Ένα άγνωστο κείμενο για το Αρκάδι

«ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ» • Κυριακή 23 Μαρτίου 2003

 

 

Γράφει ο Μιχάλης Γρηγοράκης

 

Ξεφυλλίζοντας τώρα τελευταία, κάτι τεύχη ενός παλιού λαϊκού περιοδικού που έβγαινε στην Αθήνα αρχές του 20ου αιώνα, του περιοδικού «Ελλάς», επεσήμανα στις σελίδες του και κείμενα που αφορούν την Κρήτη. Το ένα ήταν «Οι Χανούμισσες της Κρήτης» γραμμένο από κάποιον Γ. Χαλεπιανό και το άλλο μιαν ανταπόκριση του ποιητή Καρυωτάκη που περιγράφει την τότε πόλη των Χανίων. Και τα δύο κείμενα καλογραμμένα και εύστοχα τα παρουσίασα από τα «Χ.Ν.» πριν από λίγο καιρό.

Ένα τρίτο αλίευμα! ήρθε να προστεθεί στο ξεφύλλισμα. Αφορά το Αρκάδι. Πλησιάζει ο Νοέμβρης του 1912 και το περιοδικό θέλοντας φαίνεται να τιμήσει το ιστορικό γεγονός του Ολοκαυτώματος, θα ζήτησε από τους ανταποκριτές του στην Κρήτη ένα κείμενο. Για το γράψιμο του κειμένου προθυμοποιείται ο Γεώργιος Καλομενόπουλος, ο μετέπειτα γνωστός Ρεθεμνιώτης ποιητής. Το κείμενο δημοσιεύεται στο τεύχος της 1ης Νοεμβρίου 1912 και είναι μια φανταστική λυρική αφήγηση στο συγγραφέα από ένα «επιζώντα» μαχητή της ιστορικής στιγμής της εισβολής του Μουσταφά πασά και την ανατίναξη της Μονής από τον εκεί εβρισκόμενο ηρωικό πολεμιστή Γιαμπουδάκη. Το κείμενο αυτό για το Αρκάδι, ο Καλομενόπουλος το έγραψε σε ηλικία 15 χρονών και το έστειλε από το Ρέθεμνος, όπου είχε γυρίσει η οικογένειά του, η οποία είχε καταφύγει στον Πειραιά την περίοδο των ανωμαλιών από την τελευταία Κρητική Επανάσταση (1896-98). Ο Καλομενόπουλος τα μαθήματα του Δημοτικού και του Γυμνασίου τ’ άκουσε στο Ρέθεμνος. Ακολούθησε σπουδές στη Νομική Σχολή, αποφοίτησε το 1925, πήρε άδεια να δικηγορεί, λειτούργημα που ποτέ φαίνεται δεν άσκησε. Η υπαλληλική του καριέρα άρχισε από το Ρέθεμνος. Έκτακτος νομαρχιακός ακόλουθος, στην αρχή μονιμοποιήθηκε μετά και ύστερα από μια πολυκύμαντη σταδιοδρομία συνταξιοδοτήθηκε το 1960. Ο Γεώργιος Καλομενόπουλος υπήρξε πρότυπο λαμπρού δημόσιου λειτουργού με παράλληλη εθνική και κοινωνική δράση. Αλλά εκτός από λαμπρός δημόσιος λειτουργός και υπέροχος άνθρωπος, επέτυχε να προσωνυμείται και ο «Ποιητής του Ρεθέμνους». Και στον πιο ανίδεο γίνεται ορατή από την ποίηση του Καλομενόπουλου η λατρεία προς το Ρέθεμνος και τους ανθρώπους του, όπως ορατός γίνεται και ο άκρατος πατριωτισμός και η ευλαβής αφοσίωση στην ιδέα της Κρήτης. Αυτά τα δύο ιδανικά, που κυριαρχούν στη ζωή και το έργο του, τα βρίσκουμε και στο πρωτόλειό του, το οποίο αλιεύσαμε στο περιοδικό «Ελλάς».

Ο δεκαπεντάχρονος Καλομενόπουλος –γεννήθηκε το 1897 και πέθανε το 1963- συνεπαρμένος από το ηρωικό ολοκαύτωμα του Αρκαδιού μας δίνει ένα κείμενο αρρενωπό και γλαφυρό, ένα κείμενο που προμαντεύει πως ο δημιουργός του θα εξελιχθεί σ’ έναν ποιητή με συγκινητική λυρικότητα. Γράφει λοιπόν ο Καλομενόπουλος:

Ο αγέρας έξω εφύσα με μανία και το χιόνι, εστιβάζετο στο δρόμο… Ένας γέρος με κάτασπρα μαλλιά κι εγώ καθόμαστε κοντά στο μαγκάλι. Ο αγέρας ούρλιαζε και το χιόνι με μανία χτυπούσε στα παράθυρα του σπιτιού… Ο γέρος συλλογιζότανε.

