Του ΜΑΡΚΟΥ ΓΙΟΥΜΠΑΚΗ Ταξινομου Δημόσιας Βιβλιοθήκης Ρεθύμνης
- Ητο ζήτημα εάν εβράδυαζε μια βραδυά και να βρη το Μάρκο ξεμέθυστο.
- Την ημέρα στη δουλειά του ήτο σοβαρός, αμίλητος και εργατικός. Μολις όμως θα αρχιζε να νυχτώνει ο Μάρκος άρχιζε στα καπηλειά τους αγιασμούς του. Με τις πρώτις τσικουδιές η γλώσσα του ασταμάτητη άρχιζε τις μαντινάδες, τα ανέκδοτα, και τις ιστορίες. Γινόταν άλλος άνθρωπος. Ευθυμος, ομιλιτικός , ευχάριστος, και ευπρόσδεκτος σε κάθε παρέα.
- Και οι τσικουδιές και τα νεροπότηρα το κρασί (0ι κουπες) όπως τις ελεγε αυτός, δεν αργούσαν να μετατρέψουν σε πολιτικό μηχάνικό με μοναδική ειδικότητα το μέτρημα του πλάτους των δρόμων.
- Κάθε βραδυ σ‘ αυτή τη κατασταση πήγαινε στο σπίτι του για να δεχθή τις έντονες επιπλήξεις της γυναίκας του (του Σάρακα) όπως την ελεγε.
- Ω αναθεμά να μην έη το χάτο χάλι σου. Εξεκουρνιάστηκες πάλι αχαϊρευτε. Μιλιά δεν εβγαζε ο Μάρκος μονο που εβγαζε τα στιβάνια του όταν μπορούσε και έπεφτε στο κρεββάτι.
- Κάποιο βράδυ όμως που βρέθηκε ακέδακαρος και ο ταβερνιάρης δεν του διδε κρασί βερεσε, ήτανε και λιγάκι αδιάθετος , πήγε στο σπίτι του χωρίς να χη βάλει σταγονα στο στόμα του.
- Ωω ευχαριστήθηκα – του είπε η γυνάικα του μόλις τον ειδε, δεκάρα δεν εεις κακομοίρη μου και δεν ήπιες αποψε.
- Κιαμέ . της απαντά ο Μάρκος μια ουλιά αρρωστάρης ειμαι απόψε κι ήρθα να θέσω ενωρις.
- Να σηκωθής να πάς ντε στου Γιατρού. Σαλευγε γερά. Γερά γερά εδά πουναι νωρίς να μην πάθης πράμμα.
Ιντα να καμει ο Μάρκος αφοήυ με τοση επιμονή και παρακάλια τον έστελνε η γυναίκα του. Σηκώθηκε και πήγε.
Μολις τον ειδε ο γιατρός , ο οποιος δεν τον γνώριζε καθόλου γιατι ήταν καινούριος, του λεει λεει χωρίς καθόλου να το εξετάση, χωρίς καθόλου να το ακούση τι εχει.
- Ακου να σου πω κύριε Μάρκο εάν θελης την υγειά σου από αποψε να κόψης τελείως κρασί και τη τσικουδιά και το τσιγάρο γιατι εάν συνείσης εκει που θα σαλεύγεις στο δρόμο θα ποθάνης. Τουλεγε ο γιατρος του ξανά λεγε για το κρασί και τη τσικουδιά του εφερνε χίλια δύο παραδείγματα, α ο Μάρκος τα έβαζε από το ένα αυτί και τα έβγαζε από το άλλο.
- Όταν εφυγε στο δρόμο ρωτούσε και ξαναρωτούσε τον εαυτό του.
- Που διάολο κατεει πως με λένε αφού δε μεει ξαναθωρώντας;
- Που στο διάβολο κατέει πως πίνω αφού πήγαν άδειος;
- Γιάντα ο κερατάς ουτε δε με ρώτηξε νε ίντα χω μονο γιαμιάς μαρχίξενε το ν εξαψαλμο.
- Μα κι ο «Σάρακας»…ιντάτονε η γ επιμονήτση να με στείλη σε γιατρο και μάλιστα σε τουτονε το γιουσμπίνι και σε κιανέναν άλλο;
Επιτέλους έπειτα από κάμποση ώρα κατάλαβε, ανακάλυψε ότι όλα αυτά είναι συνενοημένα μεταξύ της γυνάικας του και του γιατρού για να τον φοβερίσουν και ετσι να μη πιη ξανά.
-κοντοστέκεται λιγάκι στρίβη το μουστάκι του χαμογελά πονηρά και γραμμή για το σπίτι.
ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ 1965