίνουν καθαρά ρούχα να φορέσομε. Ο γιατρός που έλυσε τους επιδέσμους από τα πόδια μου είδε που είχα τις ξυραφιές εις τα καπάκια των ποδιών ,από τη μια ξυραφιά ως την άλλη έφυγε το δέρμα και έτρεχε νερό. Ο γιατρός με ερώτησε αν ήταν γνωστός μου ο γιατρός που είχε κάνει τις ξυραφιές και έβαλε την αλοιφή και επίδεσε τα πόδια. Του λεω δεν τον ξέρω, ήταν γιατρός εις τα Γιάννενα και μου λεει έπρεπε να πάρεις το όνομα του και τη φωτογραφία του για εικόνισμα να την προσκυνάς, γιατί σου έσωσε τα πόδια από κόψιμο. Μου επίδεσε και αυτός τα πόδια και με οδήγησε στο κρεβάτι για ύπνο.
Ήτον απόγευμα όταν έπεσα εις το κρεβάτι απαλλαγμένος από την οδυνηρή ψείρα με καθαρά ρούχα. Με πήρε αμέσως ο ύπνος. Κοιμόμουν όλη την νύχτα, την επόμενη όλη τη μέρα, την δεύτερη νύχτα και το πρωί ξυπνώ 12 το μεσημέρι και βλέπω πάνω στο κομοδίνο γύρω στο κομοδίνο φαγητά και φρούτα και ερωτώ τι είναι αυτά; Μου λένε όλα είναι δικά σου. Κοιμάσαι δύο μέρες δύο νύχτες. Πράγματι από 12 – 13 Φεβρουαρίου που είχαμε λάβει μέρος εις τη μάχη. Εις τα 28 Φεβρουαρίου που έφυγα από το μέτωπο, δεν είχα δει ύπνο και είχε συσσωρευτεί η διατροφή 36 ωρών. Το απόγευμα που ξύπνησα ρωτούσα τους άλλους να μάθω από πού είναι τι τραύματα έχουν, πόσες μέρες έχουν κάνει εις το Νοσοκομείο, σε ποιο τομέα ήταν και αν είχαν την ταλαιπωρημένη πορεία που είχε η Μεραρχία Κρήτης. Απ’ ότι μου διηγήθηκαν προέρχοντο από διάφορα Συντάγματα. Κανείς δεν μου είπε ότι διάνυσε αυτές τις πορείες και δεν εστερήθηκαν διατροφή όπως εμείς που είχαμε κακό ανεφοδιασμό λόγω της καθημερινής κινήσεως. Φοβισμένοι μόνο ότι δεν περνά μέρα να μην κόψουν πόδια. Μου είπαν ότι έκοψαν τα πόδια σε τρεις στρατιώτες από κρυοπαγήματα. Αυτό το μαθαίναμε και εις το μέτωπο. Μας δίνουν άλλη πληροφορία ότι θα μας πάνε σε άλλο Νοσοκομείο. Πράγματι μας πηγαίνουν για το Λουτράκι μα δε βρίσκουν κρεβάτι και μας οδηγούν για την Αθήνα εις 13ον Νοσοκομείο που στεγάζετο εις το χώρο του Πολυτεχνείου. Η παραμονή μου εις το Νοσοκομείο ήτον να κάνω ηλεκτροθεραπεία. Ο γιατρός αφού είδε τα πόδια μου, μου έγραψε να κάνω 20 ηλεκτροθεραπείες και κάθε πρωί με έβαζαν από τη μέση και κάτω σε ένα φούρνο που είχε ηλεκτρική θέρμανση και από τη ζέστη έτρεχαν νερό και μετά μου έβαζαν αλοιφή και επέδενα τα πόδια μου. Είχα κάμει 12 θεραπείες, όταν πήρα την «Καθημερινή» και διάβασα ένα άρθρο της Βλάχου και έλεγε ότι αυτές τις μέρες θα μας κηρύξει τον πόλεμο η Γερμανία και θα αντισταθούμε με αναπήρους κα ακρωτηριασμένους στρατιώτες θα πολεμήσομε ; Μόλις διάβασα το άρθρο ήρθε ο γιατρός να με πάει για θεραπεία του λέω ότι δεν πηγαίνω, μόνο θα δώσετε εξιτήριο να βγω έξω από το Νοσοκομείον, να φύγω για την Κρήτη, γιατί εγώ δεν θέλω να πιαστώ αιχμάλωτος γιατί έχω παιδιά και οικογένεια. Ο γιατρός φεύγει, πηγαίνει και το αναφέρει εις τον αρχίατρο. Σε λίγο επιστρέφει και μου λέει