Αλλη (τρίτη) άποψη για τους Πυρπολητές της Μονής Αρκαδίου

Σχετικά με την ταυτότητα του πυρπολητή της Ιστορικής Μονής Αρκαδίου, κατά την κατάληψή της από τον Τουρκικό στρατό στις 9 Νοεμβρίου 1866, υποστηρίζονται, όπως είναι γνωστό, δύο απόψεις.

Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη πρόκειται για τον Κωνσταντίνο Γιαμπουδάκη από το χωριό Άδελε και κατά τη δεύτερη άποψη για τον Εμμανουήλ Σκουλά, από το χωριό Ανώγεια (Βλ. και σχετικό ρεπορτάζ του κ. Β. Νέδου στην εφημ. ‘Το Βήμα της Κυριακής” 18.12.2005 σελ. 44/84).

Η επικρατούσα άποψη στηρίζεται στις έρευνες των μακαριστών Τιμοθέου Βενέρη, Επισκοπή Ρεθύμνης και αργότερα Μητροπολίτη Κρήτης, που δημοσιεύθηκαν στο περισπούδαστο έργο του “Το Αρκάδι δια των αιώνων”, έκδοση 1938 και του Διονυσίου Μαραγκουδάκη, Επισκόπου Πέτρας, πρώην ιερομονάχου της Μονής Αρκαδίου, στο έργο του, που έγραψε το 1914-1918, με τον τίτλο: Το Ιερόν και Ηρωικόν της Κρήτης Αρκάδι, έκδοση 1996. Η δεύτερη άποψη υποστηρίχθηκε κατά διάφορα χρονικά διαστήματα από μέλη της οικογένειας Σκουλά των Ανωγείων και άλλους. Σε αντίκρουση της δεύτερης αυτής απόψεως ο Αδελιανός αείμνηστος Εμμανουήλ Μ. Βροντάκης, συνταξιούχος πρόεδρος Εφετών, εξέτασε διεξοδικά το θέμα στην αυτοτελή σχετική μελέτη του με τον τίτλο: Η ολοκαύτωσις της Ιεράς Μονής Αρκαδίου κατά την κρητικήν επανάστασιν 1866-1869 (ποιος ο πυρπολητής), έκδοση του 1985. Προηγουμένως (πριν από το 1985) ο αείμνηστος Ελευθέριος Πρεβελάκης, έγκριτος διευθυντής ιστορικών ερευνών στην Ακαδημία Αθηνών, έγραψε το 1966 ότι η ανατίναξη στ’ Αρκάδι έγινε “… από τον Κωνσταντίνο Γιαμπουδάκη ή από τον Ανωγειανό δάσκαλο Εμμανουήλ Σκουλά…”.

Ο κ. Μανόλης Καρέλλης, σε δημοσίευμά του στην εφημερίδα “Τόλμη” του Ηρακλείου, της 17.11.1999, αναφέρει, μεταξύ άλλων, και τα εξής: “Η πλήρης απόδειξη για την ταυτότητά του (του πυρπολητή) δεν υπάρχει – για την ώρα τουλάχιστον. Και οι ενδείξεις που παρουσιάζονται είναι μοιρασμένες με τόσο ακριβοδίκαιο τρόπο, ώστε το ερώτημα αν ήταν ο Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης από το Άδελε ή ο Εμμανουήλ Σκουλάς από τ’ Ανώγεια μένει αναπάντητο· η ιστορική απόφαση δεν μπορεί να εκδοθεί”. Και λίγο παρακάτω: “Να γίνει η νέα, ή συμπληρωματική έρευνα προτείνουν οι πολλοί”. Σε επόμενό του δημοσίευμα (περιοδ. Αντί 8 01/28.11.03, σελ. 34-39) ο κ. Καρέλλης “… δίδει το προβάδισμα στον Σκουλά…”, με βάση όσα δημοσίευσε προηγουμένως, τον ίδιο χρόνο, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κ. Απόστολος Γ. Παπαϊωάννου σε ειδική μελέτη του με τίτλο: Εμμανουήλ Αναγνώστου Βασιλείου Σκουλάς (1845-1866). Ο πυρπολητής του Αρκαδίου, Ιωάννινα 2003, όπου εξετάζεται το ζήτημα βάσει, κυρίως, μιας εκθέσεως του υποπρόξενου της Ελλάδος στο Ηράκλειο Ιωάννου Μπαρουξάκη με ημερομηνία συντάξεώς της 21 Νοεμβρίου 1866. Πόρισμα της μελέτης αυτής είναι ότι πυρπολητής του Αρκαδίου το 1866 ήταν ο Εμμανουήλ Σκουλάς. (Τα σχετικά δημοσιεύματα του κ. Καρέλλη αναδημοσιεύονται στο βιβλίο του: Ιστορικά Σημειώματα για την Κρήτη, Ηράκλειο 2005, από όπου αντλούνται οι παραπάνω περικοπές).

