Αποφράδα ημέρα για τους Λαμπηθιανούς η 20 Ιανουαρίου 1827, εορτή
του Αγίου Ευθυμίου. Άτακτοι Τούρκοι μπήκαν στη εκκλησία του χωριού
που εγίνετο Θεία Λειτουργία, έσφαξαν όλους τους άρρενες, και τα
γυναικόπαιδα οδήγησαν σε μια θλιβερή σειρά, στο δουλεμπόριο του
Ηρακλείου και τα πούλησαν.
Άμα πέρασαν χρόνια καταργήθηκε με διεθνή Νόμο η δουλεία και κάθε
σκλάβος άμα έδιδε σημεία ζωής, τον παραλάβαιναν οι αρμόδιες αρχές
και τον γυρίζαν στον τόπο του.
Οι σκλάβοι από την Λαμπινή δεν βρέθηκαν να γυρίσουν. Μόνο τρεις
από αυτούς αξιώθηκαν από τον Θεό να ξαναδούν το χωριό τους.
Εν τω μεταξύ οι ντόπιοι είχαν ξεχάσει τα ονόματα και τα επίθετα τους
και τους έλεγαν Απανωμερίτες, δηλαδή ανθρώπους που προέρχονταν
από την Ηπειρωτική Ελλάδα. Ένας πρόγονος πέμπτης γενεάς, ανιών του
μακαρίτου Αθανασίου Απανωμεριτάκη, Απανωμερίτης και εκείνος,
γράφτηκε Απανωμεριτάκης. Και από εκεί έχει την αρχή του αυτό το
επίθετο που θυμίζει την επιτόπια ιστορία και την τραγωδία.
Ο Θανάσης Απανωμεριτάκης γεννήθηκε κι ανατράφηκε σε περιβάλλον
τιμίων, ευσεβών και πατριωτών προγόνων. Και έτσι ήταν κι αυτός σε
όλη τη ζωή του.
Δεν υπάρχει παράδειγμα που να φέρθηκε άσχημα σε οιονδήποτε
άνθρωπο ή περίπτωση που ν’ ανατέθηκε το λόγο του.
Στους πολέμους που έλαβε μέρος έδειξε θάρρος και εθελοθυσία. Και
τα συντάγματα που υπηρέτησε του έκαμαν τιμητικές διακρίσεις με
παράσημα και με εύφημες μνείες σε ημερήσιες Διαταγές.
Όπως είχε και ωραίο παράστημα, τον διάλεξαν και κρατούσε τη Σημαία
του ηρωικού 8 ου Συντάγματος Πεζικού της Ρεθύμνης.
Ήτανε πνευματικός άνθρωπος. Δεν τον απασχολούσε μόνο η κοπιαστική
και άχαρη ζωή του Δημοσίου Υπαλλήλου. Είχε και αδυναμίες που
συνδέονταν με τον πνευματικό κόσμο, πρέπει να πω μάλιστα πως ζούσε
μέσα σ’ αυτές και μ’ αυτές.
Το ενδιαφέρον του γενικά για την ιστορία και ειδικότερα για τη ιστορία
της Κρήτης και του χωριού του ήταν πηγαίο και απέραντο.
Μάλιστα, χάρις σε πολύτιμες πληροφορίες που είχε συλλέξει
αυτόκλητος και με επιμέλεια αυτός ο ίδιος, ξεκαθαρίστηκαν οι
συνθήκες κάτω από τις οποίες ξετυλίχτηκε το μεγάλο δράμα της
Λαμπινής.
Ηξερε ανέκδοτα πολλά για διάφορους ανθρώπους, μεγάλους και
μικρούς και καταλάβαινε ευχαρίστηση να τα διηγείται. Και ακόμη,
σύντασσε ρίμες και μαντινάδες, συνήθως σκωπτικούς και σατυρικού
περιεχομένου.
Ευτύχισε να ιδή τα παιδιά αποκατεστημένα. Και τα παιδιά των παιδιών
του, φιλόστοργα και ευγενικά.
Στο σκοτεινό εγώ του τον τελευταίο καιρό που είχε τυφλωθεί, έλαμπε
μια αχτίδα που του φώτιζε το χλωμό και αποστεωμένο του πρόσωπο κι
έδιδε στα κλειστά του μάτια μια ιδιαίτερη έκφραση χαράς κι
αγαλλίασης.
Ήταν η πληροφορία του πως ο μοναχογιό του Κωστής είναι ένας
διανοούμενος άνθρωπος, ένας φτασμένος ποιητής. Και πως το
«Αρκάδι» του, είναι η πληρέστερη και ωραιότερη ποιητική συλλογή από
όσες γράφτηκαν για ένδοξο Μοναστήρι.
Αυτός ήταν ο Αθανάσιος Απανωμεριτάκης που κηδέψαμε προχθές με
μεγάλη κοσμοσυρροή, στη Βυζαντινή εκκλησία της «Κοιμήσεως της
υπεραγίας ημών Θεοτόκου της Λαμπινής».
ΜΙΧ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