να τον ακολουθήσω να με πάει εις τον Αρχίατρο. Πηγαίνω εις το γραφείο του Αρχιάτρου που είχε βαθμό Ταγματάρχου, με ερωτά τι είπα εις τον γιατρό. Του είπα να μου δώσετε εξιτήριον να βγω από το Νοσοκομείον, γιατί η Γερμανία θα μας κηρύξει τον πόλεμον και δεν θέλω να πιαστώ αιχμάλωτος γιατί έχω παιδιά. Ο Αρχίατρος μου αρνείται γιατί έχω ανάγκη ακόμα θεραπείας των ποδιών. Τότε του λέω θα φύγω με τις πιτζάμες του Νοσοκομείου. Άμα είδε την επιμονή μου, μου λέει κάνε μια δήλωση ότι φευγεις αυθαιρετα και δεν φέρνει ευθύνη το Νοσοκομείο.

του λέγω εσείς γράψετε τη δήλωση όπως θέλετε και την υπογράφω να μου δώσετε τα ρούχα. Την έγραψε, την υπέγραψα χωρίς να τη διαβάσω και διέταξε να μου δώσουν το ρουχισμό και μου υπέγραψε εικοσαήμερο άδεια και αλοιφή και ντύνομαι και εξέρχομαι του Νοσοκομείου και κατεβαίνω εις Πειραιά στο Λιμάνι μα βρίσκω πλήθος στρατιώτες, που ζητούν να βρουν μέσο για Κρήτη. Ακούγεται ότι στις 12 θα φύγει καράβι μα ποιος θα μπορέσει να μπει. Υπήρχε και ο φόβος μήπως θα συναντήσομε εχθρικά πλοία να βουλιάξουν. Ώρα 1μ.μ. ένα καράβι πλευρίζει και αρχίζει η επιβίβαση με σπρωξιές. δραματικές σκηνές. Φοβούμενος μήπως δεν θα πάρει όλο το πλήθος, μπήκα μέσα μα ήταν μεγάλος συνωστισμός. Δεν έβρισκες τόπο ούτε να σταθείς. Στρατιώτες από όλη την Κρήτη. Το πλοίο μας έφερε εις το Λιμάνι της Σούδας και με αυτοκίνητο ήρθα εις το Ρέθυμνο και με χαρά αντίκρισα την οικογένεια μου και τους γονείς μου και φίλους στρατευμένων παιδιών τους που ήταν εις τον πόλεμο. Απερίγραπτος χαρά και συγκίνηση και η αφήγηση μου ήταν ” σφαίρες πολλές από εχθρό με ζώσαν, μα η ευχές της μάνας μου εκείνες με γλιτώσαν ” . Την μεθεπομένη επήγα και εθεώρησα την εικοσαήμερον άδεια εις τα έμπεδα του 44ου Συντάγματος. Μετά την λήξη της άδειας μου επαρουσιάστηκα με αναμονή διαταγής να γίνει αποστολή επιστροφής εις το μέτωπο. Όμως τις ημέρες αυτές ήρθε διαταγή να παραμείνομε και να συγκροτηθούν λόχοι, από τους εξ αδείας προερχόμενους του Αλβανικού μετώπου μας. Η επικρατούσα αναρχία ήταν τόση, που ελάχιστοι προσήρχοντο εις τα προσκλητήρια (αυτό αναγράφω εις βιογραφικό των 9 ημερών). Η περιγραφή των ιστορικών γεγονότων αφορά την προσωπική μου εμπειρία, από όσα είδα και έζησα και η πάροδος των 60 ετών δεν μου επιτρέπει να συγκρατώ ημερομηνίες και ονομασίες σε περιοχές, χωριά και πόλεις μα ότι γράφω ήταν δικές μου πράξεις και είναι αναλλοίωτα γραμμένες εις τα κύτταρα του εγκεφάλου μου. Για όλα αυτά όσον και αν περιγράψω πως είδα, πως έζησα και εγώ και συμμετείχα εις την εκστρατεία της Αλβανίας, σε πορείες με ανυποδησία, με βροχή και χιόνι, με στερήσεις και ψείρα, είναι δύσκολο να συναισθανθεί ο αναγνώστης τις συνθήκες αυτού του πολέμου. Ήταν πόλεμος άνισος και σε έμψυχο υλικό και μέσα πολέμου που διέθετε ο ιταλικός στρατός, μα δεν είχε την ψυχική ανδριωσύνη του Έλληνα Στρατιώτη.