Σε όλα τα παραπάνω δημοσιεύματα γίνεται λόγος μόνο για την ταυτότητα του προσώπου που πυροδότησε την πυρίτιδα (12 βαρέλια) στην μπαρουταποθήκη, δηλαδή στον χώρο της βορειο-ανατολικής γωνίας του μοναστηριακού συγκροτήματος. Στο Αρκάδι, όμως, ήταν αποθηκευμένες ποσότητες πυρίτιδας και σε άλλους χώρους του οικοδομικού συγκροτήματος της Μονής κι έγιναν δύο, αν όχι τρεις, ανατινάξεις με πυροδοτήσεις πυρίτιδας σε άλλες, διαφορετικές, οικοδομές, μετά την είσοδο των Τούρκων στο εσωτερικό του συγκροτήματος της Μονής. Η δεύτερη ανατίναξη έγινε με πυροδότηση της πυρίτιδας, που ήταν αποθηκευμένη σε υπόγειο χώρο του κελλιού του ηγουμένου Γαβριήλ, η οποία προκάλεσε την κατάρρευση του παρακείμενου (παλαιού) ηγουμενείου (Βενέρης σελ. 272). Από τους παραπάνω ερευνητές (και όσους αργότερα διατύπωσαν σχετικές απόψεις, χωρίς δική τους έρευνα, για το ζήτημα της ταυτότητας του πυρπολητή) δεν αναζητήθηκαν τα ονόματα αυτών που πυροδότησαν την δεύτερη και την τρίτη ανατίναξη και δεν εξετάσθηκαν οι συνθήκες της δεύτερης, κυρίως, ανατινάξεως. Δηλαδή στα παραπάνω (και σε άλλα) δημοσιεύματα εστιάσθηκε η προσοχή των συντακτών τους μόνο στην ταυτότητα του προσώπου της ανατινάξεως του οικοδομήματος στην προαναφερόμενη γωνία, κοντά στην ανατολική πύλη του Μοναστηριού (12 βαρέλια) και δεν αναζητήθηκε η ταυτότητα εκείνου που πυροδότησε την πυρίτιδα στον υπόγειο χώρο (αποθήκη κελλιού ηγουμένου Γαβριήλ) που ήταν παρακείμενος στο (τότε) ηγουμενείο (Βενέρης σελ. 272), στη βόρεια πλευρά της αυλής, πλησιέστερα στην κεντρική (δυτική) πύλη του μοναστηριακού συγκροτήματος. Ούτε μνημονεύεται η τρίτη ανατίναξη, στο κελί του ιερομόναχου Χατζή Νεόφυτου, που ήταν παρακείμενο στην ανατολική πύλη. Οι δύο πρώτες ανατινάξεις αναφέρονται πρώτη φορά από τον Ιωσήφ Χατζιδάκη, ιδρυτή του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου σε δημοσίευμά του το 1881, όπως επισήμανε και ο κ. Καρέλλης, όπου κατονομάζεται ως πυρπολητής ο Κωνσταντίνος Γιαμπουλάκης (sic). Kαι οι δύο ανατινάξεις αναφέρονται και από τον Βενέρη (ιδίως σελ. 269, 312) και από τον Μαραγκουδάκη (σελ. 141), όπου αναφέρεται και η τρίτη ανατίναξη – πυρπόληση. Οι δύο πρώτες πυροδοτήσεις ποσοτήτων πυρίτιδας σε διαφορετικά μέρη του μοναστηριακού συγκροτήματος, που απέχουν μεταξύ τους περίπου 55-60 μέτρα (βλ. Βενέρη σελ. 41, όπου σχέδιο κατόψεως του μοναστηριακού συγκροτήματος), έγιναν σε χρονικό διάστημα ολίγων λεπτών της ώρας. Ο Βενέρης γράφει (σελ. 272) ότι της ανατινάξεως του ηγουμενείου προηγήθηκε η ανατίναξη του χώρου της βορειο-ανατολικής γωνίας του περιβόλου και ο Μαραγκουδάκης ότι η τρίτη, τελευταία, ανατίναξη ήταν ασθενέστερη των δύο πρώτων.

Οι μαρτυρίες των διασωθέντων (που αναφέρονται από Χατζιδάκη, Βενέρη, Μαραγκουδάκη) κατονομάζουν ως πυρπολητή της μπαρουταποθήκης στην βορειοανατολική πλευρά της Μονής τον Γιαμπουδάκη. Άλλα ιστορικά στοιχεία αναφέρουν ως πυρπολητή ή/και τον Σκουλά. Αφού δεν γνωρίζουμε την ταυτότητα αυτού που πυροδότησε την πυρίτιδα στο χώρο δίπλα στο ηγουμενείο, που είχε ως συνέπεια την κατάρρευσή του (δεύτερη ανατίναξη), είναι εύλογο να πιθανολογήσομε ότι πυρπολητής του χώρου αυτού ήταν ο Σκουλάς. Στην πιθανολόγηση αυτή συνηγορούν και οι διατυπώσεις στην ανταπόκριση δημοσιογράφου (;) από τα Χανιά, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα των Αθηνών Αυγή (φ. αρ. 1823 της 3ης Δεκεμβρίου 1866, βλ. Παπαϊωάννου ό.π. σελ. 27-28 και επίμετρο).