– Τι συλλογίζεσαι, μπάρμπα; τον ηρώτησα.

– Ε, παιδί μου! Αυτός ο καιρός μου θυμίζει τη μέρα που τινάξαμε το Αρκάδι μας! Το ένδοξο Αρκάδι, που το θαυμάζει τώρα όλος ο κόσμος…

– Αχ! Πώς λαχταρώ να ακούσω αυτή την ιστορίαν, του είπα.

– Άκουσέ με λοιπόν μου απάντησε. Ήτανε παιδί μου νύκτα! Ο αγέρας, καλή ώρα, εφύσα έξω δυνατός… Το χιόνι έπεφτε αδιάκοπα! Είμαστε μέσα στο Μοναστήρι κλεισμένοι ως εξακόσια παλικάρια…

Αποφασισμένοι όλοι να σκοτωθούμε για την πατρίδα… Τα γυναικόπαιδα είχαν μαζευτεί σ’ ένα κελί μεγάλο!… Όλοι αγρυπνούσαμε… Ο εχθρός ήταν διακόσια βήματα μακριά!… Είχαμε λάβει διαταγή από τον Πασά να παραδοθούμε ως το πρωί… ειδεμή θα εχάλαγε το Μοναστήρι με τα κανόνια που του είχανε φέρει εκείνη τη μέρα…

Όλοι ήμαστε στο πόδι όταν μπαίνει ο ηγούμενος Γαβριήλ – ένα παλικάρι γερό- όλοι εσιωπήσαμε… Αυτός με τα μάτια δακρυσμένα από συγκίνηση εστάθηκε στη μέση και είπε: -Παιδιά! Ο πασάς μας καλεί να παραδοθούμε ίσαμε το πρωί. Θέλει να του παραδώσουμε αυτό το άγιο Μοναστήρι για να το κάνει τζαμί! Λοιπόν είστε αποφασισμένοι ν’ αποθάνωμεν όλοι;

– Ναι! Ναι! Του απαντήσαμεν!…

– Εύγε παλικάρια! Ας ξημερώσει για να δείξουμε του πασά τι θα πει Κρητικό Τουφέκι…

 

***

 

Κείνη τη στιγμή φτάνει η Δασκαλάκαινα, μια γυναίκα που μπορούσε καλύτερα από δύο άντρες.

Ηγούμενε, είπε, εμάθαμε πως μας μηνούν να παραδοθούμε ως αύριο… Έρχομαι λοιπόν να σας ζητήσω τουφέκια!… Ναι! Τουφέκια των γυναικών για να πολεμήσουμε κι εμείς στο πλευρό σας… μαζί μ’ εσάς…

Πενήντα τουφέκια εμοιρασθήκανε στις γυναίκες. Περάσαμε τη νύκτα στο πόδι και άρχισε πλια να ξημερώνει. Οι διαταγές είχαν δοθεί. Οι καπετάνιοι με τα παλικάρια τους εβγήκανε κρυφά από το Μοναστήρι για να φυλάξουνε τα γύρω. Ο ηγούμενος με τριακόσια παλικάρια έμεινε μέσα. Μαζί μ’ αυτούς ήμουν κι εγώ. Η ώρα έφθασε…

Εστάθηκε λίγο για ν’ αναπνεύσει και εξακολούθησε.

– Ο στρατός εκίνησε. Οι δικοί μας τον υποδέχθηκαν με το τουφέκι. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Οι δικοί μας πολεμούσαν σαν παλικάρια. Οι γυναίκες στο πλευρό τους έκαναν θάματα… Τα τούρκικα κανόνια εκτύπαγαν. Μια κανονιά –αναθεματισμένη ώρα- άνοιξε μια τρύπα στο Μοναστήρι. Οι Τούρκοι όρμησαν. Εμείς επεριμέναμε. Εκάναμε το σταυρό μας και ριχτήκαμε καταπάνω τους. Άκουσα τότε τον Γαβριήλ να φωνάζει:

– Ο Θεός μαζί μας! Και ορμά πρώτος.

Άξαφνα ένας χτύπος μεγάλος ακούστηκε. Μια πέτρα με ήβρε στο μέτωπο και με ζάλισε… Τι έγινε ύστερα δεν ξέρω. Όταν συνέφερα ήμουν απ’ έξω από το Μοναστήρι ριγμένος σ’ ένα τάφρο.

Πώς βρέθηκα εκεί δεν ξέρω. Φαίνεται πως με νόμισαν για πεθαμένο. Εσηκώθηκα. Είδα μόνο ερείπια τριγύρω. Έκαμα το Σταυρό μου, το ‘βαλα στα πόδια κι έτσι γλίτωσα…».

Δύο χονδρά δάκρυα είδα να κυλούν από το μάγουλο του γέρου πολεμιστή, που για παράσημο είχε μια μακριά ουλή, γινομένη από εχθρική σφαίρα.

Αφήστε μια απάντηση