Άγρια χειμωνιάτικη νύχτα στο Ρέθυμνος.

ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ  1977

ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΛΗΟ ΡΕΘΥΜΝΟ

ΑΝΑΜΝΗΣΗ
Το Κρητικό πέλαγος λυσσομανούσε και τα κύματα έφταναν ως τις
πόρτες των σπιτιών που έβλεπαν προς την προκυμαία.
Ένα απ’ αυτά και το σπίτι του Σκουλούδη έτσι έλεγαν στο σπίτι μας
τον γέρο – Στεργίου.
Άρρωστος εκείνες τις μέρες εζήτησε την γιαγιά μου να πάη για τα
γιατροσόφια της. Μ’ επήρε από το χέρι για συντροφιά και πήγαμε.
Απέραντο και ανεμοδαρμένο έφτανε από την προκυμαία ως την οδό
Αρκαδίου. Κάτω το λαδάδικο με τις πελώριες δεξαμενές (ντίνες) που
αποθήκευαν το λάδι και επάνω η κατοικία.
Ανεβήκαμε και η ανηψιά της η Φροσύνη την καλωσώρισε και
αφήνοντας εμένα στην σάλα, την πήγε στο δωμάτιο του αρρώστου.
Άκουα τα βογγητά του και το τρίξιμο των παραθύρων από τον αέρα.
Η λάμπα του πετρελαίου αχνοφώτιζε το ψηλοτάβανο με τις ζωγραφιές
και τις βελούδινες κουρτίνες, τους καναπέδες και τις πολυθρόνες.
Ένα μαγγάλι στη μέση με μπόλικη χόβολη δεν κατάφερνε να το
ζεστάνη.
Εφιαλτικό μισοσκόταδο που μου έφερε ακατανίκητη την επιθυμία
να φύγω. Όμως έπρεπε να γίνη και η βεγγέρα και έμεινα για πολλή ώρα
ακούοντας την πεθερά του να λέη ιστορίες. Μια απ’ αυτές την θυμούμαι
ακόμη.
Ο γέρο-Σκουλούδης ήταν έλεγε η κυρά Στυλιανή Πρόξενος και όταν
οι Τούρκοι εκυνηγούσαν κάποιο Χριστιανό αυτός έτρεχε και έπιανε τα
κερκέλια της πόρτας του και έτσι εσώζετο γιατί η καταδίωξη

εσταματούσε. Άνοιγαν την πόρτα και τον έκρυβαν κάμποσες μέρες και
ύστερα τον εφυγάδευαν.
Ο Πρόξενος όμως απόθανε και ο γυιος έγινε μεγάλος λαδέμπορος.
Έφερναν οι χωρικοί το λάδι στ’ ασκιά και αντηχούσε βροντερή η φωνή
του «Φροσύνη φέρε καφέδες». Όμως με τα χρόνια όλα διαλύθηκαν και ο
πρωτογυιός έφυγε για την Αθήνα.
Δουλειά και σπουδή. Μόχθος και φιλοδοξία για μόρφωση και
βοήθεια στους δικούς του.
Κατάμονος και επίμονος, εργατικός και ανυποχώρητος όλο
ανέβαινε.
Όταν η ζωή τόφερε να συναντηθούμε στην Αθήνα ήταν πια
καθηγητής στην Σχολή Δοκίμων, υποδιευθυντής στον «Φοίνικα» και
αντιπρόεδρος της Παγκρητίου.
Ευτυχισμένος σύζυγος και πατέρας αναγνωρισμένος πνευματικός
άνθρωπος.
Έγινε ο πιο αγαπημένος συγγενής και φίλος μας και η συντροφιά
του ήταν πηγή χαράς για τον σύζυγό μου.
Όταν εκείνος έφυγε για παρηγοριά και απασχόληση χωρίς καν να μ’
ερωτήση βρέθηκα στο Συμβούλιο της Παγκρητίου. Στα τέσσερα χρόνια
που σαν καλός κυβερνήτης και μέσα από Συμπληγάδες ωδηγούσε το
θαυμάσιο αυτό Σωματείο εθαύμασα την επιδεξιότητα, την σοφία, την
ανωτερότητα και την ειλικρίνειά του. Μοναδικός εις την διαιτησία,
υπομονετικός στις αντιθέσεις, εξομάληνε τις δυσκολίες και πάντα
αποχωρούσαμε χαμογελαστοί και ικανοποιημένοι.
Πάθος του το Ρέθεμνος και η προκοπή του. Το θέμα του
Πανεπιστημίου εκυβερνούσε την ζωή του και δεν τον άφηνε να ησυχάση.
Έφυγε πικραμένος γιατί δεν επραγματοποιήθηκε τ’ όνειρο.
Έφυγε γιατί, όπως είπαν εκείνοι που με τόση συγκίνηση τον
αποχαιρέτησαν ο Δάσκαλος εκουράστηκε, ο Δάσκαλος πάει να
ξεκουραστή. Χειροκροτήστε τον.
Αικ. Τσουρλάκη-Θεοφανοπούλου

Αφήστε μια απάντηση