Η πληροφορία που κατονομάζει τον Σκουλά ως πυρπολητή μάλλον προήλθε από μια οικογένεια χριστιανών που έφυγε από το Ρέθυμνο και πήγε στο Ηράκλειο τις πρώτες ημέρες μετά την 9η Νοεμβρίου 1866 και αυτή μεταδόθηκε και από τον καπετάν Μιχάλη Σκουλά – αδελφό του θυσιαθέντος στο Αρκάδι Μανώλη – στην έκθεσή του προς την Επιτροπή του Κρητικού Αγώνα της Σύρου, που δημοσιεύθηκε σε εφημερίδα της Σύρου και αναδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα των Αθηνών. Από την ίδια “πηγή” θα άντλησε την πληροφορία για το όνομα του Σκουλά και ο υποπρόξενος Μπαρουξάκης και την καταχώρισε στην έκθεσή του προς το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος, που αναφέρεται στην προαναφερόμενη ειδική μελέτη του κ. Αποστόλου Παπαϊωάννου. Η οικογένεια που μετέδωσε την πληροφορία αυτή στο Ηράκλειο, η οποία δεν βρισκόταν στο Αρκάδι στις 9 Νοεμβρίου 1866, θα την είχε από κάποια γυναίκα από τα διασωθέντα γυναικόπαιδα που οδήγησε ο Τουρκικός στρατός στο Ρέθυμνο και κρατήθηκαν στον περίβολο του ναού των Εισοδίων. Τα διασωθέντα αυτά γυναικόπαιδα ασφαλώς δεν βρισκόταν κοντά στην πυριτιδαποθήκη της βορειο-ανατολικής πλευράς, αλλά σε χώρο πλησιέστερο στο ηγουμενείο, ίσως στην “τράπεζα” της Μονής. Από τα κελλιά της βόρειας πλευράς του μοναστηριακού συγκροτήματος, τα κείμενα κοντά στο ηγουμενείο πολεμούσαν και οι Μυλοποταμίτες Αγωνιστές που αποτελούσαν τμήμα της φρουράς της Μονής (Βενέρης σελ. 264,). Οι νεκροί του Σκουλά και του άλλου Ανωγειανού Γεωργίου Κρασσά, που σκοτώθηκε μαζί με τον Σκουλά στο Αρκάδι, δεν αναγνωρίσθηκαν μεταξύ των ανευρεθέντων, που δεν καταπλακώθηκαν από τα ερείπια των χώρων που ανατινάχθηκαν. Ο Βενέρης αναφέρει (σελ. 53), κατά διήγηση του Εμμανουήλ Λουρωτού, ότι βρέθηκε την επομένη της ανατινάξεως σε χώρο του ηγουμενείου απανθρακωμένο πτώμα. Να ήταν άραγε του Σκουλά ή του Κρασσά; Στο χώρο των ερειπίων του (παλαιού) ηγουμενείου ανεγέρθηκε μεταξύ των ετών 1904 και 1906 ο σύγχρονος “ξενώνας” της Μονής, οπότε έγινε και περισυλλογή των οστών, όσων καταπλακώθηκαν το 1866 από τα ερείπια της οικοδομής του ηγουμενείου.

Οι παραπάνω παρατηρήσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πυρπολητές κατά το 1866 της Ιστορικής Μονής Αρκαδίου υπήρξαν και ο Γιαμπουδάκης (της πυριτιδαποθήκης στη βόρειο-ανατολική γωνία του μοναστηριακού συγκροτήματος) και ο Σκουλάς, με συνεργό τον Κρασσά, (της αποθηκευμένης πυρίτιδας σε χώρο της βόρειο-δυτικής πλευράς) και τρίτος άγνωστος αγωνιστής, το όνομα του οποίου δεν αναφέρεται στις γνωστές μου “πηγές”. Η “ανακάλυψη” της ταυτότητας του τρίτου προσώπου που πυροδότησε την μικρή ποσότητα της πυρίτιδας, την αποθηκευμένη στο κελί του ιερομόναχου Νεοφύτου στην ανατολική πλευρά του οικοδομικού συγκροτήματος της μαρτυρικής Μονής δεν είναι, προς το παρόν, ευχερής.

Στην ιερή μνήμη των γνωστών και αγνώστων υπερασπιστών της Μονής το 1866 και ιδιαίτερα αυτού του τρίτου Άγνωστου Πυρπολητή του Αρκαδίου, αφιερώνεται το παρόν σημείωμα.

Στέργιος Μιχ. Μανουράς επιτ. δικηγόρος
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΔΑ

Αφήστε μια απάντηση