Αυτά γράφω από όσα ενθυμούμαι και ήθελα να επισκεφτώ σε χρόνο Ειρήνης τα μέρη όπου πέρασα, το μέρος που έλαβα μέρος εις την μάχη και το 1979 πήγα ως τουρίστας, αλλά δυστυχώς το Κομμουνιστικό καθεστώς της χώρας δεν με άφησε να πάω. Έχω γράψει έκθεση την οποία είχα δημοσιεύσει και θα την περιγράφω και τώρα εις το παρόν μου βιβλίο. Σε αυτές τις αφηγήσεις μου δείχνω μια εικόνα του τότε Στρατού μας. Συγκρίνοντας ο αναγνώστης την εμφάνιση του σημερινού μας στρατού με τον τότε, μα θα του γεννηθεί το ερώτημα : θα έχει το υψηλό φρόνημα που είχε ο πολεμιστής του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου; Γιατί όσον και αν έχουν αναγραφεί οι προσωπικές μου εμπειριες όπως είδα και έζησα δεν είναι δυνατόν να περιγράψεις την φρικαλεότητα του πολέμου και την περιγραφή της εικόνας εις το πεδίον της Μάχης, λαβωμένοι να βογγούν να φωνάζουν βοήθεια και να μη μπορείς αν τους προσφέρεις βοήθεια ούτε σε γνωστό ούτε σε φίλο και οι μόνοι εντεταλμένοι να προσφέρουν ήταν οι τραυματιοφορείς μα ήταν τόσοι οι πληγωμένοι και ελάχιστοι οι τραυματιοφορείς.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Σκάβω βαθιά τη μνήμη μου τα νιάτα μου θυμούμαι πως βρέθηκα στο πόλεμο αυτό αναστορουμε.
Τα χρόνια της νεότητας Δε πρέπει να ξεχάσω θα τα κρατώ στη μνήμη μου ωσότου να γεράσω.
Όλες τις μέρες που περνώ με φέρνουν χρόνια πισω , το πόλεμο που πέρασα δεν θα τον λησμονήσω.
Ο πόλεμος με τσοι Ιταλούς αξέχαστος μου μένει και το κρατώ στη μνήμη μου αξέχαστος
να μεινει.
Μέρες πολλές πολεμικές , νυχθημερόν πορείες με ψείρες χωρίς φαΐ και με φθαρμένη άρβυλα.
Μα Δε ξεχνώ το Μάιο την εικοστή ημέρα μαύρα πουλιά από σίδερο πετούσαν στον αέρα.
Αυτά πετούσαν χαμηλά το θάνατο σκορπούσαν και τρέχανε οι άνθρωποι μπορούσαν δε μπορούσαν
Τσα ανθρώπους κουβαλούσανε σ ομπρέλες κρεμασμένους με όπλα τση καταστροφής ήτανε οπλισμένοι
Κατέστρεψαν τη πόλη μας ανθρώπους θανατώσανε και σκάβανε τους λάκκους των με χώμα τους κουκλωσαν.

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ

Σε μικρή περίληψη θα αναφερθώ σ ένα ταξίδι μου στην Αλβανία.
Την Αλβανία επισκέφθηκα κάνοντας μια ολιγοήμερη εκδρομή ως τουρίστας από 2/7/87 έως 6/7/87. Θα αναφερθώ σαυτα που άκουσα από τους ξεναγούς και αυτά που είδα και τι συνομίλησα με Ελληνόφωνους που συνάντησα.
Επιθυμία μου ήταν να επισκεφθώ τη χώρα που γνώρισα ως στρατευμένος του 2ου παγκόσμιου πόλεμου και έζησα τις πιο κρίσιμες στιγμές της ζωής μου. Με ολονύκτιες και ημερήσιες πορείες , με βροχές και χιονια , με ανυποδησια, με πείνα και πολυάριθμη ψείρα, βαδίζοντας σε βαλτώδη και χιονισμένα εδάφη πολλές φορές μας έκανε να λεμε ” καλλιά στη πρώτη γραμμή ζωή ή θάνατος παρά τις κακουχίες που τραβούσαμε, ”
Σήμερα με το τουρισμό μου δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθώ την Αλβανία , ως γειτονική χώρα , να δω την ειρηνική τους ζωή γιατι στα χρόνια του πολέμου υπέστησαν τις συνέπειες των δυο αντιμαχόμενων στρατών.
Ξεκινώντας από το Πειραιά για να φθάσομε στα σύνορα , επιβιβασθήκαμε σε λεωφορείο και περάσαμε Ελευσίνα , Κόρινθο , Κιάτο και Ιτέα. Σε όλη τη διαδρομή ήταν καταπράσινα τα τοπία από εσπεριδοειδή δένδρα , ευχάριστη διαδρομή.

Κατόπιν φθάσαμε Πάτρα , Ρίο Αντίρριο, Μεσολόγγι, Αγρίνιο, γέφυρα του Αχελώου μήκους 1600 μέτρων, Αμβρακία ,Αμφιλοχία, Άρτα , Φιλλιπιαδα , Εις το Ελληνικό φυλάκιο μας έγινε έλεγχος των αποσκευών , τις οποίες μεταφέραμε οι ίδιοι στο Αλβανικό φυλάκιο όπου έγινε έλεγχος από τους υπεύθυνους και μαζί με μια δήλωση που συμπληρώσαμε με τα εξής στοιχεια : α) ποιος ο σκοπός της επίσκεψης β) εθνικότητα γ) τι αντικείμενα κρατάς δ) τι χρήματα κρατάς σε δολάρια και δρχ.. Η δήλωση αυτή μαζί με το διαβατήριο παραδόθηκε στους υπεύθυνους οι οποίοι ελέγχουν τα στοιχεια της δήλωσης και του διαβατηρίου σύμφωνα με τη βίζα που τους εχει σταλεί. Με ονομαστική κατάσταση παραδίδεις τις αποσκευές σου και μπαίνεις σε αλβανικό λεωφορείο που συνοδεύεται από 2 αλβανούς ξεναγούς που ξέρουν και την Ελληνική γλώσσα.
φράγμα Λούρου, κλεισούρα , Καλπάκι, φθάνοντας έτσι στο φυλάκιο των συνόρων της Κακαβιάς ( τελωνιακό φυλάκιο ) .

Φεύγουμε λοιπόν από Κακαβιά για τους Αγ.Σαραντα. Οι αλβανοί ξεναγοί μας καλωσορίζουν και μας υπόσχονται ότι θα μας ξεναγήσουν σε όλες τις ημέρες της παραμονής μας στη Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας. Μας αναφέρουν ότι η χώρα τους το 1940 είχε 500 χιλ κατοίκους και τωρα εχει 3 εκατομμύρια από τους οποίους 55 χιλ είναι Έλληνες με αλβανική υπηκοότητα , υπάρχουν σχολεία που διδάσκουν την Ελληνική και Αλβανική γλώσσα και η χώρα τους αναπτύσσεται σε γράμματα και τέχνες και η οικονομία της χώρας βαδίζει προς άνοδο του βιοτικού επιπέδου χωρίς
την οικονομική ενίσχυση από αλλά κράτη. Ο πληθυσμός είναι αυτοσυντήρητος και το 70% εργάζεται σε γεωργική απασχόληση και αναπτύσσεται σε όλους τους τομείς με τοπικούς συνεταιρισμούς της γεωργίας , της κτηνοτροφίας ,της ιχθυοτροφίας και το 15% στη βιομηχανία . Η βιομηχανία λειτουργεί με υδροηλεκτροπαραγωγη και παράγει 95000 κιλοβατώρες ,από αυτές ένα μικρό ποσοστό εξάγεται στην Ελλάδα. Η υδροηλεκτροπαραγωγη αποτελεί τη κινητήρια δύναμη των βιομηχανιών χάλυβα, των ορυχείων και των αρδευτικών έργων. Για τη παιδεία λειτουργεί πανεπιστήμιο για ανώτατες σπουδές στη τεχνολογία, υγειά ,γεωπονία για στελέχωση των συνεταιρισμών. Οι εξαγωγές από τη χώρα τους καθημερινά αυξάνονται σε πετρέλαιο, άνθρακα , νικέλιο ,χρώμιο μιας και η χώρα τους είναι πλούσια σε μεταλλεύματα. Με ενημέρωση των ξεναγών και ερωτήσεις προχωράμε για τους Αγ. Σαράντα Κατά μήκος του δρόμου συναντάμε τους υδροηλεκτρικούς σταθμούς και δεξιά μας βλέπομε τις απέραντες εκτάσεις με καλλιέργειες σιτηρών, βάμβακος, ήλιου και αριστερά μας βραχώδη περιοχή με λατομεία χρωματιστής πέτρας . Ο δρομος είναι στενός με πολλές στροφές γιατι βαδίζομε σε ορεινή περιοχή για να φθάσομε στη πόλη των Αγ.Σαραντα για διανυκτέρευση. Ώρα 8.30μμ φθάνομε και κατευθυνόμαστε στο ξενοδοχείο Μπουτρικ. Η πόλη εχει πληθυσμό 10.000 κατοίκων, είναι παραθαλάσσια με ωραία παράλια , πολύ πράσινο με πάρκα και υποδειγματική καθαριότητα που τις νυχτερινές ώρες επιμελούνται ομάδες καθαριότητας
Το ξενοδοχείο είναι αρκετά καθαρό και το προσωπικό του πρόθυμο να μας εξυπηρετήσει . Το πρωί ώρα 8.00 ετοιμαζόμαστε για πρωινό και για την αναχώρηση μας για Αργυρόκαστρο. Ο πληθυσμός τις πρωινές ώρες πηγαίνει στο τόπο της εργασίας του χρησιμοποιώντας σαν μεταφορικό μέσο παλιά αυτοκινητα και κάρα. Μετά το πρωινό φεύγομε με τις καλύτερες εντυπώσεις για τη πόλη Αγ. Σαράντα , για τη γενέτειρα του Εμβερ Χότζα το Αργυρόκαστρο. Στο Αργυρόκαστρο επισκεφθήκαμε το σπίτι του Εμβερ Χότζα το οποίο διατηρείται ως μουσείο. Φεύγομε για Τεπελένι και μέχρι τη πόλη Μπαλός συναντάμε τα αναρίθμητα αντλιοστάσια πετρελαίου. Περνάμε κατά μήκος του ποταμού Δρύινου με τις καλλιεργημένες κοιλάδες από σιτηρά , οι πλαγιές και κορυφές που είναι χωματοβουνια είναι φυτεμένες από ελιές, συκιές, εσπεριδοειδή δέντρα , φυτεμένα όπως μας έλεγαν από μαθητές των σχολείων τη περίοδο των διακοπών. Φθάσαμε στο Τεπελένι με 9 χιλ κατοίκους που είναι και η γενέτειρα του Αλή Πασά. Μετά από ολιγόωρη παραμονή φεύγομε για τη πόλη Φιερ.

Η διαδρομή αυτή είναι εντυπωσιακή σε καλλιέργειες σιτηρών ,αμπελώνων και ελαιών σε απροσδιόριστες εκτάσεις . Είναι έργα υποδομής που στο μέλλον θα αποδώσουν για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαου. Η σημερινή εμφάνιση ,όπως την είδα , των πολιτών μας δείχνει ότι είναι λιτοδίαιτοι με κουρασμένα πρόσωπα από την υποχρεωτική εργασία για όλους , γυναίκες και άνδρες , για την οικονομία του κράτους. Αυτό αποτελεί μια δική μου κρίση από τη μέχρι τωρα ξενάγηση. Η πόλη του Φιερ εχει 10.000 κατοίκους . Φεύγοντας από εκεί προχωράμε για Δυρράχιο που είναι παραθαλάσσια πόλη με πληθυσμό 15 χιλ. κατοίκων , πόλη παραθερισμού για τους κάτοικους της Αλβανίας, εχει δρόμους, πλατείες που λάμπουν από καθαριότητα. Η πόλη παρουσιάζει μεγάλη κίνηση λόγω των παραθεριστών ( εργαζόμενοι ). Μετά τη περιήγηση μας με το λεωφορείο στη πόλη φεύγομε για Τίρανα τη πρωτεύουσα της Αλβανίας, πόλη 300 χιλ κατοίκων στην οποία διανυκτερεύσαμε 2 νύχτες σε πολυτελές ξενοδοχείο. Η πόλη εχει πανεπιστήμιο , ωραίους και καθαρούς δρόμους , πλατειές , πάρκα με σιντριβάνια και αγάλματα που η εμφάνιση τους εκδηλώνει την μαχητικότητα των εκάστοτε καταστάσεων. Η πόλη στερείται από καφενεία και κέντρα ψυχαγωγίας. Ο κόσμος περιφέρεται σε περίπατους ή κάθεται σε πάρκα. Οι γυναίκες στερούνται καλλωπισμού, με σεμνή ενδυμασία. Μας δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθούμε έκθεση τεχνολογίας που περιείχε κατασκευή γεωργικών μηχανημάτων, πετρελαιομηχανές , μηχανήματα επεξεργασίας μέταλλων , μηχανήματα ορυχείων, ξυλόγλυπτα , μακέτες εργοστάσιων , μεταλλεύματα σιδήρου , χρωμίου, κασσίτερου , ορυκτού άλατος , τάπητες κλπ.
Επισκεφθήκαμε το λαογραφικό μουσείο με πολλά παραδοσιακά αντικείμενα οικιακής χρήσης και γεωργίας. Επισκεφθήκαμε το τάφο του ΕΜΒΕΡ ΧΟΤΖΑ που είναι έξω από τη πόλη πάνω σε λόφο μ ένα πανύψηλο άγαλμα ,μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας και ο τάφος από χρωματιστό μάρμαρο. Το μνημείο του ΕΜΒΕΡ ΧΟΤΖΑ φρουρείται από 2 φρουρούς.
Οι πλατείες της πόλης είναι στρωμένες με πλακίδια σε σχήμα ψαροκόκαλου . Τις νυχτερινές ώρες οι δρόμοι και πλατείες πλένονται από συνοικιακά συνεργεία κάνοντας πεντακάθαρους τους δημόσιους χώρους εκθαμπωνοντας τα μάτια του επισκέπτη. To επόμενο πρωινό ξεκινάμε για τη πόλη Σκόδρα. Στο δρόμο συναντάμε τη πόλη Δυρράχιο και επισκεπτόμαστε εκεί το μουσείο του Κετρομπεη. Το μουσείο είναι ένα παλιό αναπαλαιωμένο κτίριο σε χώρο που δεσπόζει στη θεά της πόλης ,με πολλά αγάλματα και εικόνες , με ζηλευτή τεχνική κατασκευή, με πλούσια επίπλωση , με αρχαιολογικά ευρήματα. Καθίσαμε στη πόλη για φαγητό και κατόπιν ξεκινάμε για τις πόλεις Καγια και Λουσνια. Η διαδρομή είναι μεγάλη αλλά δε χορταίνεις να βλέπεις τις μεγάλες καλλιέργειες σιτηρών, αμπέλια , ελιές εις τις πλαγιές των βουνών. Όλες οι εκτάσεις ποτίζονται από τεχνητές λίμνες και το νερό αντλείται από ποτάμια με ηλεκτρική ενέργεια. Φθάσαμε στη πόλη Σκόδρα με 95 χιλ. κατοίκους και είναι κτισμένη στις όχθες της λίμνης Σκόδρα. Η πόλη όπως και οι άλλες δε στερείται από πλατειές και πάρκα και από τη σχολαστική καθαριότητα. Μετά τη ξενάγησης μας στη πόλη και τα αξιοθέατα της επιστρέφομε δια μέσου της ίδιας διαδρομής στα Τίρανα για να διανυκτερεύσομε και την επόμενη να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής μέσω Κορυτσάς. Γυρίζοντας στα Τίρανα συνεχίσαμε τη περιήγηση στη πόλη. Την επόμενη μετά το πρωινό ώρα 10.00 φεύγομε μέσω της πόλης Έμβασαν 15 χιλ κατοίκων και στο μέσον της διαδρομής μας συναντάμε το εργοστάσιο χάλυβα και βιομηχανία ξύλου καθώς και μια νέα κωμόπολη ονομαζόμενη Ατσάλι, κτισμένη για τη στέγαση των εργαζόμενων. Φθάνομε στο Έμβασαν και καθόμαστε για φαγητό και μετά συνεχίζομε τη πορεία μας για το Πογραδετς που εχει πληθυσμό 10 χιλ. κατοίκων. Η πορεία μας ήταν παράλληλη με σιδηροδρομική γραμμή που πολλές φορές τη χάναμε γιατι περνούσε από τούνελ μήκους 2-3 χιλιομέτρων. Οι καλλιεργημένες εκτάσεις , οι δενδροφυτευσεις εσπεριδοειδών δένδρων , τα δίκτυα αρδεύσεως σου προξενούν έκπληξη. Τις απογευματινές ώρες φθάσαμε στη Κορυτσά που θα παραμείνομε για διανυκτέρευση και τις πρωινές ώρες για ξενάγηση της πόλης. Επιθυμία μου επίσης ήταν να επισκεφθώ το χωριό Φλόκε έξω από τη Κορυτσά, που είχαμε διανυκτερεύσει , το επιτελείο του λόχου στο πόλεμο του 1940 . σε ελληνικό σπίτι είχαμε βρει μεγάλη φιλοξενία . Δε μου δόθηκε όμως η δυνατότητα λόγω ελλείψεως μεταφορικού μέσου να επισκεφθώ το χωριό. Η ξενάγηση και η διατροφή μας ήταν αρκετά καλή όλες τις ημέρες της παραμονής μας.
Την επόμενη μετά το πρωινό αρχίσαμε τη περιήγηση μας στη πόλη της οποίας η όψη εχει αλλάξει σε σχέση με το 1940 την οποία είχα επισκεφθεί 2 φορές. Τα παλιά εμπορικά καταστήματα και η παλιά πόλη κατά το πλείστον έχουν ερειπωθεί και δεν υπάρχουν τα εμπορικά καταστήματα. Στους χώρους αυτούς είδαμε να ανεγείρονται πολυκατοικίες. Σε πολλά σημεία της πόλης έχουν παραμεινει οι στενοί δρόμοι ( καλτιριμια ). Επισκεφθήκαμε το λαογραφικό μουσείο με έργα ζωγραφικής του 14ου και 18ου αιώνα και τα περισσότερα έχουν την επίδραση από την αρχαία ελληνική τέχνη. Σήμερα μου δόθηκε η ευκαιρία να συναντήσω και να συνομιλήσω με έλληνες για τη ζωή τους και τη θρησκεία τους. Οι περισσότεροι ομιλούν ελληνικά αλλά με πολύ προσοχή με πλησιάζουν και με δυσκολία απαντούν στα ερωτήματα μου. Από ότι αντιλήφθηκα αποφεύγουν το διάλογο και μου γεννήθηκε το ερώτημα μήπως από φόβο. Η πρώτη ερώτηση που έκανα ήταν: πως είναι η ζωή σας ; η απάντηση ήταν: έχουμε τα ίδια δικαιώματα , ως υπήκοοι αλβανοί , εργαζομεθα και πληρωνομεθα ανάλογα με τη παραγωγή. Η δεύτερη ερώτηση ήταν πόσο παίρνετε την ημέρα; Η απάντηση ήταν περνούμε καλά , μας φθάνουν τα χρήματα αφού έχομε γιατρό , φάρμακα και στέγη δωρεάν. Η 3η ερώτηση σε ηλικιωμένο ήταν : είσαι συνταξιούχος ; απάντηση , ΝΑΙ .Τι δουλειά έκανες και τι σύνταξη παίρνεις ; Aπαντηση , ήμουν τζομπανος και παίρνω σύνταξη 500 λεκ. ( 1 λεκ = 20 δρχ ) . Σε φθάνουν για να ζήσεις ; απάντηση, ΝΑΙ ζω καλά .
Η εικόνα της ενδυμασίας του ηλικιωμένου δε με έπεισε για τη καλή του ζωή , χωρίς στερήσεις. Ακολούθησε η ερώτηση μου : έχετε εκκλησίες και ιερωμένους ; απάντηση : Είμαστε ορθόδοξοι και πιστεύομε κατά συνείδηση στην ορθόδοξη πίστη. Πως βαπτίζεστε ; Απάντηση , δε βαπτιζομεθα . Όταν πεθάνει κανείς πως θάβεται, χωρίς ιερέα ; Κάποιος γνωστός ή συγγενής νεκρολογει και μετά θαβομεθα . Έχομε χριστιανική πίστη , πιστεύομε στο Θεό, αλλά και εσείς που έχετε ιερείς και δεσποτάδες ακούμε και διαβάζομε τα έργα τους. Από τις παραπάνω ερωτήσεις που αφορούσαν τη θρησκεία ένοιωσα το συνομιλητή μου να ενοχλείται.
Η εμφάνιση του πληθυσμού δείχνει λιτοδίαιτη ζωή και κουρασμένα πρόσωπα .Τα παιδιά κάτω των 10 ετών δείχνουν ότι στερούνται οικογενειακής μέριμνας, στο θέμα της καθαριότητας. Στα πρατήρια τροφίμων παρατηρείται συνωστισμός γιατι ο χρόνος λειτουργίας τους είναι περιορισμένος. Η χορήγηση ψωμιού είναι περιορισμένη και ανάλογα με τα μέλη της οικογένειας. Η εργασία είναι υποχρεωτική για όλους και πρόβλημα στέγης δεν υπάρχει. Για ένα διαμέρισμα τριών δωματίων πληρώνουν 10 λεκ. Μια δημόσιος υπάλληλος εχει μισθό 700 λεκ τα οποία είναι αρκετά για τη συντήρηση της οικογένειας. Τη παραπάνω πληροφορία έλαβα από μια δασκάλα στοιχειώδους εκπαίδευσης.
Η προσωπική μου αντίληψη από ότι είδα και άκουσα είναι ότι στερούνται της ατομικής πρωτοβουλίας, στερούνται της ελευθέριας της σκέψης και του λόγου που είναι το μεγαλύτερο αγαθό της ζωής του ανθρώπου. Κανένας λαός από όσους έχω γνωρίσει ως επισκέπτης, έχω επισκεφθεί τη Βουλγαρία, τη Γιουγκοσλαβία, την Αυστρία, τη δυτική Γερμανία , την Ουγκαρια , το Βέλγιο, την Ιταλία, τη Ρωσία και τωρα τη Αλβανία, δεν εχει αυτό το πλούτο, την ευημερία, τη δημοκρατία, την ελευθερία του λόγου και του πνεύματος που εχει ο λαός μας. Ζούμε με τη σπάταλη της ζωής και είναι ανάγκη να συνέλθομε και να αλλάξομε νοοτροπία να έχομε σεβασμό στους νόμους της πολιτείας.

Αυτά είδα και γράφω σαν ελεύθερος δημοκρατικός
Έλληνας πολίτης.

Ρεθυμνο Ιουλιος 1987
Αφιερωνεται το παρον στη μνημη της μανας μου

Εμμαν. Γ. Σταγακης

Αφήστε μια απάντηση